Γιῶργος Βιδάλης - Μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη

«Σὰν νὰ ᾿χαν ποτὲ τελειωμὸ τὰ πάθια κ᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου»

Πηγή: Ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, Σάββατο 8 Ἰανουαρίου 2011

Ἑκατὸ χρόνια ἀκριβῶς συμπληρώθηκαν ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στὰ ἑξῆντα, ἄφησε τὴν τελευταία πνοή του στὴ γενέτειρά του Σκιάθο (2 Ἰανουαρίου 1911). Ἐπίσης, 160 χρόνια κλείνουν φέτος ἀπὸ τὴ γέννησή του (4 Μαρτίου 1851).

Ἡ αὔρα τῆς λεπτῆς πνοῆς ποὺ ἄφησε μὲ τὰ γραπτά του ἔχει συντροφέψει γενιὲς καὶ γενιές. Χρέος μας νὰ τὸν μνημονεύσουμε στὴ μνημονιακὴ ἐποχὴ καὶ ζοφερὴ «κατοχὴ» ποὺ ζοῦμε, ἀφοῦ ὁ λόγος του παραμένει βάλσαμο. Μᾶς παροτρύνει ἄλλωστε στὸ «Ἄξιόν Ἐστι» ὁ νομπελίστας ποιητής μας Ὀδυσσέας Ἐλύτης: «Ὁποὺ καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοὶ ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη».

Διαμάντια παντοτινὰ οἱ ἱστορίες του, βγαίνουν καὶ ξαναβγαίνουν σὲ διάφορες ἀνθολογίες: χριστουγεννιάτικα διηγήματα, πασχαλινὰ διηγήματα, ἐρωτικὰ διηγήματα, σκοτεινὰ διηγήματα, ἀθηναϊκὰ διηγήματα, κ.λπ. «Ἡ νοσταλγός», «Ἔρως-ἥρως», «Φῶτα, ὁλόφωτα», «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκιας», «Ὄνειρο στὸ κύμα», «Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», «Στὸ Χριστὸ στὸ κάστρο» (ἐνδεικτικὲς ὀνομασίες ὁρισμένων ἀξέχαστων διηγημάτων του). Ἡ πληρέστερη ἔκδοση τῶν Ἁπάντων του μὲ διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ἄρθρα καὶ ἐπιστολὲς τοῦ εἶναι ἡ ἑξάτομη τῶν ἐκδόσεων «Δόμος» σ᾿ ἐπιμέλεια τοῦ ἀφιερωμένου φιλολόγου-ἐρευνητῆ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Κάποιες ἱστορίες του κατὰ καιροὺς παρουσιάστηκαν διασκευασμένες μ᾿ ἐπιτυχία στὸ θέατρο ἀπὸ σκηνοθέτες ὅπως οἱ Σωτήρης Χατζάκης, Στάθης Λιβαθινός, Δῆμος Ἀβδελιώδης, Γιῶργος Μπινιάρης, Μίρκα Γεμεντζάκη.

Ὁ Παπαδιαμάντης διαθέτει ἕνα μοναδικὸ προσωπικὸ ἀλφάβητο, ἀντλώντας γόνιμα ἀπὸ τοὺς φανεροὺς καὶ χαμένους θησαυροὺς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἔμπειρος γνώστης καὶ δεινὸς τεχνίτης τῆς λόγιας καὶ τῆς δημοτικῆς. Ἡ γλώσσα του εἶναι μαγεία.

Λένε ὅτι ξενίζει κι ἀπωθεῖ στὴν ἐποχὴ τῆς λεξιπενίας, τῆς κυριαρχίας τῆς εἰκόνας καὶ τῆς τεχνολογίας. Χρειάζεται προσπάθεια, ὑπομονὴ καὶ μιὰ σχετικὴ ὡριμότητα γιὰ νὰ μυηθεῖς στὸ λογοτεχνικό του σύμπαν (ἡ μητέρα τοῦ γράφοντος, ἂν καὶ τῆς Δ´ Δημοτικοῦ, λόγω τοῦ πολέμου, ἔχει διαβάσει κι ἔχει «ταξιδέψει» μὲ πολλὰ διηγήματά του ἔστω κι ἂν ἀγνοεῖ τὴ σημασία πολλῶν λέξεων, ἔστω κι ἂν δὲν γνωρίζει ὀρθογραφία). Ὁ λόγος τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ἰαματικός. Μὲ τὴν ἀνάγνωσή του αἰσθάνεσαι «θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον».

