ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1992
Ἀλληλογραφία 1 (ἐπιστολαὶ τοῦ ἰδίου)
1
Ἐν Χαλκίδι τῇ 4 7βρίου 1869.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ἐσκέφθην κακῶς μὴ μεταβὰς κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς Ἀθήνας.
Οἱ ἐπιδημοῦντες ἐκ τῶν Καθηγητῶν παριστῶσι κωμῳδίαν ἀξίαν προσοχῆς, ἀγαπῶντες ἀλλήλους, ὅπως ἡ γάττα τὸν ποντικόν. Μεταξὺ τούτων ὁ Βιαγκίνης καὶ ὁ Πυκαῖος εἶναι ἀσθενεῖς (ἀσηκωσιά των), ὁ Βώσης, ἤτοι ὁ τῶν ἱερῶν, ὁ μισῶν ἐμὲ ὅσον ἐγὼ περιφρονῶ ἐκεῖνον, ὑγιαίνει. Ὁ Κρίσπης (ὁ Γυμνασιάρχης) εἶναι πλήρης ζωῆς, διότι ἐνυμφεύθη, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα θέλει παυθῇ ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν. Ὑπολείπεται μόνος ἁπάντων ὁ ἀδελφὸς Καραγιαννόπουλος, ἀδελφὸς σχὼν ποτὲ ἀγαθὰς νύξεις ὑπὲρ ἐμοῦ, ἀλλὰ λίθος ὠχρόψυχρος, οὐδὲν ἀξιῶν ἢ σημαίνων...
Ὁ δὲ ἐμὸς Καθηγητής, ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν Καθηγητής, ὁ μόνος ἄνθρωπος εἰς ὃν μετὰ λόγου ἤλπιζον, ὑπεβιβάσθη εἰς τὸν βαθμὸν τοῦ Σχολάρχου, καὶ ἀπεστάλη περιφρονητικῶς εἰς τοὺς Παξούς, νομίζω, καὶ ταῦτα κατ᾿ εἰσήγησιν τοῦ Κυρίου Κρίσπη, ὡς ᾄδεται. Ἀμηχανῶ.
Σᾶς ἀσπάζομαι
ὁ υἱός Σας
Α. Ἀδαμαντίου
Υ. Γ. Ἐπεσκέφθην τὸν ἅγιον Ἱεροκήρυκα. Μοὶ ἀπηύθυνε πολλὰς φιλοφρονήσεις καὶ ἀποδοκιμασίας τοῦ πραξικοπήματος τῆς παραδοχῆς τοῦ πρὸς τὸν Κοιρανίδην συνδυασμοῦ ὡς Γραμματέως.
Ἐκόλασε δὲ τὸ πρᾶγμα καταλήξας εἰς τὸ πόρισμα, ὅτι πρέπει ὁ Κοιρανίδης νὰ παύσῃ ὢν ἡγούμενος καὶ οὐχὶ ὑμεῖς Γραμματεύς.
Τοῦτο δὲ θεωρεῖ κατορθωτόν.
2
Χαλκὶς τῇ 11. 7βρίου 69.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Τὴν τελευταίαν Τρίτην, 9 τοῦ ἱσταμένου ὑπέστην τὰς ἐξετάσεις, καὶ ἔτυχον τοῦ ἐνδεικτικοῦ, φέροντος τὸν βαθμὸν λίαν καλῶς καὶ κλάσμα (5 3/15), ἤτοι σχεδὸν Κάλλιστα. Καὶ ταῦτα μεθ᾿ ἁπάσας τὰς ἀτυχίας καὶ τὰς ἀποστασίας μου.
Τὴν δὲ προσεχῆ Τρίτην θέλω ἀναχωρήσῃ εἰς Ἀθήνας, ἐάν μοι στείλητε χρήματα, καὶ τὰ ἐνδύματά μου.
Σᾶς ἀσπάζομαι πάντας ὑγιαίνων.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
Υ. Γ. Φροντίσατε, παρακαλῶ, νὰ λάβητε παρὰ τοῦ γυναικαδέλφου τοῦ Καρπέτου, Νικολ. Ι. Ἀποστόλου βιβλίον μού τι, ἐπιγραφόμενον Δὸν Κισότος.
Ὁ αὐτός.
3
Ἐν Ἀθήναις τῇ 25 7βρίου 69.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ἦλθον κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν σας. Μοὶ ὑπεσχέθησαν νὰ μὲ δεχθῶσι εἰς τὸ Βʹ. Γυμνάσιον, ἐὰν μέχρι τῆς αὔριον δὲν πληρωθῶσιν αἱ θέσεις. Ἄλλως δὲ βλέπω ὅτι θέλω καταταχθῇ εἰς τὸ Αʹ. ἢ ὅτι θέλω ἐπανέλθει εἰς Χαλκίδα. Διότι κατενόησα ἤδη τὸ ἄτοπον τῆς τοιαύτης ἐκτοπίσεως. Χρήματα πολλά, ἀγωνίας μεγάλας, περιπέτειαν ἀπίθανον, χρήματα πολλά...
Σᾶς ἀσπάζομαι
ὁ υἱός Σας
Α. Ἀδαμαντίου
4
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 9 8βρίου 1869.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολὴν ὑμῶν. Εἶχον λάβει τὰς 50 δραχμὰς καὶ τὰ ἐνδύματα.
Πέμψατέ μοι, παρακαλῶ, χρήματα.
Σᾶς ἀσπάζομαι σὺν τῇ μητρὶ καὶ πᾶσιν.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
Υ. Γ. Κατῆλθον εἰς Πειραιᾶ, μαθὼν ὅτι εἶχον ἐπιστολὴν καὶ καλάθιόν τι διὰ τοῦ Μαυρογιαλῆ, ἀλλὰ ἐσφαλμένως.
Ὁ αὐτός.
5
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 22 8βρίου 1869.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολὴν ὑμῶν καὶ τὰ χρήματα. Εἴχετε δίκαιον ἀλλὰ δὲν κατώρθωσα νὰ εἰσέλθω εἰς τὸ Βʹ Γυμνάσιον, καὶ τὸ πρῶτον εἶναι κυκεών.
Ἤδη κατετάχθην εἰς τὸ τοῦ Πειραιῶς. Ὤ, ἡσυχάσατε, εἶναι τὸ αὐτό. Ἐνοικίασα δωμάτιον διὰ δρ. 8, ἀλλὰ θὰ ἐλαττώσω, θὰ περικόψω τὰ ἔξοδά μου, θὰ κάμω ὅσην δυνηθῶ οἰκονομίαν, μὴν παροργίζεσθε. Ἡ βραδύτης τῆς ἀποφάσεώς μου προῆλθεν ἐκ τοῦ ὅτι εἶχον μᾶλλον σκοπὸν νὰ ἐπανέλθω εἰς Χαλκίδα, ὅτε ἔλαβον τὴν μνησθεῖσαν σοβαρὰν ἐπιστολήν Σας. Ἄλλως τε τὸ Γυμνάσιον τοῦ Πειραιῶς εἶναι ἤδη ὑπὲρ πᾶν ἄλλο καλῶς κατηρτισμένον· τὸ προσωπικόν του συνίσταται ἐξ ἀπομάχων Γυμνασιαρχῶν, οἷον τοῦ ἰδικοῦ μου (ἐν Χαλκίδι) Σταθάκη, τοῦ Κουπιτώρη, ἕως χθὲς Γυμνασιάρχου Πατρῶν, οἵτινες εἶναι ἤδη ἁπλοῖ Καθηγηταί. Φαντασθῆτε ἐὰν εἶχον δίκαιον οἱ κύριοι φίλοι παραγγέλλοντες ὑμῖν ὅτι φοβοῦμαι τὰ μαθήματα.
Ἔχω ἀνάγκην χρημάτων. Τοῦ λοιποῦ θὰ τακτοποιηθῶ.
Σᾶς ἀσπάζομαι ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
6
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 6 9βρίου 1869.
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολὴν ὑμῶν καὶ τὸ 30δραχμον χαρτονόμισμα· ἀλλὰ διὰ νὰ τὰ λάβω ἠναγκάσθην νὰ τρέχω εἰς τὰς Ἀθήνας δίς, κλπ. Ὁ ἄνθρωπός σας ἦτον ἐκλογὴ ἐπιτυχεστάτη καθ᾿ ὅλα.
Ἐπεθύμουν, εἰ δυνατόν, νά μοι ἐστέλλετε τὰ χρήματα διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου, διότι ὁ Μανιώτης θὰ βραδύνῃ πολύ, πιθανῶς. Θέλετε εἰπῇ ἴσως σκληρόν τι, ἀλλ᾿ ἰδοὺ ὁ λογαριασμός μου ἀπὸ τῶν μέσων Ὀκτωβρίου.
Ἐκ τῶν 25 δρ. ἃς παρὰ τοῦ Ἀλ. Βαλσαμάκη ἔλαβον ἐπλήρωσα πέντε εἰς ἐνοίκιον ἐν Ἀθήναις, 6 εἰς τὸ Γυμνάσιον, 2 πρὸς μετακόμισιν τῆς ἀποσκευῆς μου ἀπ᾿ Ἀθηνῶν εἰς Πειραιᾶ. 13 ἀμέσως. Ἀλλ᾿ ἐνταῦθα ἐπικρατεῖ τὸ σύστημα τῆς προκαταβολῆς. Αἱ περιλειπόμεναι 12 δέν μοι ἤρκουν, νὰ πληρώσω τὸ ἐνοίκιον, ν᾿ ἀγοράσω τρία βιβλία, καὶ νὰ διέλθω δεκαπενθήμερον ὅλον. Εὑρέθην λοιπὸν εἰς τὴν σκληρὰν δι᾿ ἐμὲ ἀνάγκην νὰ δανεισθῶ 18 δραχ. παρὰ τοῦ Σωτηρίου, ὅστις δὲν καυχᾶται ὅτι εἶναι πλούσιος βεβαίως, καὶ οὕτως ἐπέρασα τσὶκ τσίκ, ὅπως λέγουσι, μέχρι ὅτου λάβω τὰς 30, ἐξ ὧν ἀπέδωκα τὰς μνησθείσας 18, καὶ οὕτως ἔμεινα μὲ δώδεκα, διότι δὲν ἤθελον νὰ βλέπω τὸν Κύριον τοῦτον ἀγριομουτσουνιάζοντα. Κρίνατε λοιπόν, ἐὰν διάγω ὡραίαν ζωήν... Καὶ ταῦτα μὲν οὕτως. Λυποῦμαι δέ, καὶ λυποῦμαι ἐγκαρδίως καὶ πολύ, ἐπειδὴ οὐδὲν εἰς ἐμὲ εἶναι μέτριον, λυποῦμαι διότι δὲν θέλετε νὰ ἐννοήσητε αἰωνίως, ὅτι οὐδεμίαν ἔχω ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν γνωστὸν Δημήτριον Οἰκονόμου, διὰ νὰ τῷ ἀναθέτητε τὴν φροντίδα τοῦ ἀπολωλότος ἐμοῦ προβάτου. Θὰ μὲ βιάσητε νὰ ἔλθω εἰς θλιβερόν τι συμπέρασμα.
Σᾶς ἀσπάζομαι
ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
7
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 20 Νοεμβρίου 69.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ὑγιαίνω καὶ σᾶς ἀσπάζομαι. Ὁ θεῖός μου θέλει σᾶς πληροφορήσει περὶ τούτου.
Τὴν δὲ ἀπὸ 29 8βρίου ἐπιστολήν σας ἔλαβον μόνον κατὰ τὴν 9 Νοεμβρίου, καὶ ἑπομένως δὲν ἦτο πλέον καιρός.
Ἄλλωστε γνωρίζετε ὅτι δὲν ἤμην εὔπορος, ἵνα σᾶς προμηθεύσω τὸ καλυμμαύχιον.
Ὁ θεῖός μου ὁ δήμαρχος μοὶ ἔδωκε δραχμὰς 10 καὶ λ. 95.
Μένω.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
8
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 4 Δεκεμβρίου 1869.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Τὴν ἀπὸ 23. τοῦ λήξαντος ἐπιστολήν σας ἔλαβον ἀργά, ἤτοι μόλις τὴν 29. τοῦ αὐτοῦ. Ἔσπευσα ἑπομένως νὰ μεταβῶ παρὰ τῷ Κυρίῳ ῾Ρετσίνᾳ, ἀλλὰ δὲν εὗρον τίποτε, διότι ὁ ἐπιφορτισμένος τὴν παράδοσιν τῶν, περὶ ὧν διελάμβανε ἡ ῥηθεῖσα ἐπιστολή σας, 32. δραχμῶν, λησμονήσας ἴσως
(εἶναι γνωστὸς ἐν γένει ὡς τρεπεντέρης) μετέβη εἰς Σύραν χωρὶς νὰ τὰς παραδώσῃ. Ἤλπισα ὅτι εἰς τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ ἀτμοπλοίου ἤθελε λυθῇ αἰσίως καὶ τὸ δρᾶμα τοῦτο, ἀλλὰ κακῶς ἤλπισα, διότι ἀντὶ τοῦ «Πανελληνίου» ἦλθεν ἡ «Ἑπτάνησος».
Ἐννοεῖται πόσον βαρυθυμῶ καὶ πόσον ὑποφέρω διὰ πάντα ταῦτα· ἀλλ᾿ ἦτο γραπτόν.
Ἐν τούτοις σᾶς παρακαλῶ νά μοι πέμψητε ἤδη τὴν λατινικὴν Γραμματικὴν τοῦ Καστόρχη, ἥτις μοι χρησιμεύει. Εὑρίσκεται νομίζω πρὸ πολλοῦ χρόνου κεκλεισμένη εἰς τὸ ἑρμάριον, ὅπερ σᾶς χρησιμεύει ὡς βιβλιοθήκη. Ταχέως, παρακαλῶ.
Οὐδὲν ἄλλο ἢ ὅτι σᾶς ἀσπάζομαι
ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
Υ.Γ. Γράψατέ μοι, σᾶς καθικετεύω, καὶ περὶ τῆς Οὐρανίας μας, ἐὰν ἀπηλλάγη αἰσίως τῆς ἐγκυμοσύνης της.
Ὁ αὐτὸς
Ἀλέξαν.
Παρὰ τοῦ ἐπιφέροντος κ. Ἀντωνίου Κ. Μαμμῆ ἠναγκάσθην δι᾿ οὓς σᾶς ἐκθέτω λόγους νὰ δανεισθῶ δραχμὰς δεκαπέντε ἀρ. 15. τὰς ὁποίας σᾶς παρακαλῶ νὰ τῷ ἐπιστρέψητε.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμ.
9
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 10(;) Δβρίου 1869.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ἔλαβον τέλος τὰς 32. δραχμὰς παρὰ τοῦ Μιχάλη κατὰ τὴν παρελθοῦσαν ἑβδομάδα (Τετάρτην).
Διὰ δὲ τοῦ ἀτμοπλοίου τοῦ τελευταίου ἐπιστολήν Σας δὲν εἶχον. Ἐγὼ σᾶς εἶχον γράψει· ἐλπίζω νὰ ἐκτελέσητε τὴν δι᾿ ἐκείνης ἁπλῆν παραγγελίαν μου.
Σᾶς εὔχομαι τὰς ἑορτὰς ἐν ὑγείᾳ.
Προσφέρετε τοὺς ἀσπασμούς μου εἰς πάντας.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπα Ἀδαμαντ.
10
Ἐν Πειραιεῖ τῇ αʹ. Ἰανουαρίου 1870.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ τῆς 20 τοῦ ἄρτι λήξαντος μηνὸς τοῦ ἔτους ἐπιστολὴν ὑμῶν, ὡς καὶ τὸ δεκάδραχμον καὶ τὰ ζητηθέντα βιβλία. Ἡ ἐπιστολή σας μ᾿ ἐβύθισεν εἰς λύπην, διότι ἴδον ἐναργέστερον τὰ καθ᾿ ἡμᾶς. -
Βεβαίως γνωρίζω ὅτι εἶμαι ἄχθος σπουδαῖον διὰ τὰ ἡμέτερα, ἅτινα εἶναι μικρὰ καὶ ἀπαιτοῦσι ταχεῖαν ἐπικουρίαν. Ἀλλὰ δὲν δύναμαι νὰ πράξω ἄλλο ἢ νὰ περιμένω (ἐπὶ τοῦ παρόντος) παρ᾿ ὑμῶν τὰ πάντα. Ἐὰν ἡ οἰκονομικὴ ἡμῶν κατάστασις εἶναι ὑπέρποτε δυσάρεστος, δὲν δύναμαι καὶ πάλιν νὰ πράξω ἄλλο, ἢ νὰ... διακόψω τὰς σπουδάς μου καὶ εἰσέλθω εἰς τὸν πρακτικὸν βίον. Δὲν εἶναι οὔτε ἐπιεικὲς οὔτε συμβιβάζεται μὲ τὰς ἕξεις
καὶ τὰ ἤθη καὶ τὴν δειλίαν μου τὸ νὰ ζητῶ χρήματα ἀπὸ τὸν τυχόντα πατριώτην. Ἀρκεταὶς ἐντροπαὶς ἔφαγα ἕως τώρα...- Ἀλλὰ καὶ τὸ ποσὸν αὐτὸ τῶν χρημάτων, ἅτινα μοὶ ἀπεστείλατε ἐσχάτως δεικνύει ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψις τῆς καταλλήλου εὐκαιρίας πρὸς ἀποστολὴν χρημάτων, ἀλλ᾿ ἡ ἔλλειψις αὐτῶν δὴ τῶν χρημάτων, ἥτις μᾶς ἐνδιαφέρει. Μὴ μοὶ τὸ κρύπτετε. Ὤ, ἐὰν εἶχον σήμερον, αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἕως πεντήκοντα δραχμὰς ἤθελον κάμει τὸν σταυρόν μου, ἀλλὰ δὲν τὰς ἔχω. - Σᾶς ἀσπάζομαι, παρακαλῶ τὸν Ὕψιστον νὰ χαρίσῃ ὑμῖν τὸ νέον ἔτος εὐτυχές.
