Ἑλένη Πολίτου-Μαρμαρινοῦ - Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (ἀποσπάσματα)
Ἀφηγηματικὴ Τεχνικὴ στὸν Παπαδιαμάντη
(Πολίτου-Μαρμαρινοῦ Ἑλ., 1996, «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης», [παρουσίαση-ἀνθολόγηση]: ΑΑ.VV., Ἡ παλαιότερη πεζογραφία μας. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὡς τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο πόλεμο, Ἀθήνα: Σοκόλης, τόμος Ε´ [1880-1900], σελ. 130-133:144,145)
Ὅλες οἱ ἱστορίες στὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη διαδραματίζονται στὴ σύγχρονη μὲ τὸν συγγραφέα πραγματικότητα ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του. Ἡ σύνδεση τοῦ χρόνου τῶν ἱστοριῶν μὲ τὸν χρόνο μιᾶς ἀντικειμενικῆς, ἐξωτερικῆς πραγματικότητας γίνεται φανερὴ ἀπὸ τὸ πρῶτο κιόλας διήγημα μὲ τὴν παράθεση συγκεκριμένης, σχεδόν, χρονολογίας […].
Ἰδιαίτερη καὶ ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις σημαντικὴ κατηγορία συγκροτοῦν τὰ διηγήματα, στὰ ὁποῖα ὁ ἀφηγητὴς παρουσιάζει σὲ πρῶτο πρόσωπο τὴ δική του ἱστορία ἢ μιὰ ἱστορία ὅπου ὁ ἴδιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κεντρικοὺς ἥρωες […].
Ὅσα συγκροτοῦν τὴν ἀφήγηση στὰ «πρωτοπρόσωπα» αὐτὰ διηγήματα δὲν διαδραματίζονται πιὰ ἁπλὰ καὶ μόνο στὴν ἐποχὴ τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἀποτελοῦν κομμάτι τῆς ζωῆς του. Δὲν εἶναι λοιπόν, παράξενο τὸ ὅτι τὰ διηγήματα αὐτὰ ἔχουν χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τὴν κριτικὴ «αὐτοβιογραφικὰ» καὶ ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἄντληση πληροφοριῶν ἢ τὴν ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων ποὺ ἀφοροῦν τὴ ζωὴ τοῦ συγγραφέα τους, ἐρωτικὴ καὶ μή, τὴν προσωπικότητα, τὸν ψυχισμὸ ἢ τὴ δοκιμασία τοῦ ἠθικοῦ του κόσμου. […].
Ὁ τόπος ὅπου διαδραματίζονται οἱ ἱστορίες τοῦ Παπαδιαμάντη, μὲ ἄλλα λόγια τὸ σκηνικὸ μέσα στὸ ὁποῖο ξετυλίγεται ἡ δράση τῶν διηγημάτων του, εἶναι κατὰ πρῶτο, βέβαια, λόγο ὁ τόπος τῆς γεννήσεώς του, ἡ Σκιάθος, «νησὶ ἑλληνικό», ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀθήνα, δεύτερή του πατρίδα, ὅπου ἔζησε «ὑπὲρ τὸ ἥμισυ τῆς ζωῆς του» […]. Οἱ δύο λοιπὸν αὐτοὶ τόποι τῆς διηγηματογραφίας του συνθέτουν μαζὶ μὲ τὸ χρόνο της, τὸν βιωμένο χωρόχρονο, ἀπ᾿ ὅπου ὁ συγγραφέας ἀντλεῖ διαρκῶς τὸ προκειμενικὸ ὑλικό του.