Τὰ περισσότερα διηγήματά του ἐκτυλίσσονται στὸ νησί του, τὴ Σκιάθο (μερικὰ ἀναφέρονται στὴν Ἀθήνα). Ἡ φύση εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ὅπως καὶ ὁ νησιώτικος μικρόκοσμος. Πτωχοὶ καὶ καταφρονεμένοι, μεροκαματιάρηδες, ἀλαφροΐσκιωτοι, ἱερεῖς, ψαράδες, ναυτικοί, βοσκοί, ἀγρότες. Γερόντισσες, μανάδες, χῆρες, νύφες, παιδία καὶ κοράσια, νέες θελκτικές, ἔφηβοι ὀνειροπόλοι. Ἀγροί, παραλίες, θάλασσες γαλήνιες καὶ φουρτουνιασμένες. Ξωκλήσια, μοναστήρια, ναΐσκοι.

Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ γραφή του «μὲ λίγες γραμμὲς ὁρίζει καὶ τὰ κτίσματα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὴ φύση τοῦ Ἕλληνα», ἀναφέρει ὁ Ἐλύτης στὸ δοκίμιό του «Ἡ μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη», τονίζοντας τὴν καθαρότητα, τὴ λιτότητα, τὴν εὐγένεια, τὸ ἦθος τῆς γραφῆς του, τὸ φῶς τῆς ψυχῆς του.

«Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ψυχὴ ποιητική. Μιλάει γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴ φύση... Ἔχει εὐσπλαχνία ἀπέναντι στοὺς ἥρωές του, δυσκολεμένους, πονεμένους, ἀδικημένους, μοναχικούς. Ἀκόμη καὶ στοὺς πιὸ ἀρνητικοὺς φέρεται μὲ συγκατάβαση, μὲ κατανόηση, μ᾿ ἀγάπη. Στὰ ἔργα του κυριαρχεῖ ἡ κοινότητα... Ἀφήνει τὰ πράγματα ἀπὸ μόνα τους νὰ μιλήσουν... Ὁ Παπαδιαμάντης λειτουργεῖ ψυχοθεραπευτικά. Διαβάζοντας τὸν ὁ ἄλλος γαληνεύει, ἠρεμεῖ, συνέρχεται», σημειώνει στὸ βιβλίο του «Παπαδιαμαντικοὶ λόγοι» ὁ ἱερέας Ἀνανίας Κουστένης.

Γαλήνιος παρατηρητὴς τοῦ ἀνθρώπινου καὶ φυσικοῦ τοπίου, λόγιος καὶ λαϊκός, γήινος καὶ ρεμβώδης, φωτεινὸς καὶ σκοτεινός, καρτερικὸς καὶ συμπονετικός, λεπταίσθητα σκωπτικός, αἰσθαντικὸς καὶ τρυφερός, πιστὸς χριστιανός, βαθύτατα ρωμιὸς καὶ ἀσυναίσθητα οἰκουμενικός, ἀφήνει συχνὰ στὸ τέλος τῶν θεσπέσιων ἱστοριῶν του μιὰ γλυκόπικρη γεύση, μιὰ αἴσθηση χαρμολύπης.

«Ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴ φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη» γράφει στὸ διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» (1893).

* Ἡ Ἑταιρεία Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν διοργανώνει φέτος τὴν τρίτη ἀνὰ δεκαετία διεθνῆ συνάντηση στὴ μνήμη του τὸ Σεπτέμβριο στὴ Σκιάθο, μὲ τὴ συμμετοχὴ ἐκπροσώπων ἀπὸ δέκα καὶ πλέον χῶρες (Γερμανία, Ἀγγλία, Ἰταλία, Ἀργεντινή, Ρωσία κ.α.).

