Γιῶργος Ζεβελάκης - Μέρες τοῦ Παπαδιαμάντη στὴν Ἀθήνα
Πηγή: Ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011
Ὑπεύθυνος ἀφιερώματος «Τὂ ἄγγιγμα τοῦ Σκιαθίτη»: Ἐπιμέλεια Μισὲλ Φάις
Τὰ 160 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἀλέξανδρου Ἐμμανουὴλ Παπαδιαμάντη καὶ τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ξαναθυμηθοῦμε τοὺς ἡδεῖς γρίφους τῆς γραφῆς του.
Ἡ νέα στήλη «Τὸ ἄγγιγμα τοῦ Σκιαθίτη» ἀπευθύνθηκε σὲ 25 δημιουργοὺς μιᾶς μεγάλης ἐκφραστικῆς βεντάλιας (πεζογράφους, ποιητές, δοκιμιογράφους, μελετητές, ἐπιμελητές, μεταφραστές, ἠθοποιούς, σκηνοθέτες θεάτρου καὶ κινηματογράφου, μουσικούς, εἰκαστικούς, ἀρχιτέκτονες κ.λπ.) ζητώντας τους τὸ ἄγγιγμα τοῦ οἰκεία ἀπόμακρου Σκιαθίτη στὸ ἔργο τους, στὴ μνήμη τους, στὴν ἁπλὴ καθημερινότητα.
Ἔτσι, συγκεντρώσαμε κείμενα, πέραν τῶν ἁγιογραφικῶν ἢ ἀντι-ἁγιογραφικῶν προσλήψεων τοῦ Παπαδιαμάντη· κείμενα ποὺ ἀντανακλοῦν τὸ πρόσωπο καὶ τὴ φωνή, δηλαδὴ τὴ ζωντανὴ παρουσία τοῦ σπουδαίου εὐρωπαίου διηγηματογράφου, μέσα ἀπὸ ἐκμυστηρευμένες στιγμές τους στὸ μυθικὸ παπαδιαμαντικὸ σύμπαν· κείμενα-ψηφίδες μιᾶς ἀναγνωστικῆς κοινότητας, μιᾶς ἀναγνωστικῆς παραμυθίας, μιᾶς ἀναγνωστικῆς ἀναδημιουργίας.
Στὸ ἐρώτημα ποιὸ ἦταν τὸ μεγάλο ταλέντο τοῦ Παπαδιαμάντη παραθέτω τὸν «ὁρισμὸ» τοῦ Γιώργου Χειμωνᾶ: Μὰ τί ἄλλο εἶναι τὸ ταλέντο ἀπὸ τὴ φοβερὴ προσωπικότητα; Πιὸ συγκεκριμένος ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943), σὲ συνέντευξή του στὴν «Ἠχὼ τῆς Ἑλλάδος» (1935), στὴν ἐρώτηση ποιὸν θεωρεῖτε τὸν μεγαλύτερο ποιητὴ τῆς νεότερης Ἑλλάδος, ἀπάντησε: «Τὸν Παπαδιαμάντη. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος ποιητής μας. Τὸ τονίζω αὐτὸ γιὰ νὰ διαλύσω τὴν ἀπορία ποὺ γεννᾶ στὸ πρῶτο ἄκουσμα ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ ῾ποιητοῦ᾿ ποὺ δίνω στὸν Παπαδιαμάντη. Τὸ κάνω ὅμως σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπα γιὰ τὴν ποίηση, ἐπειδὴ εἶναι ὁ μόνος ποὺ κατόρθωσε νὰ δώσει ὑποβολὴ στὸν πεζὸ λόγο. Ἔτσι κι ἂν δὲν ἔγραφε στίχους, [παραβλέπει τὰ λιγοστὰ ποιήματα ποὺ ἔγραψε, σημ. συντ.] εἶναι περισσότερο ποιητὴς ἀπὸ ὅλους μας ἐμᾶς τοὺς ἄλλους ποιητάς. Χάος μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη». Ἡ ποίηση ἀναβλύζει ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ Παπαδιαμάντη τόνιζε καὶ ὁ Μανόλης Ἀναγνωστάκης στὴν εἰσαγωγὴ τῆς «Νοσταλγοῦ καὶ ἄλλα διηγήματα», Νεφέλη 1989.
