Δημήτρης Πετσετίδης - Καθηγητὴς Παπαδιαμάντης
Πηγή: Ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, Σάββατο 2 Ἰουλίου 2011
Ἐπιμέλεια ἀφιερώματος «τὸ ἄγγιγμα τοῦ Σκιαθίτη»: Μισὲλ Φάις
Τὰ 160 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἀλέξανδρου Ἐμμανουὴλ Παπαδιαμάντη καὶ τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ξαναθυμηθοῦμε τοὺς ἡδεῖς γρίφους τῆς γραφῆς του.
Ἡ νέα στήλη «Τὸ ἄγγιγμα τοῦ Σκιαθίτη» ἀπευθύνθηκε σὲ 25 δημιουργοὺς μιᾶς μεγάλης ἐκφραστικῆς βεντάλιας (πεζογράφους, ποιητές, δοκιμιογράφους, ἐπιμελητές, μεταφραστές, ἠθοποιούς, σκηνοθέτες θεάτρου καὶ κινηματογράφου, μουσικούς, εἰκαστικούς, ἀρχιτέκτονες κ.λπ.) ζητώντας τους τὸ ἄγγιγμα τοῦ οἰκεία ἀπόμακρου Σκιαθίτη στὸ ἔργο τους, στὴ μνήμη τους, στὴν ἁπλὴ καθημερινότητα.
Ἔτσι, συγκεντρώσαμε κείμενα, πέραν τῶν ἁγιογραφικῶν ἢ ἀντι-ἁγιογραφικῶν προσλήψεων τοῦ Παπαδιαμάντη· κείμενα ποὺ ἀντανακλοῦν τὸ πρόσωπο καὶ τὴ φωνή, δηλαδὴ τὴ ζωντανὴ παρουσία τοῦ σπουδαίου εὐρωπαίου διηγηματογράφου, μέσα ἀπὸ ἐκμυστηρευμένες στιγμές τους στὸ μυθικὸ παπαδιαμαντικὸ σύμπαν· κείμενα-ψηφίδες μιᾶς ἀναγνωστικῆς κοινότητας, μιᾶς ἀναγνωστικῆς παραμυθίας, μιᾶς ἀναγνωστικῆς ἀναδημιουργίας.
Εἶναι κάτι φορὲς ποὺ μὲ πιάνει δυσθυμία ὅταν κάποιος νεόκοπος πεζογράφος ἐρωτώμενος ἀπαντᾶ ὅτι δάσκαλός του στὴν εὐγενικὴ ἐνασχόληση μὲ τὴ διηγηματογραφία ὑπῆρξε ὁ Παπαδιαμάντης. Καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ εὐάριθμο πλῆθος περιπτώσεων θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ προσπεράσει τὸ θέμα, φοβᾶμαι ὅμως ὅτι πρόκειται περὶ θεσμοθετημένου κανόνος. Δάσκαλος τῶν πάντων ὁ Παπαδιαμάντης, ὁμοῦ μετὰ τοῦ Βιζυηνοῦ.
Ἀτυχῶς ἐγὼ δὲν εἶχα τὴν εὐτυχία στὰ πρῶτα μου διαβάσματα νὰ ἀπολαύσω τὴ γοητεία τῆς γραφῆς τοῦ Παπαδιαμάντη. Θυμᾶμαι ἕνα διήγημά του, ἐν διασκευή, σὲ ἕνα παιδικὸ περιοδικὸ στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿50: Τὸ σπίτι τῆς κοκκώνας, τότε ποὺ στὴν ἐπαρχιακὴ πόλη ὅπου ζοῦσα ἡ λέξη «κοκόνα» ἄλλη σημασία εἶχε στὴν ντοπιολαλιὰ τῆς παιδικῆς μου παρέας.
Ἔτσι, ἀφοῦ οἱ δάσκαλοί μας εἶναι τὰ διαβάσματα, δὲν βρέθηκαν στὸν δρόμο μου, στὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ ἄρχισα νὰ διαβάζω μὲ πάθος λογοτεχνικὰ κείμενα, οὔτε τὰ γραφτὰ τοῦ Παπαδιαμάντη οὔτε ἄλλα κείμενα ποὺ ἐκθείαζαν τὴ μαγεία τους.
Διάβαζα Ἀμερικανούς, Νοτιαμερικανούς, Ρώσους, Ἄγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους, σύγχρονους Ἕλληνες καὶ μόνο στὸν ἐκ Σκιάθου δὲν εἶχα ἐπιμελῶς μαθητεύσει.
Γιὰ πρώτη φορὰ ἔνιωσα τὴ γοητεία τοῦ Παπαδιαμάντη, ἔφηβος ὤν, ὅταν διάβασα τὸ Ὄνειρο στὸ κύμα. Ἤμην μικρὸν παιδόπουλον εἰς τὴν Σπάρτην, καὶ δὲν ἤξευρα ἀκόμη γράμμα.
Καὶ μετὰ ἐκεῖνον τὸν καταιγισμὸ ἀπὸ τὶς πλήρεις ἐρωτικῆς ἐξάψεως περιγραφὲς τῶν μελῶν τῆς ὡραίας λουομένης, ἔμενα πάντα μὲ τὴν ἀπορία διαβάζοντας τὴν ἀκροτελεύτια φράση: «Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν ἐσκεπτόμην πλέον τὰ ἐπίγεια», ἐνῶ ἐγὼ μᾶλλον ἐν ἐκ-στύσει εὑρισκόμουν.