* Τὸ Μορφωτικὸ Ἵδρυμα τῆς ΕΣΗΕΑ τιμᾶ τὴ μνήμη του μ᾿ ἐκδήλωση ποὺ θὰ γίνει τὴν 1η Μαρτίου στὸν «Παρνασσό», μὲ βασικοὺς ὁμιλητές τους καθηγητὲς Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Στέλιο Παπαθανασίου.

* Ἀγρυπνία γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς γέννησής του θὰ γίνει στὶς 3 Μαρτίου στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου στὴν Πλάκα.

 

ΔΝΤ... Βενετίας καὶ ἐργολαβίες βουλευτῶν

Ὁ πολιτικός του λόγος, σχεδὸν ἄγνωστος, εἶναι ὀργισμένος καὶ ἐντελῶς σημερινός. Ἔγραφε τὸ 1896: «Τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος» Ἡ πολιτικὸ-κοινωνικὴ κριτικὴ τοῦ Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου στὰ γραπτά του εἶναι ἴσως ἡ πιὸ ἀφανὴς πλευρά του.

Μένεις ἔκθαμβος ὅταν περιγράφει τό... ΔΝΤ τῆς μεσαιωνικῆς ἐποχῆς καὶ τὴν κατακτητικὴ πολιτική του. Ὅταν στηλιτεύει τοὺς Ἕλληνες πολιτικοὺς γιὰ κομπίνες, λοβιτοῦρες, ἐξυπηρέτηση «δικῶν» τους, γιὰ ἐπιδιωκόμενες ἐργολαβίες μεγάλων ἔργων. Δὲν ξεχνάει νὰ ἐπικρίνει αἰώνια ἐλαττώματα τοῦ Ἕλληνα, ὅπως ὁ ξενισμὸς καὶ ὁ πιθηκισμός του. Ὁ πολιτικὸς λόγος του ἐπίκαιρος ὅσο ποτὲ γιὰ τοὺς... ἐμπόρους τῶν ἐθνῶν, γιὰ τοὺς ἀνάλγητους κι ἀνεύθυνους πολιτικούς μας.

Ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ «Οἰωνὸς» στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» (1η Ἰανουαρίου 1896):

«Εἷς οἰωνὸς ἄριστος. Ἀλλὰ τίς ἔβαλεν εἰς πράξιν τὴν συμβουλὴν τοῦ θειοτάτου ἀρχαίου ποιητοῦ; Ἐκ τῆς παρούσης ἡμῶν γενεᾶς τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης;

Ἠμήνθυσαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους; Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεοκοπίας.

Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.

Καὶ σήμερον, νέο ἔτος ἄρχεται. Καὶ πάλιν τί χρειάζονται οἱ οἰωνοί; Οἰωνοὶ εἶναι τὰ πράγματα. Μόνον ὁ λαὸς λέγει: ῾Κάθε πέρσι καλύτερα᾿. Ἂς εὐχηθῶμεν τὸ ἀρχόμενον ἔτος νὰ μὴ εἶναι χειρότερον ἀπὸ τὸ ἔτος τὸ φεῦγον».

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἱστορικῆς ὑφῆς μυθιστόρημά του «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν», ποὺ διαδραματίζεται στὸ Αἰγαῖο Πέλαγος τὴν ἐποχὴ τῆς κυριαρχίας τῶν Βενετῶν ἐν ἔτει 1199 (πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα «Μὴ Χάνεσαι», 5 Νοεμβρίου 1882 - 8 Φεβρουαρίου 1883).

