Στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀλέξανδρου (τρισάγιο γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη)
Σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ καφενέ, μάτια βασιλεμένα,
Ἀπ᾿ τὸν καπνὸ τοῦ ναργιλὲ κι ἀπὸ τοῦ λιβανιοῦ,
Νὰ ἀραδιάζεις σὲ παλιὰ χαρτιὰ κιτρινιασμένα,
Μαῦρα ψηφιὰ ψαλτάδικα, σκαλίσματα τοῦ νοῦ.
Γι᾿ ἀνθρώπων πάθια νὰ μιλᾶς, τῆς πίκρας τὸ φεγγάρι,
Τοῦ κύματος τὰ ὀνείρατα, τῆς λίμνης τὸ νερό·
Νὰ ξεμπερδέψεις προσπαθεῖς τοῦ κόσμου τὸ κουβάρι,
Μὰ ἄλλα πάθια μυστικὰ πὼς σκέφτεσαι θαρρῶ.
Σὰν ἁμαρτίας φάντασμα ὁ ἄλλος ἐαυτός σου
Σέρνει ξωπίσω του ξωθιές, στοιχειὰ κι ἀερικά·
Ὅση δὲν ἔζησες ζωὴ βαθιὰ βρυχᾶται ἐντός σου
Καὶ ποῦ νὰ τὴν ξαγορευτεῖς, γιὰ νά ῾βρεις γιατρειά;
Λάμα παλιὰ στὰ σωθικὰ ποὺ σ᾿ ἔχει μακελέψει·
Καὶ στῆς Φαρμακολύτριας τὴν ἀργυρὴ ποδιά
Προσπέφτεις κάθε σούρουπο νὰ σὲ γιατροπορέψει·
Νά ῾ταν νὰ βγεῖ, μὰ νὰ μὴ βγεῖ, ἀφοῦ γλυκοπονᾶ...
Φύγαν τὰ ρόδα τῆς χαρᾶς, μείναν τ᾿ἀγκάθια μόνο
Καὶ ξεψυχῆσαν οἱ ξωθιὲς στὰ χείλια τῆς πηγῆς·
Καὶ σύ, τρελέ, ποὺ λαχταρᾶς τῆς μαχαιριᾶς τὸν πόνο
Ζῆσε καὶ πέθανε μ᾿αὐτόν, καὶ ῾δῶ μὴν ξαναρθεῖς...