Δὲν ξέρω ἂν τὸ Ὄνειρο στὸ κύμα εἶναι τὸ καλύτερο ἢ ὄχι διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐγὼ πάντως τὸ θεωρῶ κορυφαῖο, καὶ ὁ ἀπόηχος τῆς γοητείας του μὲ συνοδεύει ἔκτοτε μιὰ ζωή.
Ὕστερα ἦρθε ἡ Φόνισσα, μὲ τὸ δραματικὸ τέλος της νὰ πληρώνει τὰ ἐπιχείρα τῆς φριχτῆς πράξης της. Καὶ νέος ἀκόμη, τότε, συλλογιζόμουν καὶ ἔβγαζα ὀδυνηρὰ συμπεράσματα, ὅταν εὐρέως διεδίδετο, στὴν περιοχὴ ὅπου ἔτυχε νὰ ζῶ, ὅτι ἀμνηστευθεὶς διὰ βουλευμάτων δολοφόνος μετήρχετο ἀνάλογες πρὸς τὴ «Φόνισσα» πρακτικές.
Σήμερα διαβάζω μὲ πάθος τὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη. Δὲν μὲ ἐνδιαφέρουν οἱ ἐναντίες κριτικές, οὔτε τὰ περὶ τῆς γλώσσης του, οὔτε ἂν αὐτοβιογραφεῖται.
Γιατὶ, ὕστερα ἀπὸ χρόνια μελέτης καὶ δοκιμῶν, κατέληξα στὸ συμπέρασμα ὅτι ὅλοι ἀνεξαιρέτως ὅσοι γράφουν λογοτεχνικὰ κείμενα, δὲν κάνουν ἄλλο τι ἀπὸ τὸ νὰ αὐτοβιογραφοῦνται. Μιλώντας γιὰ τὸν πραγματικὸ ἐαυτόν τους ἢ γιὰ ἕνα σωρὸ ἄλλους φανταστικοὺς ἑαυτοὺς ποὺ κουβαλοῦν μαζί τους.
Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ δίνει ὀμορφιὰ καὶ ἐξυψώνει τὸν ἀναγνώστη ἑνὸς διηγήματος δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐπεξεργασία τοῦ θέματος, ἀπὸ τὴν τεχνική. Καὶ μὲ τὴν ἐκπληκτικὰ εὐρηματικὴ τεχνική του ὁ Παπαδιαμάντης, πράγμα ποὺ ἔχει ἐπισημάνει στὸ θαυμάσιο βιβλίο τοῦ ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς ὁ Ἡ. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὴν ἁπλὴ ἠθογραφικὴ περιγραφὴ καὶ τὴν ἄνευρη ἐξιστόρηση τοῦ βιώματος.
Τὰ δύο ὀρφανὰ κρύωναν, καὶ πῶς νὰ μὴ θυμᾶμαι τὸ κρύο τὶς ἄγριες χειμωνιάτικες νύχτες στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς, ποὺ σημάδεψαν τὴ μετέπειτα ζωή μας, καὶ ἡ Σταχομαζώχτρα... «τοῖς εἶπε νὰ φυσήσωσιν ὑποκάτω τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν».
Κάπου τυχαίνει νὰ συμπλέουν οἱ ζωές μας μὲ τὸν Παπαδιαμάντη. Ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀσήμαντη ἐπαρχιακὴ πόλη, μὲ παραθεριστικὰ διαλείμματα στὸ χωριὸ τῆς μητέρας μου, στὴν Ἀθήνα, μὲ δύσκολα φοιτητικὰ χρόνια. Σὲ ὑπόγεια διαμερίσματα, συγκάτοικος μὲ ἄλλους ταλαίπωρους ἐπαρχιῶτες φοιτητές. Καὶ ἐπιστολές, γράμματα γιὰ αἰτήσεις πρὸς κάλυψη ἑνὸς πλήθους ἀναγκῶν.
Γιὰ τὴ γοητεία τῆς γραφῆς του καὶ γιὰ τὴν ἀπόλαυση τῶν κειμένων του δὲν βρίσκω τί θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ περισσότερο ἀπὸ τὴν παρακάτω σημείωση τοῦ Ἐλύτη:
«Τ᾿ ἀμπέλια καὶ τὰ κύματα, οἱ ἄνεμοι καὶ τὰ πλεούμενα ποὺ αὐλακώνουν νύχτα-μέρα τὶς ἱστορίες του δὲν χρησιμεύουν σὰν ἁπλὸ φόντο στοὺς ἥρωές του. Εἶναι τὰ συγκεκριμένα ἀνάλογά των αἰσθημάτων του, μετέχουν στὴ διαδραμάτιση καί, σὲ ἔσχατη ἀνάγκη, ἐμφανίζονται σὰν φορεῖς ἠθικῶν ἀξιῶν. Ἀκριβῶς ὅπως οἱ γέροντες κι οἱ γερόντισσες, οἱ καπετάνιοι κι οἱ ψαράδες, οἱ κοπέλες καὶ τὰ παιδιά, γίνονται κι ἐκεῖνα στὰ χέρια του ἄλλες τόσες καθαρὲς μονάδες, ποὺ ἀστράφτουν σὰν ἀσημένια κέρματα καὶ βγάζουν, ἐὰν τὰ χτυπήσεις, τὸν ἴδιο καθαρὸ ἦχο μὲ τὶς ἀνθρώπινες ψυχές».
Ἔτσι, μπορεῖ νὰ μὴν ὑπῆρξε ὁ Παπαδιαμάντης δάσκαλός μου στὰ πρῶτα πεζογραφικά μου γυμνάσματα, ὑπῆρξε ὅμως καθηγητὴς εἰς τὴ διὰ βίου μάθηση.