Τὴν ποιητικὴ προσωπικότητα τοῦ συγγραφέα τῆς Φόνισσας, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ ἀρυτίδωτο ἀπὸ τὸν χρόνο ἔργο του καὶ τὸ σχολιάζει, θὰ σκιαγραφήσουμε ἐπιλέγοντας δύο-τρεῖς χαρακτηριστικὲς στιγμὲς ἀπὸ τὴν τριανταπεντάχρονη δημιουργικὴ παραμονή του στὴν Ἀθήνα (1873-1908), χρησιμοποιώντας περιγραφὲς τοῦ ἴδιου καὶ ἀναμνήσεις συγκαιρινῶν του. Ὁ Octave Merlier στὸν πρόλογο τῆς Ἀλληλογραφίας τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸ 1934, εἶχε τονίσει: «Μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωπος ὅταν μᾶς συγκίνησε ὁ συγγραφέας· τὸ ἔργο του δὲν μᾶς φτάνει...». Ἐνῶ ὁ παλαιὸς λόγιος, πολιτικὸς καὶ δημοσιογράφος, Θεόδωρος Βελλιανίτης ὑπερβάλλει: «Ὁ ἄνθρωπος ἦτο καλλίτερος ἀπὸ τὸν συγγραφέα».
Γιὰ τὸ ποῦ ἀκριβῶς ἔμενε τὰ πρῶτα ἐκεῖνα χρόνια του στὴν Ἀθήνα δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες. Συνδυάζοντας τὰ αὐτοβιογραφικά του κείμενα μὲ κάποιες μαρτυρίες ὑποθέτουμε ὅτι κατοικοῦσε κάτω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη. Ἡ περιοχὴ πέραν τῆς συνοικίας τοῦ Ἁγίου Φιλίππου μέχρι τὸ Ριζόκαστρο «μοῦ εἶναι γνωστὴ καὶ προσφιλής», ἔγραφε. Γενικὰ οἱ ἐνθυμήσεις του ἀπὸ τὸν καιρὸ ἐκεῖνον ἀπηχοῦν εὐτυχισμένες μέρες τῆς ζωῆς του: νεανική, ρομαντικὴ καὶ παιγνιώδης διάθεση, ἡδυπάθεια, καθὼς καὶ τὴν ἀπόλαυση μελωδικῶν ἀσμάτων. «Ἀπὸ ὅλους τοὺς καλλιτέχνας, τοὺς μουσικοὺς ἀγαπῶ περισσότερον» ἐξομολογεῖται, καὶ συνεχίζει:
«Ἐκεῖ ἤκουα, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τακτικὰ πᾶσαν νύκτα κιθάραν καὶ ἄσμα καὶ μανδολῖνον. Ἡ πατινάδα ἤρχετο κάθε βράδυ, περὶ τὴν ὥραν τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ἔστεκε μισὴν ὥραν ἔξω της αὐλῆς, σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, κάτωθεν τοῦ παραθύρου μὲ τὸ σιδηροῦν κιγκλίδωμα, καὶ ἔψαλλε ρωμαντικὰ τραγούδια. Ἐπάνω εἰς τὸ παραθυράκι, αἱ γάστραι μὲ τὰ βασιλικά, μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ μὲ πολλῶν λογιῶν φραγκολούλουδα, τῶν ὁποίων δὲν ἠξεύρω τὰ ὀνόματα, ἐφαίνοντο ὅτι ἐσείοντο ἴσως ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ὅπου ἔπνεεν εἰς τὸ ὕψωμα ἐκεῖνο. Δὲν ἦσαν αἱ γάστραι ὅπου ἐσείοντο, ἤσαν δύο ὡραῖαι ξανθαί, κασταναὶ κεφαλαί, μὲ ἀναδεδεμένας τὰς κόμας, μὲ ἡδυπαθεῖς τακεροὺς ὀφθαλμοὺς [τρυφεροὶ ὀφθαλμοὶ πλήρεις πάθους καὶ ἐπιθυμίας, σημ. συντ.]. Δὲν ἠδύναντο νὰ κοιμηθῶσιν ἐνωρίς, καὶ εἶχον τὴν περιέργειαν νὰ ἐξέρχωνται διὰ ν᾿ ἀκούσωσι τὴν πατινάδαν. Ἠκουες μειλιχίους ψιθυρισμοὺς ν᾿ ἀναμιγνύωνται μὲ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, καὶ ὅλα αὐτά, ἡ μελωδία τῶν ἀσμάτων, τῆς κιθάρας οἱ φθόγγοι, τὸ φύσημα τῆς αὔρας, οἱ ψιθυρισμοὶ εἰς τὸ σκότος, καὶ τῶν ἀνθέων τὸ ἄρωμα, ἀπετέλουν κράμα τι ἡδυπαθές, ἀπερίγραπτον, ἄρρητον, τὸ ὁποῖον μόνον ἡ τουρκικὴ λέξις γκιουζὲλ θὰ ἠδύνατο κατὰ προσέγγισιν νὰ ἐκφράσῃ». (Αἱ Ἀθῆναι ὡς ἀνατολικὴ πόλις. Λεύκωμα τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τοῦ 1896).