«Τί ἐζήτει ἡ Βενετία πέμπουσα τοὺς στόλους τούτους εἰς τὸ Αἰγαῖον; Ὅ,τι ζητεῖ ὁ σφαγεὺς παρὰ τοῦ θύματος, τὰς σάρκας αὐτοῦ, ἵνα κορέσῃ τὴν πεῖναν του. Διατί αἱ ἰδιωτικαὶ αὗται καὶ κεκυρωμέναι μὲ τὰ σήματα τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἐπιχειρήσεις; Διατὶ οἱ τοσοῦτοι ἐργολάβοι τῶν κατακτήσεων, τῶν ὡς διὰ δημοπρασίας ἐκτελουμένων;

Ἡ Βενετία προσηγόρευεν ἐαυτὴν Πολιτείαν, καὶ εἶχεν υἱοὺς τυράννους. Τοῖς ἔδιδε τὸ χρίσμα της καὶ τοὺς ἔπεμπεν ἵνα κατακυριεύσωσι τῆς γῆς. Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ πείνα παρήγαγε τὴν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν ληστείαν. Ἡ ληστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα, πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου... καὶ διὰ τῆς βίας.

Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι, οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δὲ οὕτω τοὺς λεγομένους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφω σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των».

Ἀπὸ τὸ ἐκτενὲς διήγημά του «Οἱ Χαλασοχώρηδες» (πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα «Ἀκρόπολις» 12-22 Αὐγούστου 1892). Σ᾿ αὐτὸ καταγράφει τὰ ἐκλογικὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς, τὴν ὑφαρπαγὴ ψήφων μὲ ὑποσχέσεις, ρουσφέτια, ἐκβιασμούς, περιγράφοντας παράλληλα κομματάρχες καὶ ὑποψήφιους βουλευτές.

«Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος εἶχαν τὸ λύειν καὶ τὸ δεσμεῖν εἰς τὰ δύο κόμματα, ἔταζαν ῾φούρνους μὲ καρβέλια᾿... Πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα στὴ λαδιά, ἠξεύρουν πῶς νὰ κυνηγοῦν τὸ πλιάτσικο...

Κατὰ τὴν πρώτην σύνοδον τῆς Βουλῆς, ὁ Γεροντιάδης ἐφρόντισε νὰ διορίσῃ εἰς μικρὰς ἢ μεγάλας θέσεις ὅλους τοὺς ἀνεψιούς του, ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν, καθὼς καὶ δύο ἐξαδέλφους του καὶ τρεῖς δεύτερους ἐξαδέλφους του, ὡς καὶ δύο κουμπάρους, καὶ τὸν υἱὸν τῆς κουμπάρας του, καὶ τὸν ἀδελφὸν τῆς ὑπηρετρίας του, καὶ ἄλλους.

Κατὰ τὴν δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε νὰ ἀκυρώσῃ δικαστικῶς ὅλα τα ἐνοικιαστήρια τῶν οἰκιῶν τῶν ἀντιπάλων του, ὡς δημοσίων γραφείων, καὶ νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν μίαν οἰκίαν του ὡς ἐπαρχεῖον, τὴν ἄλλην ὡς ἑλληνικὸν σχολεῖον, καθὼς καὶ τῆς τρίτης μεγάλης παραθαλασσίας οἰκίας του, τὸ μὲν ἄνω πάτωμα ὡς ἐφορίαν, τὸ δὲ κάτω πάτωμα ὡς λιμεναρχεῖον...

Κατὰ τὴν τρίτην σύνοδον ἐπρόφθασε κ᾿ ἔβαλε δύο ἐκ τῶν υἱῶν του ὑποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων... Ὅσον διὰ τὴν κόρην του, αὐτὴν τὴν εἰσήγαγε εἰς τὸ ῾Σκολειὸ τῆς Ἀμαλίας᾿, ὡς ἀσφαλέστερον... Καὶ ἄλλα ἀκόμη θὰ κατόρθωνε, διότι ἡ Βουλὴ ἐκείνη παραδόξως ἐφαίνετο ἔχουσα ῾μέρες ἀπ᾿ τὸ Θεὸ᾿ διὰ νὰ ζήσῃ. Δυστυχῶς, καὶ παρ᾿ ἐλπίδα, διελύθη, τέταρτον μήνα τῆς Γ´ συνόδου ἄγουσα...