Ὁ υἱός Σας.
Ἀλέξανδρος
11
Σεβαστέ μοι πάτερ
Τῇ 15 Ἰανουαρίου 1870. Ἐν Πειραιεῖ.
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν Σας καὶ τὰ χρήματα παρὰ τοῦ Κὺρ Ἀγγελῆ, ἀλλὰ δέν μοι γράφετε ἐὰν ἐλάβετε καὶ τὴν τελευταίαν ἐπιστολήν μου.
Πλὴν τίς νὰ τὸ ἀκούσῃ; Πιστεύετε, ὅτι ἐκ τῶν 60 ἐκείνων δραχμῶν δὲν μοὶ ἔμειναν σήμερον, τὴν στιγμὴν καθ᾿ ἣν σᾶς γράφω, παρὰ δέκα;
Ὁ λογαριασμός μου τὸ δεικνύει: 7 Δραχμὰς ἐχρεώστουν εἰς ἓν Ξενοδοχεῖον.
10 δραχμαὶ εἰς ἐνοίκιον 20 Δβρ. - 20 Ἰαν.
7:50 εἰς ἓν ζεῦγος παπουτσίων.
10 δραχμαὶ εἰς τὸν Σωτήριον, ἀπέναντι τοῦ πρὸς αὐτὸν χρέους μου.
2 δρχ. εἰς μικρὰς ἄλλας πιστώσεις. - 36,50 τὸ ὅλον.
Ἔμειναν ἄρα 23:50, ἐξ ὧν, ὡς βλέπετε, ἐδαπανήθησαν πολλαὶ εἰς διάστημα ἡμερῶν ὀλίγων. Τί τὰ θέλετε, ὁμολογῶ, ὡς ὡμολόγουν, ὅτι δὲν εἶμαι διόλου οἰκονόμος, καὶ τοῦτο εἶναι εἷς ἐκ τῶν λόγων οἵτινες μὲ ἔπεισαν νὰ τὸ ῥίξω σχεδὸν ἔξω κατ᾿ ἀρχάς, διότι ἐπερίμενον ἀνάλογον ἀπάντησιν εἰς τὴν ἀπὸ 1 Ἰανουαρίου ἐπιστολήν μου. Ἄλλως δέ, ἐκτὸς τῆς ψυχῆς μου, ἥτις ἐψυχράνθη ἀρκετά, καὶ ἀπηύδησε νὰ ὑποφέρῃ ἀηδίας, ἐκτὸς τοῦ στομάχου μου, ὅστις ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν καλοπερνᾷ, ἐκτὸς τῆς συνειδήσεώς μου, ἥτις γογγύζει κατ᾿ ἐμοῦ, ὡς τρέχοντος εἰς τὴν ἄβυσσον
καὶ συνεπιφέροντος καὶ ἄλλους, ἐκτὸς τῆς φαντασίας μου, ἥτις ἐστενοχωρήθη παρὰ πολὺ καὶ ἐπεθύμει ἐλευθερώτερον ἀέρα, ἐκτὸς πάντων τούτων μὲ κνίζει καὶ τὸ σῶμα μου, τὸ ὁποῖον ὑπέφερεν ἐφέτος ὑπέρποτε. Ἡ ὑγεία μου πρὸ πολλοῦ πάσχει μετρίως μέν, ἀλλὰ διαρκῶς, καὶ οὐδέποτε σχεδὸν παρεπονέθην διὰ τοῦτο εἰς οὐδένα. Συνήθισα ἤδη νὰ καταπίνω πολλὰ πράγματα.
Ἐχθρὸς μεταξὺ τῶν ὀχληροτέρων εἶναι καὶ ἡ ἐπιταθεῖσα δυσυπνία μου, ἥτις καὶ μεθ᾿ ὅλα εἰς ὅσα κατέφυγον μεθοδεύματα, μὲ ἀναγκάζει πολλάκις, ναὶ... δὲν ἐρυθριῶ... τὸ λέγω... νὰ μὴ πηγαίνω εἰς τὸ μάθημα!
Ὅ(λ)οι οὗτοι οἱ λόγοι εἶναι, νομίζω, ἀρ(κετοὶ) διὰ νὰ σᾶς πείσουν νὰ μὲ ἀποσύρ(ητε) ἢ νὰ μὲ διατάξητε νὰ μεταβῶ παντοῦ ἀλλοῦ παρὰ εἰς τὴν Σκίαθον. Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, δέν δύναμαι πλέον.
Κατασπάσθητε πάντας δι᾿ ἐμέ, καὶ μὴ ἀναγνώσητε τὸ ἀγροῖκον τοῦτο ἔγγραφον εἰς οὐδένα.
Ἀποφασίσατε ταχέως καὶ ἀπαντήσατέ μοι.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
12
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 14 Ἰανουαρίου 1871.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 2 - 3 τρ. μ. ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν ἐν αὐτῇ.
Δὲν ἔκαμα εἰσέτι χρῆσιν τῶν συστατηρίων τοῦ πατρὸς Δαμιανοῦ, διότι ὁ κ. Κουμουνδοῦρος πάσχων ὑπὸ ποδάγρας δὲν ἐξήρχετο κατ᾿ αὐτάς, ὁ δὲ κ. Βαλαβάνης - ἠρώτησα καὶ μοὶ εἶπαν, εἰς τὸ Ὑπουργεῖον - ἀπουσιάζει.
Ἀλλὰ σημειωτέον ὅτι ἐγὼ σᾶς ἐζήτησα ἐνεστώς, καὶ σεῖς μοῦ προσφέρετε τρόπον τινὰ μέλλον. Τοῦτο εἶναι δεσμά.
Ὁπωσδήποτε, σᾶς παρακαλῶ νὰ διαβιβάσητε εἰς τὸν πάτερ Δαμιανόν, τὸν εὐγενῆ αὐτὸν καλόγηρον τὸν ἀγαπῶντα ἡμᾶς τόσον, τὰς ἐγκαρδίους εὐχαριστήσεις μου.
Ὑγιαίνετε.
Ὁ υἱός Σας,
Ἀλέξανδρος
13
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 27 Σεπτεμβρίου 1873.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔφθασα ἐνταῦθα χθὲς τὸ ἑσπέρας.
Εἶμαι ὑγιὴς βοηθείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ταξείδιόν μας ὑπῆρξεν εὐάρεστον καὶ εὐτυχές. Ὁ καιρὸς ἦτο Μαγιάτικος.
Ἐν Χαλκίδι δὲν ἠμπόρεσα νὰ ἀγοράσω πήτταν, διὰ τὸν λόγον ὅτι οἱ Ἑβραῖοι ἑώρταζαν τὴν Σκηνοπηγίαν καὶ δὲν ἐπραγματεύοντο. Ἄφησα εἰς τὴν Ζήσαιναν δραχ. 1,20/00, διὰ νὰ σᾶς φέρῃ τοιαύτην ὅταν ἔλθῃ· διότι, μοὶ εἶπεν, ἤθελε νὰ ἀγοράσῃ μίαν ἰδικήν της καὶ ἄλλην ἐκ παραγγελίας.
Ὁ ἱεροκῆρυξ Ἄνθιμος ἐταξείδευσε μαζύ μου εἰς Ἀθήνας, δι᾿ ὑποθέσεις του.
Τὸν Νικολαΐδην εὗρον ἐνταῦθα καὶ μοὶ εἶπε νὰ ὑπάγωμεν ἀντάμα παρὰ τῷ Ἁ(γίῳ) Χ(αλκίδος) τὴν προσεχῆ Κυριακήν.
Ὁ ἰατρὸς Ἀναγνωστάκης εἶναι ἐδῶ, καθὼς μ᾿ ἐπληροφόρησαν.
Τὸ γράμμα τῆς θείας Κυράννας αὔριον θὰ λάβω μόλις καιρὸν νὰ τὸ δώσω, ἐπειδὴ σήμερον τρέχω ἄνω κάτω, ὡς νὰ ἐπρόκειτο νὰ καταμετρήσω τοὺς δρόμους τῆς μεγάλης Ἀθήνας καὶ νὰ χορτάσω κονιορτόν.
Μετὰ τοῦ φιλτάτου Α. Δ. Μ(ωραϊτίδου) θέλω συγκατοικήσει ἀνεξόδως, ὁ δὲ σεβαστὸς πάτερ Γεράσιμος θὰ μοῦ δίδῃ ὅ,τι εὐκολύνεται διὰ νὰ τὸν προγυμνάζω. Καὶ τέλος ὅλοι οἱ φίλοι προθυμοῦνται νὰ μὲ συνδράμουν κατὰ τὴν εὐγενῆ των προαίρεσιν.
Ἐντὸς τοῦ ἀτμοπλοίου δὲν ἠμπόρεσα νὰ γλυτώσω τὸν ναῦλον.
Ταῦτα ἐν ἄκρᾳ βίᾳ. Ἀσπάζομαι δὲ τὰς δεξιὰς ὑμῶν, πάτερ καὶ μῆτερ, καὶ μένω.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
Ἀσπασμοὺς ἀπὸ τὸν Σωτήριον, εἰς οὗ διευθύνθην κατ᾿ εὐθεῖαν. Γράμμα τι αὐτοῦ πρὸς ἐμὲ ἴσως ἦλθεν εἰς τὸ Ταχυδρομεῖον. Ἐρωτήσατε.
14
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 4 Ὀκτωβρίου 1873.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σᾶς ἔγραψα ταχυδρομικῶς τῇ ἐπαύριον τῆς ἐνταῦθα ἀφίξεώς μου.
Ὁ Νικολαΐδης μοὶ ὑπεσχέθη νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ παρὰ τῷ Ἁ(γίῳ) Χ(αλκίδος), ἀλλὰ δὲν εὐκαίρησεν. Ἤδη ἀναχωρεῖ. Ὅθεν θὰ ὑπάγω μόνος.
Δὲν μὲ περισσεύουν χρήματα, ἀγαπητέ μοι πάτερ, νὰ ἀγοράσω πῖλον διὰ τὸν Γεώργιον. Ὁ πάτερ Γεράσιμος θὰ μὲ δίδῃ μόνον δεκαπέντε δραχμὰς τὸν μῆνα, καὶ ἐνοίκιον δὲν θὰ πληρώνω. Ταῦτα ἐπὶ τοῦ παρόντος.
Εἰς τὸν Δ. Μελισταγῆ ἔδωκα τὸ γράμμα τῆς θείας Ραγιᾶ. Μοὶ εἶπε δὲ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸ τυπογραφεῖον. Ὑπῆγα χθὲς καὶ δὲν τὸν ηὗρα ἐκεῖ. Αὔριον θὰ ὑπάγω πάλιν.
Οἱ καθηγηταὶ τοῦ Γʹ. Γυμνασίου ἐλπίζω ὅτι θὰ μὲ δεχθοῦν νὰ ἐξετασθῶ
διὰ τὴν Δʹ. Τοῦτο ἐνεργῶ ἤδη. Ἐν ἀποτυχίᾳ δὲ ἔχω πάντοτε ἕτοιμον τὸ ἐνδεικτικὸν διὰ τὴν Γʹ.
Σᾶς προσκυνῶ, ἐν βίᾳ
ὁ υἱός Σας
Ἀλ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
15
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 18 Ὀκτωβρίου 1873.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου ἐπιστολήν Σας, ἐπίσης καὶ τὴν διὰ τοῦ Ν. Λογοθέτου, μὲ τὰ κυδώνια.
Τὸν ἡγούμενον Μωϋσῆν δὲν ἠμπόρεσα νὰ τὸν ἀνταμώσω ἕως τώρα.
Ἐγὼ ἔδωκα ἐξετάσεις εἰς τὸ Βαρβάκειον Λύκειον, καὶ ἐπέτυχα χάριτι Θεοῦ νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν Δʹ. καὶ ἀνωτέραν τάξιν. Εἰς τὸν Ἅ(γιον) Χ(αλκίδος) ἐπῆγα προχθὲς τὴν Κυριακήν. Μοὶ ὑπεσχέθη δὲ νὰ ἐνεργήσῃ τὴν μετάθεσιν, ἅμα ἀποσυρθῇ ὁ Παπᾶ Νικόλας, λέγει, εἰς τὸ Μοναστῆρι. Διότι δύο προεστοί, εἶπε, δὲν γίνεται νὰ ἦναι εἰς τὴν αὐτὴν ἐνορίαν. Ταῦτα τὰ διφορούμενα μ᾿ εἶπεν. Ἀλλὰ θὰ ὑπάγω πάλιν τὴν προσεχῆ Κυριακήν.
Ὁ δὲ κ. Μελισταγής, ὁ συγγενὴς τῆς θειᾶς ῾Ραγιάδαινας, μοὶ εἶπε τὰ ἑξῆς. «Ἐντρέπομαι νὰ στείλω γράμμα ξηρὸν εἰς τὴν ἐξαδέλφην μου. Διὰ τοῦτο δὲν τῆς γράφω. Ἐπειδὴ δὲν εὑρίσκομαι σήμερον εἰς θέσιν ὥστε νὰ τὴν βοηθήσω ὅσον πρέπει. Διότι εἶμαι δυστυχὴς καὶ πτωχός. Τυπογραφεῖον σχεδὸν δὲν ἔχω. Ἀλλὰ τὸ σύννεφον θὰ περάσῃ. Μετ᾿ ὀλίγον θὰ ἦμαι εἰς καλλιτέραν στάσιν. Καὶ τότε θὰ κάμω τὸ χρέος μου. Αὐτὰ νὰ γράψῃς εἰς τὸν πατέρα σου νὰ τῆς εἴπῃ, καὶ τοὺς ἀσπασμούς μου».
Ὁ Γεώργιος ὁ ἀδελφός μου νὰ ἠξεύρῃ ὅτι τὸν Ἰω. Γ. Ἀληφέρην δὲν τὸν ἐντάμωσα. Τὸ δὲ γράμμα ἐκεῖνο τοῦ Γ. Ἰω. Χ. Σταματίου τὸ ἔστειλα διὰ τρίτου πρὸς αὐτόν.
Τὰ ζ(αχαρωτὰ) τὰ ἐπῆγα χθὲς τὸ βράδυ εἰς τὸν Ἅ(γιον) Χ(αλκίδος), νομίζω δὲ ὅτι δὲν τοῦ ἐκακοφάνη.
Σᾶς ἀσπάζομαι καὶ μένω.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ(ανδρος) Παπᾶ Ἀδαμα(ντίου)
Ἤδη φοιτῶ εἰς τὸ Βαρβάκειον ἀπὸ τῆς Δευτέρας. Αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα θὰ ὑπάγω καὶ εἰς τοῦ Μανούσου.
ὁ αὐτός.
16
Σεβαστέ μοι Πάτερ,
Ἐν Ἀθήναις τῇ 1ῃ Νοεμβρίου 1873.
Ἔλαβον τὸ τελευταῖον γράμμα σας μὲ τὸ ἀτμόπλοιον. Μὲ τὸ ταχυδρομεῖον δὲν εἶχα γράμμα σας· τοὐλάχιστον δὲν ἔλαβα. Σᾶς παρακαλῶ δὲ νὰ μὴ μοῦ γράφητε μὲ τὸ ταχυδρομεῖον ποτέ. Ἓν γράμμα μὲ τὸ ἀτμόπλοιον κάθε 15 ἡμέρας ἀρκεῖ. Ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ σᾶς γράφω ἐκτάκτως μὲ τὸ ταχυδρομεῖον, ἂν δὲν εὕρω ἐπιβάτην.
Εἰς τὸ τελευταῖον γράμμα σας ἐπεγράφετε «φοιτητὴν τοῦ Ἀρσακείου». Τοῦτο δὲν θὰ εἰπῇ τίποτε. Ἀρσάκειον εἶναι τὸ Παρθεναγωγεῖον τῆς Φιλεκπ(αιδευτικῆς) ἑταιρίας, ὅπου ἐκπαιδεύονται τὰ κορίτσια. Φοιτηταὶ εἶναι, ὅσοι σπουδάζουν εἰς τὸ Πανεπιστήμιον. Ἐγὼ δὲν εἶμαι οὔτε κορίτσι, οὔτε φοιτητής. Τοῦ λοιποῦ θέλετε γράφει «μαθητὴν τοῦ Βαρβακείου Λυκείου».
Τὰς ἐξετάσεις τὰς ἔδωκα ἀπὸ τῆς 6 - 9 τοῦ Ὀκτωβρίου· ἐπέτυχα δὲ ἐκεῖ, χάριτι θείᾳ, μετὰ ἐπαίνων πολλῶν, ἂν καὶ δὲν ἐγνώριζα τοὺς Καθηγητάς, οὔτε ἤμην συστημένος εἰς αὐτοὺς παρά τινων.