Παρακάμπτοντας τὴ χρονολογικὴ σειρὰ καὶ ἀκολουθώντας τὴν τοπογραφικὴ γειτνίαση μὲ τὴν περιοχή, μεταφερόμαστε περίπου εἴκοσι χρόνια μετά, στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι ποὺ ἦταν χωμένο στὴν αὐλὴ ἑνὸς κεραμιδοσκεποῦς σπιτιοῦ τῆς ὁδοῦ Ἄρεως 14, κοντὰ στὴν πλατεία Μοναστηρακίου. Ὁ Γεράσιμος Βῶκος (1867-1927), πεζογράφος, ζωγράφος καὶ ἐκδότης δύο σημαντικῶν ἐντύπων (τὸ «Περιοδικό μας» καὶ ὁ «Καλλιτέχνης») ποὺ εἶχαν φιλοξενήσει μερικὰ ἀπὸ τὰ καλύτερα διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη, παραβρέθηκε κάποτε σὲ μιὰ «ἀγρύπνια» στὸν ναὸ καὶ τὴν περιέγραψε:
«Ἦσαν δὲ οἱ ψάλται, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, οἱ ἀπὸ Σκιάθου δίδυμοι διηγηματογράφοι καὶ τρυφερότατοι συγγραφεῖς... Ὁ πρῶτος καὶ ἐν τῇ ῾Ἀκροπόλει᾿ συνάδελφος εἶχε μεταρσιωθῆ ἐν τῇ ἐκπληρώσει τῶν ἱερῶν τούτων καθηκόντων. Αἴγλη ἀπολύτου εὐτυχίας ἐφώτιζε τὴν δασύτριχον μορφήν του μὲ τὴν σγουρὰν μαύρην γενειάδα καὶ τὴν ὁμοιόχρωμον πλουσίαν κόμην. Ἠτο ἀγνώριστος καὶ ἡ μορφὴ ἐκείνη ἡ τόσον σκυθρωπὴ κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐργασίας ἐδῶ εἰς τὸ γραφεῖον, ἐφαιδρύνετο ὑπεράνω του ἱεροψαλτικοῦ ἀναλογίου». (ἐφημ. «Νέος Κόσμος», 25 Δεκεμβρίου 1936)
Ὁ ποιητής, θεατρικὸς συγγραφέας καὶ δημοσιογράφος Στέφανος Στεφάνου, συνάδελφός του στὶς ἐφημερίδες «Ἀκρόπολις» καὶ «Ἐφημερίς», σκιτσάρει τὸ πορτρέτο του: «Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶχε σχέσεις μὲ κανένα. Ἀκοινώνητος, σκοτεινός, ἀμίλητος. Ἤρχετο εἰς τὸ γραφεῖον σὲ ὧρες ποὺ δὲν τὸν ἔβλεπε κανείς. Ἠργάζετο μόνος σὲ ἕνα δωμάτιο. Ἤτανε πάντοτε κακοντυμένος. Ὄχι τόσο ἀπὸ φτώχεια ὅσο ἀπὸ ἀδιαφορία. Τέλειος Μποέμ. Ἕνα καπέλο τῆς κακῆς ὥρας. Πουκάμισο σὰν νυχτικό. Λαιμοδέτη, ἄλλοτε φοροῦσε καὶ ἄλλοτε ὄχι. Πανταλόνι μὲ ξέφτια, γόνατα καὶ χρώματος ἀκαθορίστου. Παπούτσια σὰν ἀρβύλες. Καὶ γιὰ νὰ κρύψῃ ὅλο αὐτὸ τὸ χάλι, ἐφοροῦσε ἀπὸ ἐπάνω ἕνα μαῦρο χοντρὸ παλτό, ποὺ εἶχε ὅλα τα χρώματα τῆς ἴριδος, φόδρες σχισμένες, λεκέδες, τρύπες, μπαλώματα ...γιατὶ ὁ Παπαδιαμάντης ποτέ του δὲν ἔβγαζε τὸ παλτό». («Ἀθηναϊκὰ Νέα», 10 Φεβρουαρίου 1936)
Τὰ πρῶτα ἀθηναϊκά του χρόνια, ὁ Ἅγιος Ἐλισαῖος, τὰ δημοσιογραφικὰ γραφεῖα. Στιγμιότυπα μιᾶς μοναχικῆς πορείας, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύσει ὁ φίλος του Νώντας Δεληγιώργης (ἐφημ. «Νέον Ἄστυ» 13.3.1908): Ἅμα ἐπλησίασα τὸν Παπαδιαμάντη μοῦ ἐφάνη τόσον μυστικὰ κλεισμένος εἰς τὸ ὄνειρόν του ἢ ἂν θέλετε εἰς τὴν προσωπικήν του ἀντίληψιν τῆς ζωῆς, ὥστε κάθε παρείσδυσις εἰς τὴν ἀτομικότητά του θὰ ἐλάμβανε διαστάσεις ἐκβιασμοῦ.