Ὅ,τι ἀπετέλει τὴν δύναμιν τοῦ Ἁλικιάδου ἦτο ὁ πόθος ὑφ᾿ οὗ ἐφλέγετο νὰ φανῇ χρήσιμος εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν δημοσίων ἔργων τῆς ἐπαρχίας. Ἐν πρώτοις, ὑπῆρχεν ἡ ἐθνικὴ ὁδός, ἡ προκηρυσσομένη ἑκάστοτε ὡς μέλλουσα νὰ κατασκευασθῇ παρὰ τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας πόλιν.

Ἐκεῖθεν, ἂν ἐξελέγετο βουλευτής, θὰ εἶχε τὴ μερίδα τοῦ λέοντος. Ἀπὸ τώρα εἶχεν ἀρχίσει νὰ συνεταιρίζεται κρυφὰ μὲ τοὺς ἐργολάβους. Κατὰ τὴν πρώτην βουλευτείαν του ὁλόκληρον δάσος τὸ εἶχε κάμει ἰδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Μὲ τὸν ἔφορον, τὸν ὁποῖον εἶχε φέρει εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, εἶχε προεξηγηθῆ σαφέστατα: ῾Θὰ σὲ διορίσω, ἀλλὰ φόρον δὲν θὰ βεβαιώσῃς ἀπὸ τὴν ξύλευσιν τοῦ δάσους᾿».

Ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων» (1896).

«Ἡ λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ μὴ περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῇ ὁ πιθηκισμός, ὁ φραγκισμός... Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια, καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. Ἂς σταθμίσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην».

 

Τὰ αἰσθησιακὰ ὄνειρα ἑνὸς κοσμοκαλόγερου

«Τὶς δύναται νὰ ἐξιχνιάση τῆς γυναικείας ἰδιοσυγκρασίας τὰ μυστήρια;» (ἀπὸ τὸ διήγημά του «Ἡ νοσταλγός»). Οἱ γυναῖκες στὴν ἀνθρωπογεωγραφία τοῦ λογοτεχνικοῦ σύμπαντός του Παπαδιαμάντη παίζουν καθοριστικὸ ρόλο.

«Γυναῖκες πονεμένες καὶ ἀδικημένες, καμένες καὶ στερημένες... Ἀγέρωχα πένθιμες, ὑπέροχα μυστηριώδεις, ἀνέμελα σοβαρές... Γερόντισσες σεβάσμιες, πρόσωπα τῆς ἀγρύπνιας καὶ τῆς μέριμνας... Κουβαλοῦν τὸ σταυρό τους μὲ βαθιὰ ὑπομονή, μὲ ἐλπίδα, μὲ πόνο, ὄχι ὅμως μὲ φόβο. Κορίτσια σεμνὰ καὶ ὄμορφα. Πλάσματα γήινα, κάποτε ποθητά, κάποτε ὄντα ὀνειρικά. Ἐρατεινὲς ὑπάρξεις, ποὺ ἐμψυχώνουν χλοεροὺς καὶ διανθεῖς κάμπους, ὄνειρα στὸ κύμα» (Ἄγγελος Μαντᾶς στὸν πρόλογο τῆς ἀνθολογίας «Γυναῖκες τῆς προσμονῆς καὶ τοῦ καημοῦ», ἐκδόσεις «Ἁρμός»).

Γυναῖκες τῶν βασάνων, τοῦ μόχθου, τῆς ὑπομονῆς: ἡ Φραγκογιαννοὺ («Φόνισσα»), ἡ θειὰ Ἀχτίτσα («Σταχομαζώχτρα»), ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα («Χωρὶς στεφάνι»), ἡ Ἀκριβούλα («Τὸ μυρολόγι τῆς φώκιας»), ἡ Πλανταροὺ («Φῶτα ὁλόφωτα»).

Στὸν ἀντίποδα τῆς νιότης, τοῦ κάλλους, τοῦ ἐρωτικοῦ καημοῦ: Ἡ Λιαλιώ («Ἡ νοσταλγός»), ἡ Ματὴ «(Ἔρως-ἥρως»), ἡ γειτόνισσα Πολυλογοῦ («Ὁ ἔρωτας στὰ χιόνια»), ἡ Πούλια («Τ᾿ ἀστεράκι»).