Τὴν Σκιάθο ὁ Παπαδιαμάντης περιγράφει ἀπὸ κάθε δυνατὴ πλευρὰ καὶ μὲ τόσο πιστὸ καὶ ἀναπαραστατικὸ τρόπο, ὥστε ὁ ἀναγνώστης του εἶναι σχετικὰ εὔκολο νὰ ταυτίσει τὸ σκηνικὸ πολλῶν διηγημάτων μὲ τὰ πραγματικὰ σκιαθίτικα τοπία. Τὰ τελευταῖα παρουσιάζονται στὸ κείμενο ἄλλοτε πανοραμικά, ἀπὸ ἕναν ὑψηλότερο ἢ μακρύτερο σημεῖο θέσης. […] καὶ ἄλλοτε μὲ μεγεθυντικὴ καὶ σχεδὸν φωτογραφικὴ ἑστίαση σὲ χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες […].
Κάθε τι ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐσωτερικοὺς σκιαθίτικους τόπους καὶ χώρους ἀξιοποιεῖται ἀπὸ τὸν συγγραφέα γιὰ τὶς διαφορετικὲς κάθε φορὰ σκηνογραφικὲς ἀνάγκες τοῦ διηγήματος καὶ ὅλα τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα καὶ τὰ ὀνόματά τους: Τὸ λιμάνι καὶ τὸ χωριό, τὰ νησάκια καὶ οἱ ὅρμοι, οἱ ἀμμουδιὲς καὶ οἱ βράχοι, τὰ βουνὰ καὶ οἱ ρεματιές, τὰ μοναστήρια καὶ τὰ ξωκκλήσια, τὰ σπίτια, τὰ μαγαζιὰ τοῦ λιμανιοῦ καὶ οἱ ταβέρνες, τὰ κοιμητήρια καὶ οἱ καλύβες τῶν βοσκῶν, οἱ κῆποι καὶ οἱ σπηλιές. Εἰδικὰ ἡ θάλασσα, στοιχεῖο ἀναπόσπαστό του νησιοῦ καὶ τῆς ζωῆς τῶν κατοίκων του, εἶναι ἐπίμονα καὶ μὲ ποικίλους τρόπους παροῦσα […].
Παράλληλα μὲ τὴν ἀκινητοποίηση τοῦ χρόνου βαίνει, στὸ τυπικὸ παπαδιαμαντικὸ διήγημα, καὶ ἡ ἔλλειψη ἔντονης καὶ φανερῆς δράσης. Αὐτὸ ὀφείλεται εἴτε στὸν ἀσήμαντο ἢ καὶ ἀνύπαρκτο μύθο […]
Εἴτε στὴν ἐσωτερίκευση τῆς δράσης καὶ τὴν ἀντικατάστασή της μὲ «γεγονότα» τοῦ ψυχικοῦ βίου πρὸς ὄφελος τῶν χαρακτήρων […].
Οἱ ἥρωες καὶ οἱ ἡρωίδες τοῦ Παπαδιαμάντη, πράγματι, ἀντὶ νὰ δροῦν, παραδίδονται συχνὰ στὶς σκέψεις καὶ τὶς ἀναμνήσεις τους, στοχάζονται γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ παρελθόν τους, ἀποκαλύπτοντας ἀόρατες ψυχικὲς διεργασίες ποὺ διαγράφουν μιὰ ἔντονη ἐσωτερικὴ ἀλλαγή, ἀποτέλεσμα τῆς σταδιακῆς τους συνειδητοποίησης καὶ αὐτογνωσίας […]. Μὲ τὴν τεχνικὴ αὐτὴ τὸ παπαδιαμαντικὸ διήγημα διαψεύδει τὶς προσδοκίες γιὰ κίνηση μέσα στὸ χρόνο ποὺ δημιουργεῖ τὸ ρεαλιστικὸ πεζογράφημα, ὑποχρεωμένο νὰ «ἀφηγηθεῖ μιὰ ἱστορία», καὶ δίνει ἀντίθετα στὸν ἀναγνώστη τὴν ἐντύπωση μιᾶς στοχαστικῆς στάσης, μέσα στὸν χρόνο, μὲ τὴν ὁποία, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸ λυρικὸ ποίημα, ἀποτυπώνεται ἕνα βίωμα ἢ ἀποκαλύπτεται μιὰ ψυχικὴ κατάσταση.