Εἰς τὸν Ἀρχ(ιεπίσκοπον) ἐπῆγα ἐκ νέου· μοῦ ὑπεσχέθη δὲ νὰ σᾶς ἀνακαλέσῃ. Εἰς τὸν Γ. Μανοῦσον δὲν ἐπῆγα διότι δὲν ἔχω ἄλλον καιρὸν δι᾿ ἄλλην παράδοσιν, ἐκτὸς τῆς ἑσπέρας, 6 - 8, ὅτε πηγαίνω εἰς τὸν πάτερ - Γεράσιμον· τὴν δὲ ἀπὸ τῆς μεσημβρίας μέχρις τῆς 2ας Μ.Μ. βραχεῖαν διακοπὴν τῶν μαθημάτων, δὲν ἀρκεῖ νὰ τὴν ἐξοδεύσῃ κανεὶς οὔτε διὰ νὰ ὑπάγῃ ἀπὸ τοῦ μέρους ὅπου κατοικῶ, εἰς τὴν Πλάκαν, ὅπου εἶναι τὸ κατάστημα Μανούσου. Σᾶς ἀσπάζομαι πάντας μετὰ τῆς μητρός μου,
ὁ υἱός Σας,
Ἀλέξ(ανδρος) Παπᾶ Ἀδαμαντίου.
Ἄλλως, ἂν θέλω ἄλλην παράδοσιν, εὑρίσκω καὶ μέσα εἰς τὸ Γυμνάσιόν μου διὰ τῶν Κυρίων Καθηγητῶν. Ὁ πάτερ Γερ(άσιμος) μικρὰ μοῦ ἔδωκε διὰ τὸν Ὀκτώβριον (20 δραχ.), μὲ ἐκράτησε δὲ καθ᾿ ὅλον τὸν μῆνα ἕως 15 φορὰς καὶ συνεφάγομεν. Καὶ τοῦτο οἰκονομία εἶναι.
17
Ἐν Ἀθήναις τῇ 15. Νοεμβρίου 1873.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Μὲ τὸ παρελθὸν ἀτμόπλοιον δὲν εἶχα γράμμα σας. Ἐγὼ δὲ σᾶς ἔγραψα διὰ τοῦ καλογήρου τοῦ Ἰγγλέζη, ὅστις ἔμαθα ἐπῆγεν εἰς Σκόπελον, χωρὶς νὰ φροντίσῃ περὶ τῶν εἰς χεῖράς του ἐπιστολῶν μας· ἀλλ᾿ ἐπῆρεν αὐτὰς μαζύ του.
Ταῦτα ἀναλογιζόμενος, φοβοῦμαι μήπως μοῦ ἐγράψατε καὶ σεῖς κ᾿ ἐγὼ δὲν ἔλαβα τὸ γράμμα σας. Τίς ἠξεύρει εἰς ποῖον πρόσωπον τὸ ἐδώσατε· ἀλλὰ διατί τάχα ὄχι εἰς τὸν Δελιγιάννην, ὁ ὁποῖος ἤρχετο ἐδῶ κατ᾿ εὐθεῖαν;
Σᾶς ἀσπάζομαι
ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ(ανδρος) Παπᾶ Ἀδαμαντίου
18
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 21 Νοεμβρίου 1873.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔ<λαβον> δύο ἐπιστ<ολάς σας> ταχυδρομικῶς ἀλλὰ λίαν <βρα>δυδρομικῶς. Τὴν μὲν αʹ. προχθές, 19 Νοεμβρίου, τὴν δὲ βʹ. χθές, 20 τοῦ αὐτοῦ. Ἐγὼ σᾶς γράφω τακτικῶς διὰ τῶν ἀτμοπλοίων, τὴν 1. Νοεμβρίου διὰ τοῦ πατρὸς Ἀγάθωνος, υἱοῦ τοῦ ἐκ Σκοπέλου Ἰγγλέζη, ὅστις μᾶς εἶχε διαβεβαιώσει ὅτι ἤρχετο κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς Σκίαθον, ὅπως ἐγκατασταθῇ εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀλλά, ὡς ἐμάθαμεν, μετέβη πρῶτον εἰς Σκόπελον, καὶ ἰδοὺ διατί δὲν ἐλάβατε τὴν ἐπιστολήν μου. Καὶ αὖθις, τὴν 15 Νοεμβρίου, σᾶς ἔγραψα διὰ τοῦ Δημ. Δελιγιάννη. Τὴν τελευταίαν ταύτην ἐλάβετε βέβαια ἐγκαίρως.
Τὴν δὲ ἀπὸ 18 Ὀκτωβρίου εἶχον στείλῃ διὰ τοῦ ἐκ Σκοπέλου καπετὰν Γεωργίου Σκουργιᾶ.
Τὸν ἡμέτερον καπετὰν Νικόλ. Στ. Λογοθέτην δὲν εἶ<δα μὲ τὰ> μάτιά μ<ου ἐπει>δὴ δὲν ἐπῆγα <εἰς τὸν> Πειραιᾶ, <οὔτε ἐκε>ῖνος ἦλθεν εἰς τὰς <Ἀθήνα>ς, ἔλαβον <ὅμως τὸ> κοφίνι μὲ κυδώνια καὶ σῦκα τὸ ὁποῖον μοὶ ἐστείλατε δι᾿ αὐτοῦ. Ὡσαύτως ἔλαβον καὶ τὴν φανέλλαν μὲ τὰ τσοράπια κατόπιν. Ὁ Σωτήριος εἶναι ὑγιὴς καὶ σᾶς ἀσπάζεται. Δὲν ἐμπορεῖ ὅμως νὰ μὲ δανείσῃ μίαν λίραν, διότι ἐχρεωστοῦσεν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον καὶ μόλις ἐξώφλησε.
Ὁ Σ(εβασμιώτατος) ἅ(γιος) Χ(αλκίδος) μὲ ὑπεσχέθη καὶ πάλιν νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν δικαίαν ἐπιθυμίαν μας. Εἰς δὲ τὴν ἄλλην ὑπόθεσιν ὁποῦ λέγετε περὶ τῶν 175 δρ. δὲν ἐμπορῶ νὰ χρησιμεύσω ἐγὼ εἰς τίποτε, καὶ κάλλιον νὰ ἐγράφετε μίαν ἐπιστολὴν μόνος Σας πρὸς τὸν Ἅ(γιον) Χ(αλκίδος) ἐκθέτοντες τὰ παράπονά σας, ὅπως δεῖ, περὶ τούτου καὶ περὶ τοῦ ἄλλου, τῆς μεταθέσεως δηλ. Τὴν μικρὰν ἐπιστολὴν τῆς ῾Ραγιάδαινας ἐνεχείρισα, κατὰ τὴν παραγγελίαν σας, εἰς τὸν Δ. Μελισταγῆ, ὅστις πιστεύω νὰ ἀπαντήσῃ εἰς αὐτήν.
Ἐπὶ τέλους θὰ σᾶς π<αρακαλέ>σω ἐκ μέρους τοῦ πάτερ Γερα<σίμου> εἰς τὸν ὁποῖον κάμνω καθ᾿ ἑ<κάστην> μάθημα, νὰ μᾶς εὕρητε ἕως μίαν ἢ μίαν καὶ ἡμίσειαν ὀκὰν ξηρὸν ὀχταπόδι, ἂν ὑπάρχῃ τοιοῦτον ἐκλεκτόν, καὶ νὰ μᾶς τὸ στείλετε, διότι ὁ καλὸς πάτερ Γεράσιμος, νηστεύων, στενοχωρεῖται πολὺ εἰς αὐτὸν τὸν τόπον τὴν σαρακοστήν. Ἀμέλει δὲ ὅτι θὰ μοῦ τὸ πληρώσῃ.
Σᾶς ἀσπάζομαι· ὁμοίως δὲ καὶ σοῦ, καλή μου μήτηρ, φιλῶ ταπεινῶς τὴν χεῖρα.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
19
Τῇ 29. Νοεμβρίου 1873. Ἐν Ἀθήναις Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὰς τελευταίας ἐπιστολάς σας διὰ τοῦ Γ. Χ. Ἀποστόλου, καθὼς καὶ δύο ἐσώβρακα μεθ᾿ ἑνὸς ζεύγους τσοραπίων. Εἰς δὲ τὰς ταχυδρομικὰς ἐπιστολάς σας, ἀπήντησα καὶ ἐγὼ ταχυδρομικῶς ἀπὸ 21. τοῦ λ. μ. καὶ πιστεύω ὅτι ἐλάβατε τὴν ἀπάντησίν μου ἐκείνην, εἰς ἣν σᾶς ἔγραφα περὶ ὅλων.
Ἐπαναλαμβάνω δὲ τὴν παράκλησίν μου νὰ μᾶς στείλετε ἕως 2 ὀκάδας ξηροῦ ὀκταποδίου, χάριν τοῦ Πατρὸς Γερασίμου καὶ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Καὶ ἂν μὲν εὑρῆτε ἐπιβάτην τινὰ διὰ τὰς Ἀθήνας, στείλατέ το μὲ τὸ παρὸν ἀτμόπλοιον. Γράψατέ μας δὲ καὶ τὸ ἀντίτιμον αὐτοῦ.
Σᾶς ἀσπάζομαι ὅλους καὶ τὴν μητέρα μου.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
Εἰς τὸν διδάσκαλον Ἐπιφάνιον εἰπέτε ὅτι ἀνέγνωσα μὲν τὸ γράμμα του εἰς τὸν Σωτήριον, ἐκεῖνος δὲ οὐδὲν εἶπε σχεδόν· δὲν ἠξεύρω τὰ λοιπά· μοῦ φαίνεται δὲ ὅτι θὰ στείλῃ μὲ τὸ προσεχὲς ὅλα τὰ εἴδη, ὅσα τοῦ ζητεῖ.
20
Ἐν Ἀθήναις τῇ 12 Δεκεμβρίου 1873.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν τελευταίαν ἐπιστολήν Σας μὲ τὸν ἄνθρωπον τοῦ βαποριοῦ, καθὼς καὶ τὸ ὀχταπόδι ὁποῦ σᾶς εἶχα παραγγείλῃ, καὶ διὰ τὸ ὁποῖον εὐχαριστήθη πολὺ ὁ πάτερ Γεράσιμος. Σᾶς ἐκφράζω τὰ εὐχαριστήρια αὐτοῦ. Μοῦ ἐπλήρωσε δὲ καὶ τὸ ἀντίτιμον.
Προχθές, τὴν Κυριακήν, ἔδωσα τὴν ἐσφραγισμένην ἐπιστολήν σας εἰς τὸν Σ(εβασμιώτατον) Χαλκ(ίδος) ὅπως ἦτον. Ὁ κ. Μελισταγῆς μοὶ εἶπεν ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Ἀναστασίας ὀνομάζεται Ἀντώνιος Βουτσινᾶς. Αὐτὰ νὰ εἰπῆτε εἰς τὴν θείαν Κυράνναν τὴν ῾Ραγιάδαιναν.
Σᾶς ἀσπάζομαι. Ἐν βίᾳ
ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
21
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 27. Δεκεμβρίου 1873.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 16. τρ. μ. ἐπιστολήν σας, τὴν ὁποίαν μοὶ ἔφερεν ὁ διάκονος τοῦ Ἁ(γίου) Χ(αλκίδος).
Ὁ Ἅ(γιος) Χ(αλκίδος) μοὶ εἶπεν ὅτι ἀμέσως ἅμα ὁ παπᾶ Νικόλαος ἀποσυρθῇ εἰς τὸ Μοναστῆρι, θὰ γείνῃ ἡ ἀνάκλησίς σας. Ἀλλ᾿ ἐγὼ νομίζω ὅτι αὕτη ἠμπορεῖ νὰ γείνῃ καὶ προτήτερα, καὶ μὲ ἄλλον τρόπον καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ ὁ Ἅ(γιος) Χ(αλκίδος), ἀρκεῖ νὰ ἐπιτύχῃ ἡ ἄλλη δουλειά, ἡ δουλειὰ τῆς 4 - 7 Ἰανουαρίου. Διότι ἐκεῖ σπρώχνει τὰ πράγματα ἡ Σεβασμιότης του.
Ὁ πάτερ Γεράσιμος δὲν θέλει πλέον ἄλλο χταπόδι, ὥστε μὴ φροντίζετε.
Σύ, ἀδελφὲ Γεώργιε, σὲ παρακαλῶ νὰ μοὶ γράψῃς τὰ καθ᾿ ἕκαστα διὰ τὰς ἐκλογάς, ἤτοι πόσοι θὰ ἔχουν κάλπαις διὰ σύμβ(ουλοι) καὶ πάρεδ(ροι) καὶ πόσοι θὰ ψηφοφορήσουν, καὶ πόσας ψήφους θὰ ἔχῃ ὁ καθείς.
Σᾶς εὔχομαι τὸ ἀνατέλλον ἔτος εὐτυχὲς καὶ αἴσιον. Σύ, καλή μου μῆτερ, ζητῶ τὴν εὐχήν σου.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
Λέγουν ὅτι ὁ Ἅ(γιος) Χ(αλκίδος) προετάθη ὡς ὑποψήφιος Μητροπολίτης. Ἀλλὰ τοῦτο ἔγεινε διὰ τὸν τύπον καὶ ὄχι μὲ ἐλπίδα ἐπιτυχίας.
22
Ἐν Ἀθήναις τῇ 10. Ἰανουαρίου 1874. Πέμπτῃ.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Πρὸ δεκαπέντε ἡμερῶν μὲ τὸ ἀτμόπλοιον σᾶς ἔστειλα γράμμα, τὸ ὁποῖον πιστεύω νὰ ἐλάβετε. Ἀλλ᾿ ἀπάντησίν σας δὲν ἔλαβα ποσῶς. Τώρα, ἂν μοῦ γράψετε μὲ αὐτὸ τὸ ἀτμόπλοιον πληροφορήσατέ με, ἂν ἐλάβατε τὸ γράμμα μου ἐκεῖνο.
Ἐπίσης τέσσαρας φορὰς ἕως τώρα ἔστειλα ἐφημερίδας μὲ τὸ Ταχυδρομεῖον ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Γεωργάκη. Γράψατέ με ἂν ἔρχωνται, διὰ νὰ στείλω καὶ ἄλλας. Σᾶς ἀσπάζομαι, φιλῶν τὴν χεῖρα ὑμῶν καὶ τῆς μητρός μου.
Ἀλέξανδρος
23
Ἐν Ἀθήναις τῇ 6 Φεβρουαρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Μὲ τὸ τελευταῖον ἀτμόπλοιον δὲν σᾶς ἔστειλα γράμμα, διότι δὲν εὗρον ἐπιβάτην τινὰ εἰς ὃν νὰ τὸ δώσω. Τὰ δὲ ταχυδρομεῖα τῆς ξηρᾶς ἦσαν πρὸ πολλοῦ διακεκομμένα, ἕνεκα τοῦ σφοδροῦ χειμῶνος, ὅστις ἐμάστισεν ἐφέτος τὴν Στερεάν· ὡς καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας εἴχομεν δὶς ἢ τρὶς ἄφθονον χιόνα καὶ ψῦχος ὑπερβολικόν. Δὲν ἔλαβον δὲ καὶ ἐγὼ ἐπιστολήν σας διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου. Ἀλλ᾿ εὐτυχῶς ἦλθεν ὁ θεῖος Μωραΐτης, ὅστις ἄξιζε διὰ δέκα ἐπιστολάς, καὶ τὸν ἀπηλαύσαμεν ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα. Ἦλθε δὲ καὶ ἡ θειὰ Ἀλεξανδρὼ τοῦ Ἀλογάκη, ἥτις ἤξιζε διὰ δέκα ἐφημερίδας, διότι μᾶς εἶπε τὰ νέα ὅλα τῆς Σκιάθου, ἐπίσημα καὶ ἀνέκδοτα.
Ὁ θεῖός μου Μωραΐτης ὡμίλησεν εἰς τὸν Ἅγ(ιον) Χαλκίδος, καὶ πιστεύω ὅτι θὰ τελειώσῃ ἤδη καὶ αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις. Πιστεύω δὲ λέγω ὄχι διότι ὑπεσχέθη νὰ ὑπογράψῃ τὸ ἔγγραφον, ἂν καὶ τὸ ὑπεσχέθη, ἀλλὰ διότι
ἤλλαξεν ἡ πολιτική, καὶ διὰ τοῦτο θὰ φυλάξῃ τὴν ὑπόσχεσίν του αὐτὴν την φοράν. -
Παρέλειψα δὲ νὰ σᾶς γράψω ὅτι ἔλαβα μὲ τὸν Δημ. Ἀποστόλου τὴν ἐπιστολήν σας καὶ μίαν φανέλλαν, καθὼς καὶ δύο ἄλλας ἐπιστολὰς (τὴν μίαν τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργάκη), διὰ μέσου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χαλκίδος.
Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν χεῖρα. Μῆτέρ μου, σοῦ φιλῶ τὴν δεξιάν.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
24
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 21 Φεβρουαρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 10 Φεβρουαρίου ἐπιστολήν σας, καὶ ἐχάρην μαθὼν τὴν ἀνάκλησίν σας εἰς τὴν ἐνορίαν. Ὁ θεῖός μου Κωνστ. Πρωτοπαπᾶ ἐχειροτονήθη διάκονος τὸ παρελθὸν Σάββατον, καὶ τὴν Κυριακὴν ἱερεύς.
Ὁ Κύριος Γεώρ. Μανοῦσος, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχα δώσει πρὸ πολλοῦ τὴν συστατικὴν τοῦ κ. Σταγειρίτου, μ᾿ ἐπροσκάλεσε προχθὲς καὶ μ᾿ ἀνεκοίνωσεν ὅτι μὲ παραλαμβάνει ἐντὸς τοῦ καταστήματος ὡς βοηθὸν εἰς τὴν διδασκαλίαν. Κατ᾿ αὐτὰς λοιπὸν μέλλω νὰ εἰσέλθω εἰς τὸ κατάστημα. Καὶ μισθὸν μὲν δὲν θὰ μὲ δίδῃ ἐπὶ τοῦ παρόντος, ἀλλὰ θὰ τρέφωμαι καὶ θὰ ἐνδύωμαι ἐκ τοῦ καταστήματος.