Ἐδῶ παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ δύο ἀντιπροσωπευτικὰ διηγήματά του γιὰ τὴ νοσταλγία τῶν ἐφηβικῶν χρόνων, τὸ πρῶτο σκίρτημα τοῦ ἔρωτα, τὸν τρυφερὸ θαυμασμὸ γιὰ τὴν κρουστὴ θηλυκὴ ὀμορφιά.

* Στὸ «Ὁλόγυρα στὴ λίμνη» (1892) κάποιος θυμᾶται τὰ παιδικά του χρόνια. Τότε ποὺ δεκατετράχρονος μὲ τὸ συνομήλικο φίλο του Χριστοδουλῆ ἦταν ἐρωτευμένοι ἀμφότεροι μὲ τὴ λίγο μεγαλύτερή τους Πολύμνια. Νὰ πῶς περιγράφει τὴν περικαλλῆ μορφή της ὅταν τοὺς πλησίασε μὲ τὸν μικρότερο ἀδελφό της ζητώντας τους νὰ τῆς βροῦν «λίγα ἴτσια» (μενεξέδες) καὶ τὰ δύο ἀγόρια ξαμολήθηκαν γιὰ νὰ τῆς τὰ μαζέψουν.

«Ὁποῖον λεπτοφυὲς σῶμα ἐσκέπαζεν ἡ λειομέταξος ὀρφνὴ ἐσθής! Πῶς διεγράφετο ἁρμονικῶς ἡ μορφή της μὲ χνοώδη πάλλευκον χρῶτα καὶ τὰ ἐρυθρὰ μῆλα τῶν παρειῶν, μὲ τὸν μελίχρυσον λαιμὸν καὶ μὲ τὸ ἐλαφρῶς κολπούμενον στῆθος της! Πόσον ἀβραὶ ἦσαν αἱ χεῖρες, καὶ πόσον μελωδικὴ ἔπαλλεν εἰς τὸ οὖς σου ἡ θεσπεσία φωνή της!

Ἡ ξανθοπλόκαμος κόμη ἀτημέλητος ὀλίγον, ὡς νὰ ἐβιάσθη νὰ καλλωπισθῇ διὰ νὰ ἐξέλθῃ καὶ ἀπολαύσῃ τὴν θαλασσίαν αὔραν καὶ τὸν τερπνὸν τῆς ἀμμουδιᾶς περίπατον, ἀερίζετο ἀπὸ τὴν πνοὴν τοῦ Βορρᾶ, καὶ τὸ ὄμμα της, μὲ τὰ μακρὰ ματόκλαδα ὡς πτεροφόρος ὀϊστός, σ᾿ ἐσαΐτευε γλυκὰ εἰς τὴν καρδίαν.

Ἐνθυμεῖσαι! Ὁποῖον αἴσθημα ἐδοκίμασες τότε, καὶ πῶς, δεκατετραετὴς μόλις, ἠρωτεύθης ἤδη; Ἡ Πολύμνια σοῦ ὠμίλησεν! Ἡ Πολύμνια σ᾿ ἐκάλει ὀνομαστί! Ὁποία παιδικὴ μέθη...».

* Στὸ «Ὄνειρο στὸ κύμα» (1900) ἐνήλικος δικηγόρος ἐνθυμεῖται τὰ ἐφηβικά του χρόνια ὅταν ἦταν βοσκὸς στὸ νησί του. Μιὰ σεληνόφωτη νύχτα τοῦ Αὐγούστου ψάχνοντας μιὰ χαμένη κατσίκα βλέπει τυχαία ἀπὸ ἕνα λοφίσκο τὴ νεαρὴ Μοσχούλα νὰ κολυμπᾶ γυμνὴ στὴ θάλασσα.

«Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ὡς πέντε ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ ἄντρον, καὶ ἔπλεε, κ᾿ ἔβλεπε τώρα πρὸς ἀνατολάς, στρέφουσα τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος μου. Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης.

Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κύμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπὰς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα. Ἠτο πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τὸ κύμα· ἦτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων... Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν ἐσκεπτόμην πλέον τὰ ἐπίγεια».