Τὴ στατικότητα τοῦ διηγήματος ἐνισχύει καὶ ὁ τρόπος παρουσίασης τοῦ σκηνικοῦ μὲ τὶς χαρακτηριστικὲς ἐκτενεῖς παπαδιαμαντικὲς περιγραφὲς ποὺ ἀναστέλλουν τὴ δράση. Ἡ λειτουργία τῶν περιγραφῶν αὐτῶν, στὶς ὁποῖες ἐκδηλώνεται μὲ ὅλη της τὴν ἔνταση ἡ ποιητικότητα τῆς παπαδιαμαντικῆς γλώσσας, δὲν περιορίζεται στὴ μετάδοση τῶν ἀναγκαίων ρεαλιστικῶν πληροφοριῶν γιὰ τὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦν, κινοῦνται καὶ δροῦν οἱ χαρακτῆρες. Οἱ περιγραφὲς ἐπιτελοῦν καὶ μιὰ λειτουργία ὁδηγητικὴ γιὰ τὸν ἀναγνώστη, ὥστε νὰ συλλάβει τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ διηγήματος. Αὐτὸ γίνεται δυνατὸ κάθε φορὰ ποὺ τόποι, τοπία ἢ ἐξωτερικὲς εἰκόνες, ἐπειδὴ περιγράφονται μὲ τρόπο ἀφαιρετικὸ ἢ μεταφορικὸ ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν ἀναλογία τους μὲ κάτι ἄλλο, ἀνάγονται τελικὰ σὲ σύμβολα ποιητικά […].
Σὲ ἄλλες περιπτώσεις πάλι μιὰ ἐξωτερικὴ εἰκόνα τῆς φύσης περιγράφεται ρητὰ ἢ ὑπαινικτικὰ μὲ βάση τὴν ἀναλογία πρὸς τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ ἥρωα, ἀποκτᾶ δηλαδὴ τὴ λειτουργία «ἀντικειμενικῆς συστοιχίας», ποὺ ἔδωσε στὴν εἰκονοποιία του ὁ Συμβολισμός.
Ἡ γλώσσα τοῦ Παπαδιαμάντη
(Πολίτου-Μαρμαρινοῦ Ἑλ., 1997, «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Ἡ παλαιότερη πεζογραφία μας. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὡς τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο πόλεμο, Ἀθήνα: Σοκόλης, τόμος ΣΤ´, σελ. 135-136)
«Ἡ γλώσσα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι, κατὰ τὸν Ἄγρα, “ἡ τελευταία ἄνθηση τῆς καθαρεύουσας στὰ ἑλληνικὰ γράμματα”. Θησαυρισμένη ἀπὸ “ἀπανωτὰ στρώματα παιδείας” (κατὰ τὸν Ἐλύτη) -τὸν Ὅμηρο καὶ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς, τὰ Ἱερὰ Γράμματα, τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας, τὸ δημοτικὸ τραγούδι- καὶ δοκιμασμένη στὴ μετάφραση Εὐρωπαίων κλασικῶν, τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἀκριβολογεῖ καὶ νὰ κυριολεκτεῖ, γιατὶ πολὺ ἀπεχθανόταν “χυδαίαν ἀκυριολεξίαν γυναίων τινῶν τοῦ ἀθηναϊκοῦ ὄχλου”. Ὁ λεξιλογικός του πλοῦτος τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἐπιλέγει κάθε φορᾶ τὴν καταλληλότερη λέξη. [...] Τὴν ἀκριβολογία τοῦ ἐπίσης ἐξυπηρετεῖ, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἀληθοφάνεια καὶ τὴν πειστικότητα τῶν ἱστοριῶν του, καὶ ἡ βαθιὰ γνώση τοῦ φυσικοῦ λαϊκοῦ προφορικοῦ λόγου, ὅπως φανερώνεται στὴν ἀποτύπωση τῶν διαλόγων, τὴ σχεδὸν φωνογραφική, μὲ τὸν ἐπιτονισμό, τὶς παύσεις καὶ τοὺς δισταγμούς τους [...], στὴν υἱοθέτηση τῆς “οἰκείας φράσης” τῶν ἀφηγητῶν [...], στὴ χρήση σκιαθίτικων ἰδιωματισμῶν [...], στὴ φυσική, τέλος, ἐνσωμάτωση τῆς ἰδιολέκτου τῆς ἐργασίας».