Ὁ σεβαστός μοι θεῖος Κωνστ. Μωραΐτης εἶναι ἔνορκος εἰς Ἀθήνας, καὶ τὸ Κακουργοδικεῖον ἤρχισε τὰς ἐργασίας του προχθὲς Δευτέραν. Ἐλπίζω λοιπὸν ὅτι θὰ ἔλθῃ.
Ἀσπάζομαι ὅλους τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους.
Καταφιλῶ τὴν δεξιὰν ὑμῶν καὶ τῆς μητρός μου
ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
25
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον καὶ τὴν ἀπὸ 10 τρ(έχοντος) μ(ηνὸς) ἐπιστολήν σας μὲ τὴν ἀπροσδόκητον λυπηρὰν ἀγγελίαν. Ὁ καϋμένος ὁ Σωτήριος ἐλυπήθη πολύ, καθὼς καὶ ἐγώ.
Μὲ τὸ προχθεσινὸν ἀτμόπλοιον σᾶς εἶχα γράψῃ ἀπὸ 6 ἢ 7 Μαρτίου. Ἔδωκα δὲ τὴν ἐπιστολήν μου εἰς ἕνα κἄποιον Σκοπελίτην, Ἀδάμον μαχαιρᾶν, ἀλλ᾿ ὡς φαίνεται ὁ καλὸς ἄνθρωπος ἠμέλησε νὰ τὴν δώσῃ εἰς τρίτον τινά, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὴν ἐλάβετε. Σᾶς ἔγραφα δὲ δι᾿ αὐτῆς ἐν περιλήψει, ὅτι ἔλαβα τὴν ἐπιστολήν σας μὲ τὰ δύο δεκάδραχμα, καὶ ὅτι ὁ κύριος Μανοῦσος δὲν μὲ ἔλαβεν ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰς τὸ κατάστημά του, ἀλλὰ θὰ μὲ λάβῃ ἀργότερα.
Τὸ ἔγκλειστον γράμμα νὰ τὸ δώσετε εἰς τὴν ἐπιγραφομένην.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας, ἐπίσης καὶ τὴν ἰδικήν σας, καλή μου μῆτερ.
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 21 Μαρτίου 1874
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
Καὶ καλὸν Πάσχα.
26
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 4 Ἀπριλίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Χριστὸς ἀνέστη.
Ἔλαβα τὸ γράμμα σας ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον, τὸν γαμβρὸν τοῦ Καραπιπέρη. Ὡσαύτως ἔλαβα ἀπὸ τὸν ἴδιον δραχμὰς 20 καὶ λ. τόσα, καθὼς εἶναι σημειωμένα εἰς τὴν ἐπιστολήν. Ὁμοίως καὶ ἕνα καλάθιον μὲ αὐγὰ κόκκινα, 36.
Αἱ ἑορταὶ τοῦ Πάσχα ἀπέρασαν πολὺ αἰσίως καὶ ἡσύχως δι᾿ ἐμέ. Ἄμποτε δὲ νὰ ἀπέρασαν καὶ διὰ σᾶς ἀκόμη αἰσιώτερα καὶ εὐτυχέστερα.
Ὁ Κύριος Ν. Ι. Νικολαΐδης μοὶ εἶπε περὶ τῆς θέσεως τοῦ ἐν Σκιάθῳ διδασκάλου τοῦ Ἑλλ. Σχολείου, ὅτι ὡμίλησεν εἰς τὸν κ. Πανταζῆν διὰ σέ. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀξιότιμος βουλευτὴς Κύριος Δουλίδης μοὶ εἶπεν αὐθορμήτως, ὅτι θὰ ὁμιλήσῃ, καὶ ὡμίλησε τῷ ὄντι τὸ παρελθὸν Μέγα Σάββατον, καὶ πάλιν δὲ πιστεύω ὅτι θὰ ὁμιλήσῃ. Ὁ Κύριος Πανταζῆς λέγει ὅτι σᾶς ἐνθυμεῖται ἀλλ᾿ ἡ μόνη δυσκολία τὴν ὁποίαν ἀπαντᾷ εἶναι ἡ ἔλλειψις τοῦ πτυχίου. Ἐν γένει δὲ τὰ αἰσθήματα τοῦ κ. Δουλίδου μ᾿ ἐφάνησαν πολὺ εὐγενῆ. Ὅσον τὸ κατ᾿ ἐμέ, εἴτε ἐπιτύχῃ εἴτε ἀποτύχῃ, θὰ εἶμαι εὐγνώμων πρὸς αὐτὸν διαπαντός. Γράψατε, ἂν τὸ κρίνετε εὔλογον, πρὸς αὐτὸν ἕνα γράμμα εὐχαριστήριον συγχρόνως καὶ παρακλητικόν. Γράψατε δὲ καὶ εἰς τὸν κ. Πανταζῆν, ἴσως καὶ κατορθωθῇ τὸ πρᾶγμα.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας, ὁμοίως καὶ τὴν ἰδικήν σου, μῆτέρ μου.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
27
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 18 Ἀπριλίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν παρελθοῦσαν Πέμπτην μίαν ἐπιστολήν σας παρὰ τοῦ Νικολάου Παπᾶ Ἀλεξάνδρου, καὶ ἓν ὑποκάμισον παρὰ τῆς κυρίας Ἀγγελικῆς τοῦ καπετὰν Κοτζιᾶ.
Ὁ θεῖός μου Κωνσταντῖνος ἐκληρώθη καὶ πάλιν ἔνορκος διὰ τὰς Ἀθήνας.
Τὴν 27. δὲ Ἀπριλίου ἀρχίζουν αἱ συνεδριάσεις τοῦ Κακουργοδικείου. Ἀλλὰ δὲν πιστεύω νὰ ἔλθῃ, ἀφοῦ τὴν 12 Μαΐου παραλαμβάνει τὴν ἀρχήν.
Τώρα δὲ σᾶς πληροφορῶ ὅτι τὰ μὲν μαθήματα ἡμῶν λήγουσι τὴν 10. Μαΐου, αἱ δὲ ἐξετάσεις ἄρχονται ἴσως τὴν 1. Ἰουλίου, κατόπιν τῶν ἄλλων τάξεων. Ἀλλ᾿ ἕως τότε εἶναι τρεῖς μῆνες σχεδὸν (διότι μόλις μέχρι τῶν μέσων Ἰουλίου θὰ τελειώσουν αἱ ἐξετάσεις). Ὥστε ἐὰν πρέπῃ νὰ μείνω τώρα διὰ νὰ ἐξετασθῶ, θέλω πολλὰ χρήματα ἀκόμη, ἕως ἑκατὸν δραχμάς. Διότι δυστυχῶς ἡ εἰς τοῦ κ. Μανούσου εἴσοδός μου δὲν ἐπραγματοποιήθη, καὶ ἀλλαχοῦ δὲν ηὐτύχησα νὰ εὕρω πόρον τινά. Ἐντρέπομαι δὲ παραπολὺ καὶ τὸν Σωτηράκην, ὅστις μόνος του πληρώνει τὸ διπλοῦν ἐνοίκιον. Χρεωστῶ δὲ καὶ εἰς τὸ ξενοδοχεῖον, ὅπου μ᾿ ἐσύστησεν ὁ θεῖός μου, περὶ τὰς δεκαπέντε δραχμὰς ἀπὸ τὴν 20. Μαρτίου μέχρι σήμερον.
Ὅθεν ἂν θέλετε νὰ πάρω τώρα τὸ ἀπολυτήριον διὰ καλλίτερα, πρέπει νὰ μοῦ οἰκονομήσετε λεπτά. Ἄλλως θὰ ἔλθω τὴν 19. Μαΐου ἀναβάλλων διὰ τὸ φθινόπωρον τὰς ἀπολυτηρίους μου ἐξετάσεις. Ἀλλὰ καὶ πάλιν χρειάζομαι τοὐλάχιστον 30 δραχμὰς νὰ μοὶ στείλετε, διὰ τὸν ναῦλον καὶ τἆλλά μου ἔξοδα, καὶ χωριστὰ ὅσα χρεωστῶ εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. Αὐτὰ εἶναι τὰ σκληρὰ ἀλλὰ καὶ τὰ ἀληθῆ, ἅτινα κάλλιον ἐμοῦ γνωρίζετε. - Εἰπέτε εἰς τὴν Ἀλεξάνδραν τοῦ Ἀλογάκη χαιρετίσματα παρὰ τῆς κυρᾶς Εὐαγγελῆς, καὶ ὅτι ἡ δουλειά της ἐτελείωσε καὶ ἀπεστάλησαν τὰ ἔγγραφά της εἰς Σκίαθον πρὸ πολλοῦ, καὶ ἂν ἔλαβε τὰ χρήματα, ὅσα τῆς ἐστάλησαν διὰ τὴν Λαμπρήν. Προσέτι δὲ εἰπέτε της νὰ φροντίσῃ νὰ στείλῃ ἐκεῖνο ὁποῦ τῆς ἐπαράγγειλεν ἡ κυρὰ Εὐαγγελή, ἂν τὸ ἐτελείωσεν ἕως τώρα.
Εἰπέτε τῆς θείας Κυράννας ἀσπασμοὺς ἐκ μέρους τοῦ συγγενοῦς της Μελισταγῆ.
Σᾶς κατασπάζομαι τὴν δεξιάν.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
Πρὸς τὴν μητέρα μου
Μάννα μου, ἐγὦμαι τ᾿ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι,
ὁποῦ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποῦ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι᾿ ἂν στραφῇ, κι᾿ ἀφ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν περάσῃ,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῇ, κλωνάρι νὰ πλαγιάσῃ.
Ἐγὼ βαρκοῦλα μοναχή, βαρκοῦλ᾿ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾿ ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα, χωρὶς πανί, τιμόνι
κι᾿ ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανοῦλά μου,
ν᾿ ἀράξω μὲς τὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανοῦλά μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω,
τοῦ ῥοιζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾿ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω,
κ᾿ ἐκεῖ νἀβρῶ τὴ μοῖρά μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ· εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βάσανά μου,
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποῦ σφαλνᾷ θάλασσα φύκια κι᾿ ἄμμο·
εἶναι κ᾿ ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴ ψυχὴ τὴ μαύρη,
π᾿ ἀρνήσθηκε τὴν Παναγιά, κι᾿ ὁπὤλεος δὲν θαὔρῃ.
Κ᾿ ἐκείνη μ᾿ ἀποκρίθηκε κι᾿ ἐκείνη ἀπελογήθη·
«ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποῦ γεννήθης·
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ῥίζα πῆρες·
ὅντας σὲ ἔπλασ᾿ ὁ θεὸς δὲν εἶχεν ἄλλαις μοίραις».
28
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 29 Αὐγούστου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔφθασα χθὲς τὸ ἑσπέρας αἰσίως· εἶμαι πολὺ ὑγιής. Ἀκόμη δὲν ἐπῆγα πουθενά, οὐδὲ ἔκαμα τίποτε. Ἔμεινα προσωρινῶς εἰς τοῦ Σωτηράκη, ὅστις εἶναι ὑγιὴς καὶ σᾶς ἀσπάζεται. -
Μέσα εἰς τὸ ἀτμόπλοιον ἡ κυρὰ Ἑλένη, ἡ γυναικαδέλφη τοῦ Ἰω. Χατζῆ Σταματίου, μοὶ ἔδωκεν ἓν σφάντζικο, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐχρεώστει, καθὼς μοὶ εἶπεν. -
Ἀσπασμοὺς πολλοὺς εἰς ὅλους. Σᾶς ἀσπάζομαι καὶ εἰμὶ
ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
29
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 5 Σεπτεμβρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σᾶς ἔγραψα ἀπὸ 29 Αὐγούστου ἅμα φθάσας ἐνταῦθα.
Εἰς τοῦ κ. Μανούσου ὑπῆγα τὴν 30ὴν καὶ ἔδειξα αὐτῷ τὴν συστατικὴν τοῦ κ. Σταγειρίτου. Μοὶ ἀπήντησε δὲ ὅτι πρέπει νὰ περιμείνω μέχρις οὗ μὲ εἰδοποιήσῃ κ.τ.λ. Ὅθεν περιμένω τώρα.
Αἱ ἐξετάσεις μου ἤρχισαν χθὲς Τετάρτην. Ἐξακολουθοῦν δὲ σήμερον καὶ θὰ τελειώσουν ἴσως μέχρι τοῦ Σαββάτου. Ἕως τώρα πηγαίνω καλά.
Λάβετε παρὰ τοῦ κ. Αἰγιαλείδου ἓν καλυμμαύχιον, διὰ τὸ ὁποῖον ἐπλήρωσα δραχμὰς 5,80.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς φιλτάτης μητρός μου,
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
[Σημείωση τοῦ Παπαδιαμάντη κοντὰ στὴ διεύθυνση:] μὲ ἓν καλυμμαῦχι.
30
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 19 Σεπτεμβρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβα τὴν ἐπιστολήν σας καὶ ἓν ὑποκάμισον ἀπὸ τὴν ἐξαδέλφην μου Χαρίκλειαν.
Αἱ ἐξετάσεις μου ἐτελείωσαν τὴν Δευτέραν τῆς παρελθούσης ἑβδομάδος, 7βρίου 9. Προχθὲς τὴν Τρίτην ἐπῆρα τὸ ἀπολυτήριόν μου, μὲ βαθμὸν καλῶς. Ἀκόμη δὲν ἐπῆγα νὰ ἐγγραφῶ εἰς τὸ Πανεπιστήμιον. Σαλεύω δὲ μεταξὺ θεολογίας καὶ φιλοσοφίας, καὶ καλὸν ἦτο νὰ ἔχω τὴν γνώμην σας· ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ προθεσμία τῶν ἐγγραφῶν τελειώνει τὴν προσεχῆ Τετάρτην καὶ δὲν θὰ προλάβω ἕως τότε νὰ λάβω γράμμα σας. Θὰ ὑπάγω λοιπὸν τὴν Δευτέραν νὰ ἐγγραφῶ εἰς ὅποιαν τῶν δύω σχολῶν μὲ φωτίσῃ ὁ Θεός.
Ἐκείνην τὴν ἐπιστολήν, τὴν ὁποίαν ἐστείλατε περὶ τὰ τέλη Ἀπριλίου μὲ τὸ ἐν αὐτῇ 10δραχμον κλπ. τὴν ἔλαβε ὁ Σωτήρης. Ἀλλὰ δὲν μᾶς εἰδοποίησεν ἐγγράφως ὁ κύριος Σωτήρης νὰ τὸ ἠξεύρωμεν.
Ὁ Δ. Παπαϊωάννου εἶναι Ἑλληνοδιδάσκαλος εἰς ἓν τῶν ἐνταῦθα σχολαρχείων καὶ σᾶς ἀσπάζεται μεθ᾿ ὅλης τῆς οἰκογενείας του.
Δότε τὸ ἐσώκλειστον ἐπιδοτήριον εἰς τὸν Ἀντώνιον Δεληγεώργην.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας· ὁμοίως καὶ τὴν τῆς μητρός.
Σᾶς ἀσπάζεται καὶ ὁ Σωτήριος.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
Ἀπὸ χθὲς ἤρχισα νὰ παραδίδω μάθημα εἰς τὸν Δημητράκην, υἱὸν τοῦ ἐκ Γλώσσης Βουλευτοῦ Γεωργιάδου, ἀντὶ δραχ(μῶν) 25 κατὰ μῆνα. Ὥστε περὶ τὰ μέσα Ὀκτωβρίου θὰ λάβω χρήματα... ἀλλὰ τώρα τὸ χαρτσιλῆκί μου ἐσώθη...
31
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 2 Ὀκτωβρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὰς ἀπὸ 22 καὶ 25 Σεπτεμβρίου ἐπιστολάς σας μετὰ τοῦ δεκαδράχμου, κτλ.
Ὁ κ. Νικολαΐδης οὐδόλως φαίνεται εὐδιάθετος νὰ παύσῃ ἐπὶ τοῦ παρόντος τὸν Δ. Μ. διὰ νὰ διορίσῃ ἄλλον τινά, διότι καὶ ὁ συνάδελφός του δὲν εἶναι σύμφωνος εἰς τοῦτο. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι εὑρίσκονται οἱ ἄνθρωποι
εἰς δεινὴν θέσιν ἕνεκα τῶν πολλῶν καὶ ἀντιφατικῶν ἀπαιτήσεων. Ὥστε εἰς ἀκατάλληλον ὥραν ἐπαρουσιάσαμεν καὶ ἡμεῖς τὴν ἰδικήν μας.
Πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι καὶ ἐγὼ αὐτὸς ἐθαύμασα, ὅταν ἀνέγνωσα ὅσα μοὶ γράφει ὁ ἀδελφός μου Γεωργάκης. Παρῃτήθη, λέγει, ἀπὸ τὴν Δημαρχίαν, διότι τοῦ δίδουν 30 δραχμὰς τὸν μῆνα καὶ τ.λ. Ἐὰν αὐτὸς μόνον ὁ λόγος τὸν ἔκαμε νὰ παραιτηθῇ, ἠδύνατο νὰ μείνῃ. Ἤθελα οὔτε ἐγὼ οὔτε ὁ ἀδελφός μου, οὔτε κανεὶς ἐκ τῶν ἰδικῶν μου νὰ μὴ πλησιάζῃ εἰς τὴν Δημαρχίαν, Δημαρχίαν κομματικήν. Διότι εὑρίσκεται κανεὶς μεταξὺ τοῦ φθόνου τῶν μὲν καὶ τῆς κακολογίας τῶν δέ. Ἄν, αὐτὰ σκεπτόμενος, δὲν θέλῃ νὰ πηγαίνῃ καὶ ὁ Γ(εώργιος), ἂς μὴ πηγαίνῃ. Ὄχι ὅμως διὰ τὰς 30 δραχμάς. Ἡμεῖς δὲν εἴμεθα συνειθισμένοι μὲ τὰ πολλά, ἂς ὠφελῆται καὶ ὁ δυστυχὴς θεῖός μας, ὅστις χρεωστεῖ τόσα χρήματα...
Ἀλλὰ τάχα, καὶ ἂν παραιτηθῇ ὁ Γ(εώργιος) ἀπὸ τὴν Δημαρχίαν, εἶναι ἀνάγκη νὰ παύσωμεν τὸν ἄνθρωπον, διὰ νὰ διορισθῶμεν ἡμεῖς; Δὲν εἴμεθα ἡμεῖς οἱ ἴδιοι, οἵτινες πρὸ ἓξ ἐτῶν κατεκρίναμεν ἄλλους, διότι ἔκαμον ὅ,τι καὶ ἡμεῖς τώρα ζητοῦμεν νὰ κάμωμεν; Ἄλλοι ἦσαν οἱ νόμοι τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς τιμιότητος τότε, καὶ ἄλλοι εἶναι σήμερον; Ἢ ἄλλοι ἦσαν δι᾿ ἐκείνους καὶ ἄλλοι δι᾿ ἡμᾶς; Ἂς μὴ κάμωμέν τι διὰ τοῦ ὁποίου θὰ δώσωμεν ἀφορμὴν εἰς ἄλλους νὰ μᾶς κατακρίνουν, ἂς μείνωμεν εἰς τὴν ἔντιμον πενίαν μας, διὰ νὰ μᾶς βοηθῇ καὶ ὁ Θεός. Ὁ Γεώργιος εἶναι νέος καὶ ἔχει στάδιον νὰ διατρέξῃ. Ἂς μὴ βιάζηται.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν Σας, καὶ σοῦ, μῆτερ.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
(Ἐνεγράφην φοιτητὴς τῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς.)
32
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 16 8βρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν τελευταίαν ἐπιστολήν σας μὲ τὸ δεκάδραχμον παρὰ τοῦ Καμπαΐλια. Ἔλαβον καὶ τὸ καλάθιον παρὰ τοῦ Νικολάου Μωραΐτου. ῎Εμαθον δὲ ὅτι προεχειρίσθητε ἐσχάτως πνευματικὸς καὶ ἐπίτροπος ἐπισκοπικός, ἐφ᾿ ᾧ καὶ συγχαίρω ὑμῖν.
Εἶμαι ὑγιὴς καὶ σᾶς ἀσπάζομαι
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
33
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 31 Ὀκτωβρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἀπὸ 16. τοῦ λήγ(οντος) Ὀκτωβρίου σᾶς ἔγραψα διὰ τοῦ Κωνστ. Λητοΐδου. Δὲν ἔλαβα ὅμως ἀπάντησίν σας οὔτε διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου, μὴ ἐλθόντος ἐπιβάτου τινὸς ἐκ Σκιάθου, οὔτε ταχυδρομικῶς. Πολὺ λυποῦμαι διὰ τοῦτο, διότι συνειθισμένος εἶμαι νὰ λαμβάνω γράμμα σας.
Ἀπὸ τῆς προχθὲς Κυριακῆς μὲ ἐκάλεσεν ὁ Παπᾶ Γεράσιμος καὶ μοὶ εἶπεν ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ κάμνω μάθημα, ἀντὶ 15δράχμου ἀμοιβῆς. Ἔχω λοιπὸν τώρα δύω προγυμνάσεις, αἵτινες μοὶ δίδουσιν ἐν συνόλῳ τεσσαράκοντα δραχμὰς κατὰ μῆνα.
Δὲν ἠξεύρω ἂν ἡ θεία Πρόνοια ἀμέσως ἐνέπνευσε τὸν παπᾶ Γεράσιμον ἵνα λάβῃ τὴν ἀπόφασιν ταύτην, ἢ ἂν μετεχειρίσθη ἄγγελόν τινα πρὸς τοῦτο. Ἂν γνωρίζῃς σὺ τὸν ἄγγελον τοῦτον, μῆτέρ μου, εἰπέ τῳ ὅτι εἶμαι ἀφωσιωμένος πρὸς αὐτόν, ὡς πρὸς ἄγγελον προστάτην μου.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
34
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 14 Νοεμβρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 3. τρ. μ. ἐπιστολήν σας, καὶ δραχμὰς 11,70/οο. Ἄλλην ἐπιστολήν σας δὲν εἶχα λάβει κατ᾿ αὐτάς. Δὲν ὑπῆγα δέ ποτε νὰ ἐπισκεφθῶ τὸν Σ(εβασμιώτατον) Ἀρχιεπίσκοπον, διότι καὶ καιρὸς ἀρκετὸς δὲν μοῦ μένει, καὶ βαρύνομαι ἄνευ λόγου νὰ κρούω τὰς θύρας τῶν μεγάλων. Πέρυσι προσῆλθον πρὸς αὐτὸν ὀλίγας φοράς, διότι εἶχα αἰτίαν νὰ προσέρχωμαι. Ἐν τούτοις θέλω ξεκλέψει μίαν ὥραν, ὁπόταν τύχω εὐκαιρίας, διὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ καὶ ζητήσω τὴν εὐλογίαν του. -
Τσοράπια δὲν μοὶ ἔφερεν ὁ Νικολάκης τοῦ Μωραΐτη, ἂν καὶ τὸν εἶδα εἰς τὰς Ἀθήνας ἀφότου ἦλθε. Δὲν μοὶ γράφετε δὲ ἂν τὰ ἐν λόγῳ τσοράπια ἐδώκατε εἰς αὐτὸν τότε ὁμοῦ μὲ τὸ καλάθιον, καὶ διατί τότε δὲν μοὶ ἐγράφετε τοῦτο. -
Ἡ κυρὰ Εὐαγγελὴ ἡ οἰκοδέσποινά μας μοὶ λέγει ὅτι διεύθυνε πρὸς ὑμᾶς διὰ τοῦ Κωνστ. Λητοΐδου ἓν γράμμα πρὸς τὴν Ἀλεξανδρὼ Ἀλογάκη, εἰς τὸ ὁποῖον τῆς ἐξηγεῖτο διὰ μίαν ὑπόθεσιν ὑφαντικὴν καὶ περὶ ἐνωτίων κτλ. Γράψατέ μοι ἂν ἔλαβεν ἡ Ἀλεξανδρὼ τοιοῦτον γράμμα καὶ διατί δὲν ἀπήντησεν εἰς τὴν κυρὰν Εὐαγγελήν. -
Τὴν δεξιάν σας κατασπάζομαι. Ὁμοίως καὶ τὴν σήν, μῆτέρ μου, καὶ τὴν σήν, γηραιά μου μάμμη.
Μένω
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος Παπαδαμαντίου
35
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 28 9βρίου 1874.
Σεβαστέ μοι, πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 17 Νοεμβρίου ἐπιστολὴν τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργίου. Τὰ τσοράπια περὶ ὧν μοὶ εἴχατε γράψει τὰ ἔλαβα ἀπὸ τὸν Νικολάκην
τοῦ Σινιοροῦ ἐσχάτως. Τὰ χαιρετίσματα τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργίου τὰ εἶπα εἰς ὅσους μοὶ ἔγραφε. Καὶ αὐτοὶ τὸν ἀντασπάζονται.
Σᾶς φιλῶ τὴν δεξιάν· ὁμοίως καὶ τὴν τῆς μητρός μου.
Ὁ υἱός σας,
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
36
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 12 Δεκεμβρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Μὲ τὸ τελευταῖον ἀτμόπλοιον δὲν εἶχον ἐπιστολήν σας, καὶ οὔτε ταχυδρομικῶς ἔλαβον τοιαύτην. Πολὺ μὲ κακοφαίνεται τοῦτο, ἐνῷ ἠδύνασθε νὰ μοὶ γράψητε ἐγκλείστως διὰ τοῦ Νικολαΐδου ἢ τοῦ Ἀρχιερέως μας, κτλ. Εἶναι εἰκοσιδύω ἡμέραι ἀφότου ἔλαβον μίαν ἐπιστολὴν γεγραμμένην διὰ χειρὸς τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργίου, καὶ ἔκτοτε ἄλλην δὲν ἔλαβον. Ἐγὼ ὅμως σᾶς ἀπήντησα διὰ τοῦ Νικολάου Ἰ. Ἀποστόλη. -
Κατὰ τἄλλα εἶμαι πολὺ καλά.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς μητρός μου.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος Παπαδαμαντίου
Προχθὲς ἐπεσκέφθην τὸν Σ. Ἀρχιεπίσκοπον καὶ δὲν εἶχεν ἐπιστολὴν δι᾿ ἐμέ.
37
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 26 Δεκεμβρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἀπὸ 15 τοῦ λήγοντος ἐπιστολήν σας ἔλαβον. Τὴν δὲ ἀπὸ αʹ. τοῦ αὐτοῦ δὲν τὴν εἶχα λάβει ὅτε σᾶς ἔγραφον τὴν ἀπὸ 12 ἐπιστολήν μου, τὴν ἔλαβον δὲ μετὰ τοῦ ἐγκλείστου ἐν αὐτῇ δεκαδράχμου μόλις τὴν 15ην τοῦ αὐτοῦ, ἤτοι μετὰ 14 ἡμέρας ἀφότου ἐγράφη.
Ἐπεύχομαι ὑμῖν νὰ διέλθητε τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας καὶ τὸ ἀνατέλλον σωτήριον ἔτος 1875 ἐν ὑγιείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ.
Τὴν δεξιάν σας κατασπάζομαι· ὁμοίως καὶ τὴν σήν, μῆτέρ μου. -
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
38
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 9 Ἰανουαρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 29 τοῦ λήξαντος Δεκεμβρίου ἐπιστολὴν τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργίου, τὴν γραφεῖσαν ἐν ἀπουσίᾳ ὑμῶν εἰς ἅγ. Χαράλαμπον, κτλ. καὶ ἐχάρην διὰ τὴν ὑγίειάν σας. Καὶ ἐγὼ δὲ αὐτὸς ὑγιαίνω χάριτι θείᾳ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας ὡς καὶ τὴν τῆς μητρός μου.
Ὁ υἱός σας
Ἀλεξ. Παπαδαμαντίου
39
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 23 Ἰανουαρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 12 τρ. μ. ἐπιστολήν σας μετὰ τοῦ δεκαδράχμου γραμματίου.
Ἀπὸ τῆς 9ης Ἰανουαρίου ἔγραψα ὑμῖν διὰ τοῦ Εὐτυχοῦς τοῦ Παυλίνη, καὶ ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ εἰμὶ διατί ἆρα δὲν ἐλάβετε τὸ γράμμα μου.
Ἀσπάζομαι δὲ ἤδη τὴν ὑμετέραν δεξιάν,
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
40
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 6 Φεβρουαρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Προχθὲς μὲ τὸ ἀτμόπλοιον εἶχον γράμμα σας, καθὼς ἔμαθα, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔλαβον ἀκόμη. Τοῦτο δὲ διότι τὴν Παπαδοπούλαιναν, εἰς ἣν τὸ ἐδώκατε, ἐγὼ μὲν προσωπικῶς δὲν ηὐτύχησα νὰ τὴν ἐνταμώσω, αὐτὴ δὲ εἰς τρίτους, οἵτινες τὴν ἐντάμωσαν, δὲν ἠθέλησεν ἐξ ἰδιοτροπίας νὰ δώσῃ τὸ γράμμα, λέγουσα ὅτι πρέπει νὰ μοὶ τὸ ἐγχειρίσῃ ἀπ᾿ εὐθείας, διὰ νὰ τὴν συστήσω εἰς τὸ ῾Υπουργεῖον (!!!) καὶ κατορθώσω νὰ τῆς ἐβγάλουν σύνταξιν(;), ἕνεκα τῶν ἐκδουλεύσεων βεβαίως, τὰς ὁποίας ἔχει προσφέρῃ εἰς τὸ ἔθνος.
Ταῦτα λοιπόν, καὶ ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας ὡς καὶ τὴν τῆς μητρός μου.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
41
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 20 Φεβρουαρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἀπὸ 9 τρ. μ. ἐπιστολήν σας ἔλαβον, μετὰ τῶν 55,10/00 δραχμῶν, ἐξ ὧν τὰς 30 ἔδωκα εἰς τὸν ἅγ. Χαλκίδος μετὰ τοῦ ἐγγράφου. Ὁμολογῶ δὲ ὅτι δὲν ἐννόησα τὰς 15 δρ. τὰς ἀποστελλομένας ὡς ἀντίτιμον δύω βιβλίων τῆς ὑπηρεσίας, διότι δὲν ἐξεύρω ἀπὸ ποῖον κεφάλαιον καὶ ἄρθρον τίνος προϋπολογισμοῦ πληρώνονται τὰ βιβλία αὐτά, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν ὑπηρεσία, ἥτις ἐκδίδει τὸ πολὺ μίαν δωδεκάδα ἐγγράφων κατ᾿ ἔτος καὶ ἥτις δὲν ἀποφέρει κανὲν εἰσόδημα, νὰ ἔχῃ ἀνάγκην ἀπὸ δύω βιβλία τῆς ὑπηρεσίας ἀξίας 15 δραχμῶν, καὶ μάλιστα τὰ βιβλία ταῦτα νὰ εἶναι ἁγιασμένα καὶ μονογραφημένα ἀπὸ τὸν Καμπάνην. Ἀλλ᾿ αὐτὰ ἂς τὰ ἀφήσωμεν.
Τὸ καπέλλον τοῦ Γεωργίου θὰ τὸ στείλω, ἅμα τυχούσης εὐκαιρίας, ἴσως μὲ τὸ προσεχὲς ἀτμόπλοιον. Διότι μὲ τὸ σημερινὸν δὲν ἐντάμωσα κανένα ταξειδιώτην διὰ Σκίαθον. -
Τῆς ἐπιστολῆς σας τῆς μὲ τὴν Καβαλογήναν ἀποσταλείσης παρακαλῶ νὰ μοὶ σημειώσητε περίληψιν ἢ τὸ ἀντίγραφον, ἐπειδὴ δὲν κατωρθώθη νὰ τὴν λάβω. -
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας, ὁμοίως καὶ τὴν σήν, μῆτέρ μου. -
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
42
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 6 Μαρτίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἀπὸ 20 τοῦ λήξαντος Φεβρουαρίου ἔγραψα ὑμῖν ταχυδρομικῶς, ὅτι 25 ἔλαβον τὰς 55 δρ. παρὰ τοῦ Ἀργ. Θ. Ἰωάννου, ὅτι ἔδωκα τὰς 30 εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον καὶ ὅτι, ἅμα τυχούσης εὐκαιρίας, ἤθελον στείλῃ τὸ καπέλλον τοῦ Γεωργίου, ἐνέκλειον δὲ καὶ σημείωσιν τῆς παραλαβῆς τῶν 30. δραχ. ὑπογεγραμμένην παρὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Ἀγνοῶ ἂν ἐλάβετε τὴν ἐπιστολήν μου, διότι ἀπάντησίν σας δὲν ἔλαβον ἀκόμη.
Ἤδη, ἂν σήμερον ἐπέστρεψεν ὁ Δημήτριος Ἀποστόλου ἐκ τοῦ εἰς Σῦρον ταξειδίου του, καὶ ἀναβῇ ἐπάνω, θὰ σᾶς ἀποστείλω δι᾿ αὐτοῦ τὸ καπέλλον τοῦ Γεωργίου. Ἂν ὄχι, παρακαλῶ τὸν Γεώργιον νὰ μὲ συγχωρήσῃ, καὶ διὰ τοῦ προσεχοῦς ἀτμοπλοίου θέλω τῷ στείλῃ τὸ καπέλλον.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας, ὡς καὶ τὴν τῆς καλῆς μου μητρός. -
Ὁ υἱός σας
Ἀλεξ. Παπαδαμαντίου
43
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 20 Μαρτίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 9 Μαρτίου ἐπιστολήν σας καὶ τὸ δεκάδραχμον.
Προχθὲς μὲ τὸν Δημ. Ἀποστόλου σᾶς εἶχα δύω γράμματα τῆς αὐτῆς ἡμερομηνίας· τὸ ἓν πρὸς ὑμᾶς, τὸ ἕτερον πρὸς τὸν Γεώργιον ἐπὶ ταχυδρομικοῦ
χάρτου ἐπὶ ποδὸς γραφὲν καὶ ἀποσταλὲν εἰς Πειραιᾶ μετὰ τοῦ καπέλλου δι᾿ ἐπίτηδες ταχυδρόμου. Δὲν μοὶ γράφετε ἂν καὶ τὰ δύω ἐλήφθησαν.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
44
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 3 Ἀπριλίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 23 Μαρτίου ἐπιστολήν σας. Εἶμαι ὑγιής. Σᾶς εὔχομαι
τὰ ἄχραντα Πάθη καὶ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν ὑγιείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
45
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 17 Ἀπριλίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 6 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σας μετὰ τοῦ καλαθίου τῶν πασχαλίων ὠῶν, ἅπερ καὶ διένειμα εἰς τὰ παιδία, καθὼς μοὶ γράφετε.