Ὁ παπαδιαμαντικὸς νατουραλισμός
(Πολίτου-Μαρμαρινοῦ, 1997, «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Ἡ παλαιότερη πεζογραφία μας. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὡς τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο πόλεμο, Ἀθήνα: Σοκόλης, τόμος ΣΤ´, σελ. 136-137)
«Ἡ ἄντληση τοῦ περιεχομένου τῶν διηγημάτων του ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τὴν ὁποία γνώριζε καλὰ ὡς αὐτόπτης μάρτυρας, ἡ πιστὴ ἀναπαράστασή της ὕστερα ἀπὸ προσεκτικὴ καὶ ἐκ τοῦ σύνεγγυς παρατήρηση, οἱ ὑποθέσεις- σκηνὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ χωριοῦ καὶ τῆς ὑπαίθρου, οἱ ἥρωές του, “ἕνας λαὸς ἀπὸ δουλευτάδες καὶ χασομέρηδες” (σύμφωνα μὲ τὸν Παλαμᾶ) μὲ τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα, τὶς δοξασίες καὶ τὴ θυμοσοφία τους -ὑπόστρωμα πλούσιολαογραφιας καὶ κοινωνικῆς ἀνθρωπολογίας- ὅλα αὐτὰ συνέβαλαν ὥστε ὁ Παπαδιαμάντης νὰ χαρακτηριστεῖ ἀμέσως ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του “ἠθογράφος” καὶ νὰ ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ θεωρεῖται, μαζὶ μὲ τὸν Καρκαβίτσα, “κορυφαῖος ἐκπρόσωπος τοῦ ἠθογραφικοῦ διηγήματος”. Ἤδη ὅμως ἀπὸ τὸ 1898 ὁ Παλαμᾶς ἐπισημαίνει μὲ ὀξυδέρκεια ὅτι ἡ ἠθογραφικὴ δύναμη χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη “γιὰ ξετύλιγμα κοινωνικῶν θεμάτων καὶ καυτηρίασμα τῆς ἀνθρώπινης ἀσχήμιας”, διακρίνοντας ἔτσι τὸν κριτικὸ ρεαλισμὸ τῆς παπαδιαμαντικῆς διηγηματογραφίας ἀπὸ τὸν ἤπιο ρεαλισμὸ τῆς μετὰ τὸ 1883 ἠθογραφίας, μὲ τὴν ὁποία ὑπηρετήθηκε τελικὰ μιὰ ἰδεολογία ρομαντικὴ πρὸς ἐνίσχυση καὶ ὑπογράμμιση τῆς ἐθιμικῆς συνέχειας καὶ ταυτότητας. Ἡ προφανὴς αὐτὴ κριτικὴ ρεαλιστικὴ πλευρὰ τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου τοῦ προσδίδει χαρακτήρα, μὲ τὸν ὁποῖο ὑπερβαίνει καὶ τὴν ἠθογραφία ὡς ἑλληνικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Ρεαλισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ρεαλισμό, ὡς ρεῦμα, καὶ φτάνει ὡς τὸν Νατουραλισμό, τὴ ριζοσπαστικὴ δηλαδὴ καὶ ἀκραία μετεξέλιξη τοῦ Ρεαλισμοῦ στὴ σχολὴ τοῦ Ζολᾶ».