Τὴν δὲ ἐπιστολήν σας τὴν ἀποσταλεῖσαν διὰ τοῦ Σ(εβασμιωτάτου) Ἀρχιερέως μετὰ τῶν 20 δραχμῶν ἀκόμη δὲν ἔλαβον. Διότι ὁ Ἀρχ. εἶναι εἰς Χαλκίδα πρὸ 15 ἡμερῶν, χάριν τοῦ Πάσχα, ὅπου καὶ ἐλήφθη. Παρήγγειλε
δὲ ἐδῶ εἰς ἕνα ἀνεψιόν του Ταγματάρχην νὰ δώσῃ εἰς τὸν Παπᾶ Γεράσιμον τὰς δραχμὰς ὅπως μοὶ τὰς ἐγχειρίσῃ. Σήμερον ἢ αὔριον τὰς λαμβάνω.
Εἰπέτε εἰς τὸν Παπᾶ Κωνσταντῆν Χρήστου ὅτι ἔλαβα τὴν εὐχετικήν του. Δὲν εἶδα ὅμως οὔτε τὴν πενθεράν του αὐτὰς τὰς ἡμέρας οὔτε τὸν Παναγιώτην, διὰ νὰ συνεννοηθῶ περὶ τοῦ καλυμμαυχίου, περὶ οὗ μοὶ γράφει. Ἂν ἡ πενθερά του θὰ μείνῃ ἀκόμη ἐν Πειραιεῖ (διότι ἀγνοῶ ἂν ἀπέρχεται σήμερον), καὶ ἂν ἔχῃ δώσει αὐτῷ χρήματα διὰ τὸ ἀντίτιμον, τότε θέλω ἀποστείλῃ τὸ καλυμμαύχιον διὰ τοῦ προσεχοῦς.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς ἀγαθῆς μου μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
46
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 1ῃ Μαΐου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σας. Σᾶς ἐγκλείω ὧδε τὴν ἀπόδειξιν τῆς παραλαβῆς τῶν 60 δραχμῶν.
Τὰς 20 δραχμὰς τὰς ἔλαβον τὴν 24 Ἀπριλίου μόνον, δηλ. ὅτε ὁ Σ. Ἀρχ. ἐπέστρεψεν ἐνταῦθα ἐκ Χαλκίδος. Τὰς εἶχα δὲ ἐξοδεύσει ὅλας πρὶν τὰς λάβω, τὰς ἐχρεωστοῦσα δηλ. Ὅθεν πρέπει νὰ μοὶ ἀποστείλετε καὶ ἄλλα, ἂν εἶναι δυνατὸν ἄνω τῶν 30 δραχ. διότι θὰ ἔλθω ἴσως εἰς Σκίαθον μὲ τὸ προσεχὲς ἀτμόπλοιον.
Σύ, Γεώργιε, σὲ παρακαλῶ, εἰπὲ τοῦ θείου σου νὰ ἐκδώσητε ἕνα πιστοποιητικὸν ἰθαγενείας τοῦ Νικολ. Ἐμμ. Κοκκίνου καὶ νὰ μοὶ τὸ ἀποστείλετε. Πλήρωσον δὲ μίαν δραχμὴν τοῦ χαρτοσήμου, καὶ ἐγὼ τὴν λαμβάνω ἐνταῦθα.
Σᾶς ἀσπάζομαι πάντας καὶ εἰμὶ
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
47
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 25 Σεπτεμβρίου 1875 Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔφθασα ἐνταῦθα ὑγιής· ὁ πλοῦς ἡμῶν ἦτο εὐάρεστος. Ἀφότου ἐπεβιβάσθημεν εἰς τὸ ἀτμόπλοιον μέχρις οὗ ἐφθάσαμεν εἰς Πειραιᾶ, σταγὼν βροχῆς δὲν ἔπεσε πλέον καὶ οὔτε τὸ ψῦχος ἦτο δριμύ. Εὗρον τὸν Ἀλέκον εἰς τὸν σταθμὸν τοῦ σιδηροδρόμου ἐν Ἀθήναις, καὶ μὲ ὡδήγησεν εἰς τὸ δωμάτιον, ὅπερ ἐνῳκίασε πρὸ δύω ἡμερῶν.
Δὲν ἦτον ἀληθὲς ὅτι ὁ Ἐμμανουὴλ Ἀποστολίδης εἶχε παραλάβῃ μεθ᾿ ἑαυτοῦ τὰ κανδήλια τῆς ἐκκλησίας τῶν Τρ. Ἱεραρχῶν καὶ τὰ ἀπώλεσεν ἐν Χαλκίδι. Τὰ κανδήλια εὑρίσκονται ἀκόμη ἐνταῦθα καὶ προσεχῶς θὰ ἀποσταλῶσιν.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν ὑμῶν καὶ τὴν τῆς μητρός μου.
Ὁ υἱός σας
Ἀλεξ. Παπαδιαμάντης
48
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 2 Ὀκτωβρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἅμα φθάσας ἐνταῦθα, τῇ 25 τοῦ λήξαντος μηνός, ἔγραψα ὑμῖν διὰ τοῦ ταχυδρομείου. Νέον τι δὲν ἔχω νὰ σᾶς ἀναγγείλω ἢ ὅτι τὰ μαθήματα ἡμῶν δὲν ἤρχισαν εἰσέτι. Τὴν δὲ ἐγγραφήν μου ἀνενέωσα τῇ 25, ὅτε ἔφθασα.
Ἀσπάζομαι πάντας
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
49
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 16 Ὀκτωβρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 7 τρ. μ. ἐπιστολήν σας καὶ ἐχάρην μαθὼν περὶ τῆς ὑγιείας σας.
Εἶδον δὲ ἐκ τῆς ὑπογραφῆς σας ὅτι προεχειρίσθητε Μ. Οἰκονόμος. Συγχαίρω ὑμῖν ἐπὶ τῇ τιμῇ ταύτη. -
Μεταξὺ τῶν ὑποκαμίσων μου εὗρον ἓν ὅπερ δὲν φέρει τὰ ἀρκτ(ικὰ) στοιχεῖα τοῦ ὀνόματός μου καὶ ἔχει τὸ ὄπισθεν φύλλον βραχύτερον τοῦ ἔμπροσθεν. Βεβαίως δὲ εἶναι τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργίου καὶ κατὰ λάθος ἐτέθη εἰς τὸ κιβώτιόν μου. -
Ἐλησμόνησα νὰ σᾶς γράψω προχθὲς νὰ εἴπητε τῆς θειᾶς Βράϊνας ὅτι τὸν υἱόν της Κωνσταντῖνον δὲν τὸν εὗρον ἐνταῦθα διαμένοντα εἰς Μέγαρα. Ἔδωκα τὸ γράμμα της εἰς τοὺς συστρατιώτας του ὅπως τῷ τὸ πέμψωσιν.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν ὑμῶν τε καὶ τῆς μητρός μου.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
Ὀμπρέλλαν διὰ τὸν Γεώργιον δὲν δύναμαι νὰ στείλω, διότι δὲν μοῦ ἔμειναν χρήματα, καὶ ἐγὼ αὐτὸς δὲ ἔχω ἀνάγκην ὀμπρέλλας.
Ὁ αὐτός.
50
Ἐν Ἀθήναις, τῇ λʹ. Ὀκτωβρίου ͵αωοεʹ.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ τῆς ιθʹ. τοῦ ἤδη λήγοντος ἐπιστολήν σας καὶ ἐχάρην πληροφορηθεὶς ἐξ αὐτῆς ὅτι ὑγιαίνετε θείᾳ Χάριτι.
Διὰ τοῦ ταχυδρομείου δὲν ἔλαβον τὴν ἣν μοὶ ἐπαγγέλλεσθε ἐπιστολήν, καὶ ἀγνοῶ ἂν τὴν ἐπέμψατε. Καλὸν δὲ εἶναι νὰ μὴ γράφητε πρὸς ἐμὲ ταχυδρομικῶς διὰ τοῦ κ. Γεωργιάδου, διὰ νὰ μὴ δίδωμεν βάρος εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ συνήθως μὲν γράφετέ μοι διὰ τῶν ἐπιβατῶν τοῦ ἀτμοπλοίου. Ἂν δὲ ἐνίοτε συμβαίνῃ νὰ μοὶ ἐπιστέλλητε ταχυδρομικῶς (ἀλλ᾿ ἄνευ χρημάτων, ἐννοεῖται), διευθύνετε τὸ γράμμα ἀμέσως πρὸς ἐμέ, ἐπιγράφοντες ὄχι ἁπλῶς «φοιτητήν», ἀλλὰ «φοιτητὴν τῆς φιλοσοφ. σχολῆς», καὶ οὕτω θὰ τὸ λαμβάνω ἀσφαλῶς καὶ ταχέως. Γράφετε δὲ καὶ τὸ ὄνομα ὑφ᾿ ἓν «Παπαδαμαντίου», διότι οὕτως εὐκολώτερα εὑρίσκεται ἡ ἐπιστολὴ εἰς τὸ ταχυδρομεῖον.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας, ὡς καὶ τὴν τῆς μητρός μου, καὶ μένω.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
51
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 13 Νοεμβρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 28 Ὀκτωβρίου ἐπιστολήν σας παρὰ τοῦ Ἰωάννου Δουλίδου. Ἔλαβον καὶ τὴν ἀπὸ 2 Νοεμβρίου μὲ τὰς 21 δραχμὰς παρὰ τοῦ Β. Χατζάκου.
Τὸ χαρτίον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔστειλεν ὁ Μανωλάκης ἀπὸ τὴν Λιβόρνον, δὲν κατώρθωσα νὰ τὸ ἐξοφλήσω μέχρι σήμερον. Αὐτὸ ἀπευθύνεται εἰς τὴν ἐν Λονδίνῳ Τράπεζαν «Ἕνωσιν», καὶ ἐν Ἀθήναις πρέπει νὰ ἀγορασθῇ μὲ ἔκπτωσιν, διὰ νὰ ἐξοφληθῇ. Ἡ Ἰόνιος Τράπεζα δὲν μοῦ τὸ ἐπῆρεν, ἡ Πιστωτικὴ ἐπίσης. Εἶναι δὲ ἐκδεδομένον εἰς τὴν διαταγὴν Ἀλεξάνδρου τινὸς Ἰωαννίδου ἢ Γουβαννίδου, καθὼς γράφει. Τὸν Γουβαννίδην αὐτὸν τὸν εἰκονικόν, τὸν ἰδανικόν, τὸν διὰ τὸν τύπον, πρέπει νὰ εὑρεθῇ ἄνθρωπος διὰ νὰ τὸν παίξῃ, καὶ βεβαίως δὲν δύναμαι νὰ τὸν δημιουργήσω ἐγὼ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Ἄνευ δὲ τῆς ὑπογραφῆς αὐτοῦ τοῦ Γουβαννίδου ἡ ἐξόφλησις δὲν γίνεται. Ἀφοῦ ὁ ἀνόητος ἤθελε νὰ στείλῃ συνάλλαγμα διὰ τὴν μητέρα του, ἔπρεπε νὰ εἴπῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ Παπαδιαμάντη ἢ τοῦ Μωραΐτου ἢ ἄλλου τινὸς συγγενοῦς, καὶ ὄχι ἑνὸς ἀνυπάρκτου Γουβαννίδου. Ὡστόσον ἂν τὸ ἐξοφλήσω ἕως αὔριον, μεσιτείᾳ φίλου τινός, ὅστις μοὶ ὑπεσχέθη τοῦτο, θὰ στείλω τὰ χρήματα εἰς τὴν θείαν μου μὲ τὸν Ἀλέξ. Καρπέτην, ὅστις ἀναχωρεῖ κατ᾿ αὐτὰς διὰ Σκίαθον. Μὲ τὸν ἴδιον θὰ στείλω καὶ τὴν ὀμπρέλλαν τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργάκη, ὃν ἀσπάζομαι σὺν ταῖς ἀδελφαῖς μου.
Ἐφημερίδας στέλλω ἀδιακόπως. Καὶ ὁτὲ μὲν ἐπιγράφω πρὸς τὸν θεῖόν μου, ὁτὲ δὲ πρὸς τὸν Γεώργιον, ὁτὲ δὲ πρὸς ὑμᾶς. Ἀλλὰ δὶς τῆς ἑβδομάδος, ποτὲ δὲν ἔλειψα. Ἂν δὲ μὲ τὸ ταχυδρομεῖον δὲν ἔρχονται τακτικῶς ἢ καὶ οὐδόλως, ἐγὼ δὲν πταίω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν ὑμῶν, ὁμοίως καὶ τὴν σήν, μῆτερ.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
52
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 27 Νοεμβρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Πρὸ δεκαπέντε ἡμερῶν ἔγραψα ὑμῖν διὰ τοῦ Κωνστ. ῾Ρήγα. Γράψατέ μοι ἂν ἐλάβετε τὴν ἐπιστολήν μου ἐκείνην, δι᾿ ἧς σᾶς ἔγραφον ὅτι δὲν εἶχον ἐξαργυρώσει τὸ συνάλλαγμα τοῦ Μανωλάκη. Ἔλαβον δὲ μόνον μίαν ἐπιστολὴν τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργίου ἀπὸ 7. Νοεμβρίου ταχυδρομικῶς.
Διὰ τοῦ κομιστοῦ τῆς παρούσης, ὅστις εἶναι ἔμπορός τις ἐρχόμενος αὐτόσε ὡς ναυλωτὴς φορτίου καυσοξύλων, σᾶς πέμπτω δραχμὰς 140, διὰ νὰ τὰς δώσητε εἰς τὴν θείαν μου Γερακούλαν. Τὸ συνάλλαγμα μοῦ τὸ ἐπῆραν διὰ 168 δραχμὰς εἰς τὴν Βιομηχανικὴν Τράπεζαν, ἐκράτησα δὲ καὶ ἐγὼ ἓν 28δραχμον, ὅπερ παρακαλῶ νὰ συμπληρώσητε.
Δὲν ἠξεύρω ἂν μοῦ ἐγράψατε κατ᾿ αὐτὰς διὰ τοῦ ταχυδρομείου καὶ δὲν ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σας. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι καθ᾿ ἑκάστην ἐρωτῶ εἰς τὸ ταχυδρομεῖον. Ἂν μοὶ γράφητε ταχυδρομικῶς, προσθέτετε εἰς τὴν ἐπιγραφὴν «Βιβλιοπωλεῖον Σ. Κουσουλίνη», καὶ οὕτω θέλω λαμβάνει ἀσφαλῶς τὰ γράμματα ὑμῶν.
Κατασπαζόμενος τὴν δεξιὰν ὑμῶν τε καὶ τῆς μητρός μου μένω
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
53
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 27 Νοεμβρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἐσώκλειστον ἐπιστολὴν σᾶς εἶχα γράψει σήμερον, ἀλλὰ μὲ ἐγέλασεν ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ἐπερίμενα σήμερον περὶ μεσημβρίαν νὰ ἔλθῃ εἰς Ἀθήνας. Μὴ εὐκαιρῶν νὰ κατεβῶ εἰς Πειραιᾶ ἀναγκάζομαι νὰ ἀναβάλω τὴν ἀποστολὴν τῶν 140 δραχμῶν. Σᾶς παρακαλῶ δὲ συνάμα νὰ εἴπητε τῷ θείῳ μου τῷ Δημάρχῳ νὰ δώσω, ἂν θέλῃ, μέρος τῶν δραχμῶν τούτων εἰς τὸν Ἀλέκον, 40 - 50, καὶ διὰ τὰς λοιπὰς 90 ἢ 100 εἰπέτε καὶ τῷ κ. Ἰωαννίδη νὰ τὰς δώσω, ἂν θέλῃ, εἰς τὸν υἱόν του ῾Ραφτάκην καὶ οὗτοι ἂς πληρώσωσιν αὐτοῦ τὰς δραχμὰς ταύτας πρὸς τὸν δικαιοῦχον.
Ταῦτα καὶ σᾶς ἀσπάζομαι
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
54
Ἐν Ἀθήναις, 27 Νοεμβρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σήμερον σᾶς ἔγραψα καὶ ταχυδρομικῶς, ὅτι δὲν σᾶς ἀποστέλλω τὰς 140 δραχμὰς τοῦ συναλλάγματος τοῦ Μανωλάκη. Ἤδη τῇ 5η ὥρᾳ μ.μ. εὑρὼν τὸν ἄνθρωπον ὅστις ἀναχωρεῖ διὰ Σκίαθον, σᾶς ἀποστέλλω αὐτὰς τὰς 140 δραχμάς, ἐκ τῶν 168 ὅσαι ἦσαν ὅλαι, ἀφοῦ δηλ. ἐκράτησα τὰς 28. Ὅταν λάβητε τὴν ὑπὸ σημερ(ινὴν) ἡμερομ(ηνίαν) ἐπιστολήν μου ταχυδρομικῶς, μὴ ἀπορήσητε ὅτι ἀντιφάσκει πρὸς τὴν παροῦσαν.
Σᾶς ἀσπάζομαι.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
Τὰς 140 δραχμὰς τὰς ἀποστέλλω διὰ τοῦ κ. Κωνστ. Ἰ. Σάντου, ἐμπόρου.
55
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 11 Δεκεμβρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ αʹ. τρ. μ. ἐπιστολήν σας· ἔλαβον ὡσαύτως καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ ὁμοίαν τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργίου. Ἀλλὰ τὸ γραμμάτιον τοῦ Ἐμμ. Κ. Παπαϊωάννου, ὅπερ μοὶ ἀπέστειλεν ἐγκλείστως, νομίζω ὅτι δὲν θὰ δυνηθῶ νὰ τὸ ἐξαργυρώσω, καὶ θὰ σᾶς τὸ ἐπιστρέψω αὐτοῦ. Ἕως τώρα ἀπετάθην εἰς δύω Τραπέζας, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν τὴν ὑπογραφὴν τὴν ὁποίαν ἔχει, διότι δὲν εἶναι ὑπογραφὴ ἀλλὰ μᾶλλον γραμμὴ διακεκλασμένη. Ταῦτα καὶ ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἀπορῶ διατί αὐτὸς ὁ Μανωλάκης δὲν λέγει κανὲν θετικὸν καὶ πραγματικὸν ὄνομα εἰς τοὺς τραπεζίτας του, ἀλλὰ πότε Ἀλέξανδρος Γουβαννίδης καὶ πότε Ἰωάννης (Ἰωάννα, θηλυκὸν δηλ. εἶναι γραμμένον). Ποῦ νὰ τὴν εὕρωμεν αὐτὴν τὴν Ἰωάνναν Ἰωαννίδου πάλιν; Ἀφοῦ ἦτον δύσκολον καὶ Ἀλέξ. Ἰωαννίδης νὰ εὑρεθῇ, πῶς θὰ εὑρεθῇ ἡ Ἰωάννα; Ἐγὼ τοὐλάχιστον λυποῦμαι ὅτι ἡ πτωχὴ θεία μου ἡ Γερακούλα δὲν θὰ λάβῃ τὰς 10 λίρας αὐτὰς προτοῦ νὰ περάσῃ ἕνα ἔτος, καὶ προτοῦ νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ πλοῖον τοῦ Μανωλάκη εἰς τὸν λιμένα τῆς Νίσης, ὅπου εἶναι ἐκδεδομένη ἡ συναλλαγματική.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
56
Ἐν Ἀθήναις, 11 Δεκεμβρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Κατόπιν τῆς σημερινῆς ἐπιστολῆς μου σᾶς πληροφορῶ ὅτι ἐδέχθησαν τὸ γραμμάτιον νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ἀλλὰ δι᾿ ἐννέα λίρας, ἤτοι νὰ κρατήσουν μίαν λίραν διὰ τὸν κόπον του. Ἐρώτησον τὴν θείαν μου, ἢ τὸν Γιαννιόν, καὶ ἂν δέχωνται, γράψον μοι μὲ τὸ ἀτμόπλοιον ἂν προλάβῃς ἢ μὲ τὸ ταχυδρομεῖον, διὰ νὰ ὁδηγηθῶ τί νὰ κάμω.
Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
57
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 18 Δεκεμβρίου 1875.
Φίλτατέ μοι ἀδελφέ,
Ἐπληροφορήθην ὅτι ἐμάλωσες μὲ τὸν θεῖόν μας Κωνσταντῖνον καὶ ἔφυγες ἀπὸ τὴν Δημαρχίαν. Καὶ τοῦτο μὲν δὲν εἶναι παράξενον, ἀλλ᾿ ἡ αἰτία διὰ τὴν ὁποίαν ἐμάλωσες μὲ ἐνδιαφέρει. Δηλαδὴ ὁ θεῖός μας, καθὼς ἔμαθα, σοῦ ἔκαμνε παρατηρήσεις καὶ σ᾿ ἐπέπληττε νὰ μὴ παίζῃς χαρτία, καὶ σὺ μὴ ἀνεχόμενος τοῦτο ἐπροτίμησες νὰ ἀποχωρήσῃς ἀπὸ τὴν Δημαρχίαν. Βεβαίως εἰς τὸν θεῖον Κωνσταντῖνον ἐφαρμόζεται εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν τό, «Διδάσκαλε, ποῦ δίδασκες καὶ νόμον δὲν ἐκράτεις» τῆς παροιμίας· ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον καὶ σὲ δὲν σὲ ἀθωώνω. Εἴπαμεν καὶ ἐξαναείπαμεν ὅτι δὲν εἶναι καλὸν νὰ παίζῃς χαρτιά, ὅτι ὁ δρόμος οὗτος εἶναι ὀλισθηρός, ὅτι βλάπτεις τὸν ἑαυτόν σου, ὅτι τὸ πάθος τοῦτο εἶναι φθοροποιόν, ὀλέθριον. Τωόντι ὁ ἀρχιτέκτων αὐτῆς τῆς ἐπαινετῆς ἐργασίας πταίει καὶ πταίει διὰ λογαριασμὸν ὅλων τῶν νέων, οἵτινες ἔφθασαν νὰ ἐκμάθουν αὐτὴν τὴν κακὴν ἕξιν. Εἶναι ὡς νὰ εἰσήγαγε μίαν χολέραν ἐπάνω εἰς τὸν τόπον. Ἀλλὰ καὶ πάλιν ἕκαστος ἐκ τῶν κάλφιδων, ἐξ ὧν εἶσαι καὶ σύ, πταίει διὰ τὸν ἑαυτόν του. Τὸ πταῖσμα τοῦ ἑνὸς δὲν ἀπαλλάττει τοὺς πολλοὺς ἀπὸ τὴν εὐθύνην. Διότι εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὑπάρχει μία ῥοπή, μία τάσις πρὸς τὴν διαφθοράν. Θέλει κανεὶς νὰ χαλασθῇ καὶ διὰ τοῦτο χαλνιέται. Διὰ τῆς βίας οὐδείς ποτε δύναται νὰ διαφθείρῃ τὸν ἄλλον ἄκοντα. Ὥστε δὲν σᾶς φταίει αὐτός, ἀλλὰ σεῖς οἱ ἴδιοι, οἵτινες εὑρέθητε πρόθυμοι νὰ τὸν μιμηθῆτε. Τὸ δὲ ἔγκλημα τοῦ ἑνὸς τὸ μέγα εἶναι ὅτι δὲν κλείει ἀποτόμως ὅλα τὰ καταγώγια αὐτῆς τῆς ἐλεεινῆς πτώσεως καὶ δὲν στέλλει τοὺς ἐργάτας της εἰς τὴν φυλακήν. Οὕτω μόνον δύναται νὰ ἐξαγοράσῃ τὸ πρῶτον σφάλμα του. Ἀφοῦ ἔφερε τὴν μάστιγα, τοὐλάχιστον ἂς τὴν διώξῃ.
Ἐπαναλαμβάνω ὅτι δὲν πρέπει νὰ παίζῃς χαρτιά. Πονῶ, θλίβομαι, ἀγανακτῶ διότι ἀκόμη παίζεις. Ἤλπιζα ὅτι θὰ τὰ εἶχες παραιτήσει ἤδη. Θὰ παύσῃς λοιπὸν αὐτὴν τὴν εὐτελῆ ἕξιν, ἂν θέλῃς νὰ σὲ ἀγαπῶ, ὅπως σὲ ἀγαπῶ.
Ὁ ἀδελφός σου
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Ἐλπίζω ὅτι ἕως τώρα θὰ ἐπανέλαβες τὴν ἐργασίαν σου εἰς τὸ δημαρχικὸν Γραφεῖον.
Ὁ αὐτός.
Δὲν ἔλαβα σήμερον ἀκόμη ἐπιστολήν σας, δὲν ἠξεύρω ἂν εἶχα.
58
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 25 Δεκεμβρίου 1875.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Δὲν ἔλαβον ἐπιστολήν σας εἰς ἀπάντησιν τῆς ἀπὸ 11 λ. μ. ἐμῆς, δι᾿ ἧς σᾶς ἐζήτουν ὁδηγίας διὰ τὸ γραμμάτιον τοῦ Μανωλάκη, ἂν θέλουν νὰ τὸ δώσω διὰ 9. λίρας. Ἀλλὰ τώρα, ἀφοῦ ἐπέρασε τόσος καιρός, ἀμφιβάλλω ἂν θὰ τὸ δεχθοῦν καὶ διὰ τόσον.
Ὁμοίως ἔγραψα ἀπὸ 18 τοῦ αὐτοῦ πρὸς τὸν ἀδελφόν μου Γεώργιον, καὶ ἀγνοῶ ἂν ἐλήφθη ἡ ἐπιστολή μου.
Εὔχομαι ὑμῖν τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας αἰσίους καὶ εὐτυχεῖς.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
59
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 8 Ἰανουαρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 19 τοῦ παρελθόντος Δεκεμβρίου ἐπιστολήν σας κατὰ τὴν 29 τοῦ αὐτοῦ μηνός.
Τὸ συνάλλαγμα τοῦ Μανωλάκη μοὶ ὑπεσχέθησαν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν, ἀλλ᾿ ἀκόμη δὲν μοὶ τὸ ἐξαργύρωσαν. Ὄχι τραπεζίτης, ὄχι προεξοφλητής, ὄχι κεφαλαιοῦχος, ἀλλὰ ἕνας μπακάλης εἶναι ὁ δεχθεὶς νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃ δι᾿ ἐννέα λίρας. Ἐπειδὴ ὅμως παρῆλθε πολὺς καιρὸς μέχρις οὗ λάβω ἀπάντησίν σας εἰς τὴν ἀπὸ 11 τοῦ Δεκεμβρίου ἐπιστολήν μου, τὸ ἔστρηψε, καὶ ὡς σωστὸς μπακάλης ἐζητοῦσε νὰ τὸ πάρῃ διὰ 8 1/2 λίρας καὶ ὄχι πλέον διὰ ἐννέα. Αὐτὰ παθαίνω ἐγὼ μὲ τὰ συναλλάγματα τοῦ Μανωλάκη σας. Ἔμαθα τοὺς δρόμους τῶν τραπεζιτῶν, τῶν κολλυβιστῶν, τῶν πωλούντων καὶ ἀγοραζόντων καὶ τῶν μπακάλιδων. Καὶ τὸ χειρότερον εἶναι ὅτι ἀναγκάζομαι νὰ ......... καὶ ἴσως εἶμαι διὰ τὴν φυλακήν.
Γράψατέ μοι ἂν ὁ Γεωργάκης πηγαίνῃ εἰς τὴν Δημαρχίαν ἢ ὄχι. Ὡσαύτως δὲν ἠξεύρω ἂν ὁ Δήμαρχος τοῦ δίδῃ ὅλον τὸν μισθὸν ἢ τοῦ κρατῇ 20 δραχμάς, ὡς καὶ πρότερον. Τοῦτο ἦτον ἀνάγκη νὰ τὸ ἠξεύρω διὰ νὰ ὁδηγηθῶ καὶ ἐγὼ ἂν εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ κάμνω μάθημα εἰς τὸν υἱὸν τοῦ κ. Δημάρχου ἢ ὄχι. Μὴ μὲ ἀφίνετε λοιπὸν εἰς τὸ σκότος. Πρέπει νὰ ἠξεύρω, δὲν πρέπει νὰ ἀγνοῶ. -
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
60
Ἐν Ἀθήναις, 16 Ἰανουαρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Προχθὲς τὴν 14 τ. μ. ἔλαβον μόλις τὴν ἀπὸ 28 Δεκεμβρίου ἐπιστολήν σας μὲ τὸ ἐσώκλειστον δεκάδραχμον. Μὲ τὸ τελευταῖον ἀτμόπλοιον δὲν εἶχα ἐπιστολήν σας καὶ δὲν ἠξεύρω ἂν ἐλάβετε τὴν ἀπὸ 8 Ἰανουαρίου ἰδικήν μου. Τὸ γραμμάτιον τοῦ Μανωλάκη τὸ ἐξαργύρωσα τέλος πάντων. Παρὰ τοῦ Ἰω. Παπανικολάου νὰ λάβετε 62 δραχμὰς δίδοντες πρὸς αὐτὸν ἀπόδειξιν διὰ λογαριασμὸν τοῦ κ. Σ. Κουσουλίνη. Θὰ σᾶς στείλω δὲ καὶ ἐγὼ μὲ τὸ προσεχὲς ἀτμόπλοιον ἄλλας ἑκατὸν σαράντα καὶ οὕτω τελειώνει ὁ λογαριασμός.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας. Γράψατέ μοι ἂν ἐλάβετε τὴν ἀπὸ 8 Ἰανουαρίου ἐπιστολήν μου.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
61
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 17 Ἰανουαρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σήμερον Σάββατον ἔλαβον τὴν ἀπὸ 11 τρ. μ. ἐπιστολήν σας μετὰ τοῦ ἐν αὐτῇ δεκαδράχμου παρὰ τοῦ κ. Μανούσου. Τὴν ἀπὸ 28 Δεκεμβρίου τὴν εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν κ. Γεωργιάδην ὁ συγγενής του Κωνστ. Οἰκονόμου διὰ νὰ μοὶ τὴν ἐγχειρίσῃ αὐτός. Ἀλλ᾿ ἐλησμόνησεν ἢ παρημέλησε, καὶ οὕτως ἐβράδυνα νὰ τὴν λάβω. Ὁ δὲ κ. Γεωργιάδης, τὸν ὁποῖον ἐντάμωσα ἐν τῷ μεταξὺ δὲν μοὶ εἶπε τίποτε νομίζων ὅτι τὴν εἶχα λάβει ἤδη.
Τὸ γραμμάτιον τοῦ Μανωλάκη ἐξηργυρώθη ἀντὶ λιρῶν στερλινῶν 9x28,60 = 257,40. Ἐκράτησα λοιπὸν τὰς 50, καθὼς μοὶ ἐγράψατε, πληρώσας 30 εἰς τὸ ξενοδοχεῖον καὶ ἀγοράσας καὶ παπούτσια. Τὰς λοιπὰς 207 θὰ τὰς ἐμβάσω πρὸς ὑμᾶς, ὡς ἑξῆς: ὁ κ. Σ. Κουσουλίνης, φίλος μου, εἰς ὃν ὀφείλω τὴν ἐξαργύρωσιν τοῦ γραμματίου, ἔγραψε πρὸς τὸν Ἰω. Παπανικολάου νὰ σᾶς μετρήσῃ 62 δραχμάς. Ἑτέρας, δὲν ἠξεύρω πόσας, θὰ σᾶς μετρήσῃ ὁ Κ. Λητοΐδης. Δότε ἀποδείξεις εἰς ἀμφοτέρους τούτους ὅτι ἐλάβετε τὰ ἀνωτέρω ποσὰ διὰ λογαριασμὸν τοῦ κ. Κουσουλίνη. Τὸ ὑπόλοιπον θὰ σᾶς τὸ πέμψω ἐγὼ διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου, ἂν εὕρω ἄνθρωπον.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς μητρός μου
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
Γράφετε πρὸς ἐμὲ διὰ τοῦ ταχυδρομείου ἀπ᾿ εὐθείας. Μόνον ὁσάκις καθυστερήσῃ τὸ Ταχυδρομεῖον ἕνεκα χειμῶνος, καθυστερεῖ καὶ ἡ ἄφιξις τῶν ἐπιστολῶν σας. Ἄλλως ἡ ταχυδρομικὴ ὑπηρεσία εἶναι ἀσφαλής.
62
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 22 Ἰανουαρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Προχθὲς τὴν Δευτέραν σᾶς ἔγραψα μὲ τὸ Ταχυδρομεῖον ὅτι ἔλαβον τὰς ἀπὸ 28 Δεκεμβρίου π. ἔ. καὶ 11 Ἰανουαρίου τοῦ τρέχοντος ἐπιστολάς σας μετὰ δύω δεκαδράχμων. Πρὸς τούτοις δὲ ὅτι ἐξηργύρωσα τὸ γραμμάτιον τοῦ Μανωλάκη δι᾿ ἐννέα ἀγγλικὰς λίρας πρὸς 28,60/00=257,40/00. Τώρα ἐπειδὴ δὲν ἔχω ἄνθρωπον διὰ νὰ σᾶς ἀποστείλω τὰ χρήματα ταῦτα, ἐλήφθη φροντίς, καὶ γράφει ὁ Σπ. Κουσουλίνης πρὸς τὸν Ἰω. Παπανικολάου σήμερον νὰ σᾶς μετρήσῃ ἓν ποσὸν μέχρις ὀγδοήκοντα δραχμῶν διὰ χρέος του πρὸς τὸν εἰρημένον Κουσουλίνην, καὶ ἄλλας τόσας περίπου, τὰς ὁποίας νὰ λάβῃ παρὰ τοῦ Κωνστ. Λητοΐδου ὁ αὐτὸς Ἰω. Παπανικολάου καὶ νὰ σᾶς τὰς μετρήσῃ ἐπίσης. Τὸ ὅλον δραχμὰς 151. Νὰ δώσητε δὲ ἀποδείξεις παραλαβῆς πρὸς τὸν Ἰω. Παπανικολάου. Τὰς λοιπὰς 56 δραχμὰς θέλω σᾶς τὰς ἀποστείλῃ ἐγὼ διὰ τοῦ προσεχοῦς ἀτμοπλοίου.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
63
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 26 Ἰανουαρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον προχθὲς τὸ Σάββατον τὰς ἀπὸ 15 τοῦ φθίνοντος ἐπιστολὰς παρὰ τοῦ Ν. Δαμάσκου, καὶ δύω φανέλλας τυλιγμένας ἐντὸς ὑποκαμίσου, κτλ.
Τὸ γραμμάτιόν μας τοῦ λαχείου τῶν Ἀρχαιοτήτων δὲν τὸ ἐκερδήσαμεν. Ἔστειλα δὲ ἐγὼ αὐτόσε ἓν φύλλον ἐφημερίδος τῆς 19. τοῦ μηνὸς τούτου, ἔνθα ἐδημοσιεύοντο οἱ λαχόντες ἀριθμοί.
Ἐγὼ σᾶς ἔγραψα ἀπὸ 17 Ἰανουαρίου ταχυδρομικῶς. Ἔτι δὲ καὶ ἀπὸ 21 διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου. Τὴν παραλαβὴν τῶν ἐπιστολῶν μου παρακαλῶ νὰ μοὶ ἀγγείλητε.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας· ὡσαύτως καὶ τὴν τῆς μητρός μου.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
64
Ἀθῆναι, 5 Φεβρουαρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὰς ἀπὸ 27 καὶ 30 τοῦ λήξαντος μηνὸς ἐπιστολάς σας.
Παρὰ τοῦ κομιστοῦ τῆς παρούσης λάβετε δραχμὰς ἑκατὸν καὶ λεπτὰ ὀγδοήκοντα ἤτοι δύω γραμμάτια τῶν 28 = δρ. 56.
τέσσαρα « 11.20 = « 44,80.
Τὸ βάζον τῆς κινίνης, ὅπερ σᾶς ἀποστέλλω, ἐπλήρωσα δραχ. 9. Ὡς τόσον δὲν μοὶ γράφετε ἂν εἶναι κανεὶς ἀσθενὴς ἐκ τῆς οἰκίας μας καὶ διὰ τοῦτο λυποῦμαι καὶ ἀθυμῶ. Γράφοντες πρὸς τὸ τέκνον σας λέγετε ξηρῶς «στεῖλέ μοι ἕνα βάζον κινίνον», ὡς νὰ ἀποτείνεσθε πρὸς ἐμπορικὸν ἀνταποκριτὴν ἢ ἐντολοδόχον, καὶ δὲν ἐνθυμεῖσθε κἂν ὅτι ἐγὼ θὰ ἀνησυχήσω ὑπονοῶν ὅτι εἶναί τις ἄρρωστος ἐκ τῆς οἰκίας μας.
Λάβετε καὶ ἓν ὡρολόγιον τοῦ κόλπου, τὸ ὁποῖον δότε εἰς τὸν Ἐπιφ. Καλοειδῆν, εἰς ὃν ἀνήκει.
Ταῦτα καὶ εὔχομαι ὑμῖν ἐν ὑγιείᾳ τὰς ἡμέρας τῆς ἀπόκρεω καὶ τὴν ἁγίαν τεσσαρακοστήν. Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας σὺν τῇ τῆς μητρὸς καὶ μένω
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
65
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 19 Φεβρουαρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Δὲν ἔλαβον ἐπιστολήν σας εἰς ἀπάντησιν τῆς ἀπὸ 5 τοῦ μηνὸς τούτου ἐμῆς. Δὲν ἐξεύρω λοιπὸν ἂν ἐλάβετε τὰς 100 δραχμὰς καὶ 80 λεπτά, καὶ τὸ βάζον τοῦ κινίνου, ὅπερ σᾶς ἀπέστειλα μετ᾿ αὐτῆς διὰ τοῦ λογιστοῦ τοῦ ἀτμοπλοίου κ. Δαμιανοῦ. Ἔμαθον ἀπὸ τὸν ἐξάδελφόν μου Σωτήριον Οἰκονόμου ὅτι ὁ ἀδελφός μου Γεώργιος ἔλαχε τὸν 7ον κλῆρον τῶν στρατευσίμων. Ὑποθέτω δὲ ὅτι μοὶ ἐγράψατε βεβαίως, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἔλαβα τὴν ἐπιστολήν σας. Ὥστε γράψατέ μοι ὅτι ἐλάβετε τὰ ἀνωτέρω πράγματα διὰ νὰ ἠξεύρω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν ὑμῶν τε καὶ τῆς μητρὸς
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
Ἂν ὁ 7ος κλῆρος εἶναι ὑποχρεωτικός, γράψατέ μοι νὰ φροντίσω περὶ ἀντικαταστάτου.
66
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 4 Μαρτίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον καὶ τὴν ἀπὸ 22 Φεβρουαρίου ἐπιστολήν σας μὲ 11 σβάνζικα. Εἰς τὰς ἀπὸ 9 καὶ 17 τοῦ αὐτοῦ ἀπήντησα ὑμῖν ταχυδρομικῶς τῇ 23ῃ. Ἀντικαταστάτην τοῦ Γεωργίου εὑρίσκω, ἀλλὰ δὲν δύναμαι νὰ εἴπω ὅτι εὗρον, πρὶν μοὶ πέμψητε τὸ πληρεξούσιον καὶ χρήματα μέχρι 600 δραχμῶν, διότι ὁ ἄφετος τῆς χθὲς γίνεται κατατακτὸς τὴν σήμερον, πολλοὶ δὲ κληροῦχοι ζητοῦσιν ἀντικαταστάτας. Μὲ πολλοὺς ὡμίλησα, ἀλλ᾿ ἤδη ἐπληρώθησαν ἀλλοῦ, καὶ ἐπὶ τέλους μένουν καὶ ἄλλοι οἵτινες εἶναι διαθέσιμοι ἀκόμη. Ἀποστείλατε λοιπὸν τὰ χρήματα καὶ θὰ εὕρωμεν ἕνα ἐκ τῶν πολλῶν.
Τὴν δεξιάν σας ἀσπαζόμενος εἰμὶ
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Πρό τινος καιροῦ μοὶ ἐγράψατε νὰ ἐξετάσω περὶ τοῦ Ἀντ. Μαραγκάκη, ἐγὼ δὲ ἐλησμόνησα νὰ ἀπαντήσω ὑμῖν περὶ τούτου. Θὰ εἶναι ἕως δύο μῆνες ἀφότου τὸν ἠντάμωσα ἡμέραν τινὰ τυχαίως καθ᾿ ὁδόν. Τὸν ἠρώτησα τί γίνεται καὶ ἂν λαμβάνῃ εἰδήσεις ἀπὸ τὴν Μαριώ, καὶ ἂν ἀποστέλλῃ πρὸς αὐτὴν γράμματα. Μοὶ εἶπε δὲ ὅτι «τὴν Μαριὼ τὴν ἐπαρᾴτησε» ὁριστικῶς, διότι «δὲν φθάνει ὅτι δὲν τοῦ ἔδωσαν τὰ μετρητά, τὰ ὁποῖα τοῦ ἔταξαν, ἀλλὰ ὁ γαμβρός της τοὺς ἐπῆρε καὶ τὸ ἀμπέλι, καθὼς αὐτὴ τοῦ ἔγραψε· καὶ ἂς κάμῃ καλὰ μὲ τὰ μυαλά της» καὶ τὰ τοιαῦτα. Ἐγὼ ὑπῆγα καὶ ἄλλοτε πρὸς ἐντάμωσίν του καὶ ἐπροσπάθησα νὰ καταπραΰνω αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπῆρξεν ἀμετάπειστος. Μόνον τὰ παιδία θέλει, τὴν Μαριὼ τὴν ἀποκρούει ἡ καρδία του.
Τώρα δὲν εἶναι ἐδῶ, διότι δὲν τὸν βλέπω. Μὲ εἶχεν ἐρωτήσει ἂν εἰς τὴν Σκόπελον ἔγεινεν ἕνας ἀτμόμυλος καὶ μοὶ ἔλεγεν ὅτι θὰ ὑπάγῃ ἢ ἕως εἰς τὴν Σκόπελον ἢ εἰς τὴν Χαλκίδα, διότι τότε ἐκάθητο ἐδῶ χωρὶς ἐργασίαν. -
67
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 15 Μαρτίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 7ης τοῦ ἤδη μεσοῦντος ἐπιστολήν σας μετὰ τοῦ ἐγκλείστου ἐν αὐτῇ πληρεξουσίου καὶ τῶν δραχμῶν 605,80 διὰ τοῦ κ. Κ. Ἐμμανουηλίδου. Ἐνήργησα ὅ,τι ἔπρεπε διὰ τὴν ἀντικατάστασιν. Ἀλλ᾿ ὅλοι τοὺς ὁποίους εὑρίσκω ἢ ζητοῦσι ποσὸν ὑπέρογκον, μέχρι 700 δραχμῶν, ἢ ζητοῦσιν 620 - 650 δραχμάς, καὶ δὲν μοὶ παρέχουσιν ἀποχρῶσαν ἐγγύησιν. Λοιπὸν δὲν ἠξεύρω τί νὰ ἀποφασίσω, τοσοῦτον μᾶλλον καθόσον δὲν μοὶ ἐγράψατε καὶ σεῖς ἂν σᾶς ἐδόθη προθεσμία παρὰ τοῦ Ἐπαρχείου καὶ πότε λήγει αὕτη. Ἂν μοὶ ἐγράφετε τοῦτο, θὰ ἐνήργουν ἀσφαλέστερον. Ὅθεν τώρα εἶναι καλόν, ἂν ἔληξεν ἡ δοθεῖσα προθεσμία, νὰ ζητήσητε νέαν τοιαύτην ἕως δύω μηνῶν, καὶ ἂν σᾶς δοθῇ, ἐντὸς τῶν δύω τούτων μηνῶν θὰ εὕρωμεν ἀντικαταστάτην διὰ 500 δραχμὰς ἢ καὶ 450. Ἐνῷ τώρα διὰ νὰ ἐπιτύχω ἀντικατάστασιν καθὼς τὴν ἐννοεῖτε, θὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ζητήσω ἐδῶ δάνειον 50 - 100 δραχμῶν. Περιμένω λοιπὸν ἀπάντησιν εἰς τὴν παροῦσαν, διὰ νὰ πληροφορηθῶ τί πρέπει νὰ πράξω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν ὑμῶν
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος Παπαδαμαντίου
68
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 18 Μαρτίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Προχθὲς τὴν Δευτέραν σᾶς ἔγραψα ὅτι ἔλαβα τὴν ἀπὸ 7. τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν 605 δρ. 80 λ. καὶ ὅτι τὴν ἀντικατάστασιν δὲν τὴν ἐτελείωσα ἀκόμη. Περιμένω ἀπάντησιν εἰς τὴν ἐπιστολήν μου ἐκείνην, ἐξ ἧς ἀπαντήσεως νὰ πληροφορηθῶ ἂν ἐτελείωσεν ἡ δοθεῖσα παρὰ τῆς Διοικ. ἀρχῆς προθεσμία διὰ τὴν ἀντικατάστασιν καὶ ἂν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζητηθῇ καὶ ἄλλη. Τότε θὰ συμφωνήσω μὲ 650 δραχμάς.
Τὴν δεξιάν σας ἀσπαζόμενος μένω
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
69
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 12 Ἀπριλίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἀπὸ 4 τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολήν σας ἔλαβον μετὰ τῶν δραχμῶν 61,40. Ἔσπευσα δὲ νὰ τελειώσω τὴν ἀντικατάστασιν, καὶ αὔριον σὺν Θεῷ ὑπογράφεται τὸ συμβόλαιον. Τῇ δὲ προσεχεῖ Πέμπτῃ θέλω πέμψει ὑμῖν ἀντίγραφον αὐτοῦ καὶ τὸ πιστοποιητικὸν τοῦ Φρουραρχείου, ὅπως ἡσυχάσητε.
Μὴ θαυμάσητε δὲ ὅτι ἐπὶ τοσοῦτον ἐβράδυνα νὰ περατώσω τὴν ὑπόθεσιν ταύτην, διότι καὶ σήμερον ἀκόμη δὲν εὐχαριστοῦνται μὲ 650 δραχμὰς μετρητάς, ἀλλὰ ζητοῦν καὶ τὰ ἔξοδα, τουτέστι τὸ ὅλον 670 ἢ 680. Ὅθεν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν παρέτεινον τὰς ἐνεργείας μου, ἐλπίζων νὰ εὕρω εὐθηνότερα καὶ εὐθηνότερα, ἀλλὰ μάτην. Ἐξ ἀρχῆς δὲ ἔγραψα ὑμῖν νὰ μοὶ ἀποστείλητε δρ. 600, θαρρυνόμενος εἰς τοὺς κενοὺς λόγους τῶν ὑποσχομένων ὅτι καὶ μὲ 500 καὶ μὲ 450 δύνανται νὰ προμηθεύσωσιν ἀντικαταστάτην. Ἐγὼ μὴ πιστεύων αὐτοὺς σᾶς ἐζήτησα δρ. 600, διὰ νὰ εἶμαι πάντοτε ἐντὸς τῆς ἐνδεχομένης πιθανότητος. Ἀλλὰ ποῦ νὰ ἠξεύρω ὅτι καὶ μὲ 650 δραχμὰς δὲν ἤθελον εὕρει! Τώρα λοιπὸν εἶμαι ἠναγκασμένος νὰ κάμω ὅ,τι δύναμαι σήμερον αὔριον διὰ νὰ τελειώνω, ἐπειδὴ φοβοῦμαι μὴ πιέζουν ὑμᾶς οἱ ἁρμόδιοι εἰς Σκίαθον.
Ὁ πλοίαρχος Ν. Δαμάσκος ἀπέπλευσεν ἐκ Πειραιῶς τῇ Κυριακῇ τοῦ
Πάσχα κατευθυνόμενος εἰς Ζάκυνθον ἢ κατ᾿ ἄλλους εἰς Μεσσήναν πρὸς ἐκφόρτωσιν.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν ὑμῶν τε καὶ τῆς μητρός μου
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
70
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 15 Ἀπριλίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Προχθὲς τὴν Δευτέραν σᾶς ἔγραψα ταχυδρομικῶς. Σήμερον δὲ σᾶς πληροφορῶ ὅτι ἀντικαταστάτην τοῦ Γεωργάκη εὗρον τὸν λοχίαν τοῦ 8ου τάγματος Κωνσταντῖνον Καπλανίδην, τὸν ὁποῖον ἐσυμφώνησα διὰ ἑξακοσίας ὀγδοήκοντα δραχμὰς (δὲν ὑπῆρξε δυνατὸν νὰ εὕρω εὐθηνότερα). Τὸ συμβόλαιον συνετάχθη χθές. Δὲν σᾶς ἀποστέλλω ἀντίγραφον αὐτοῦ, διότι ὁ συμβολαιογράφος μοὶ εἶπεν ὅτι εἶναι περιττόν. Ἂν δὲ ὑμεῖς τὸ νομίζετε ἐπάναγκες, δύναμαι νὰ σᾶς τὸ ἀποστείλω.
Τὴν ἐξαίρεσιν, ἤτοι τὸ πιστοποιητικὸν τοῦ Φρουραρχείου, τὸ περιμένω σήμερον νὰ ἐκδοθῇ. Ἂν προλάβω, θέλω σᾶς τὸ ἐγκλείσει ἐνταῦθα, εἰ δὲ μή, θὰ σᾶς τὸ ἀποστείλω αὔριον ταχυδρομικῶς.
Τὰς 680 δραχμὰς τὰς ἐμέτρησα ὅλας. Μοὶ προσήγαγε δὲ ὁ Κωνστ. Καπλανίδης ἐγγυητήν, τὸν Ἀναστάσιον Ἠλιόπουλον ξενοδόχον, γνωστόν μοι καὶ ἀξιόχρεων. Τὰς πεντήκοντα δραχμάς, αἵτινες μοὶ ἔλειψαν, τὰς ἐδανείσθην ἀπὸ ἕνα φίλον μου.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας, καὶ εἰμὶ
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
71
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 22 Ἀπριλίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον σήμερον τὴν ἀπὸ 18 τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν πενηνταδύο δραχμῶν. Ἐνταῦθα σᾶς ἐγκλείω τὸ πιστοποιητικὸν τῆς Στρατολογ. ἐπιτροπῆς, προσεχῶς δὲ θέλω σᾶς πέμψει καὶ τὸ ἀντίγραφον τοῦ συμβολαίου.
Τὰ αὐγά, ἅτινα μοὶ ἀπεστείλατε τὰ ἔλαβον τὴν Δευτέραν τῆς Διακαινησίμου, καὶ ἐλησμόνησα νὰ σᾶς τὸ γράψω, φαίνεται. Ἀλλὰ καὶ σεῖς δὲν μοὶ ἐγράψατε ἂν ἐλάβετε τὰς 27 δραχμὰς τῆς Μαριὼς Μαραγκάκη, ἃς ἀπέστειλα διὰ τῆς κυρίας Ζωῆς Μ. Μωραΐτου κατὰ τὴν Μεγάλην ἑβδομάδα.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ εἰμὶ
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
72
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 29 Ἀπριλίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τῇ 22 τοῦ φθίνοντος ἔγραψα ὑμῖν ἀποστείλας συνημμένως καὶ τὴν ἐξαίρεσιν τοῦ Γεωργάκη. Νῦν δὲ σᾶς ἐγκλείω τὸ ἀντίγραφον τοῦ συμβολαίου τῆς ἀντικαταστάσεως. Ἀναγγείλατέ μοι τὴν παραλαβὴν καὶ τῆς ἀνωτέρω ἐπιστολῆς μου καὶ τῆς ἀνὰ χεῖρας.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
73
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 10 Μαΐου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν παρελθοῦσαν Πέμπτην ἔγραψα ὑμῖν διὰ τοῦ ταχυδρομείου ὅτι ἔλαβον τὴν ἀπὸ 2 τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολήν σας. Ἐξέφραζον δὲ συνάμα πρὸς ὑμᾶς τὴν ἐπιθυμίαν μου τοῦ νὰ μείνω ἐν Ἀθήναις κατὰ τὸ θέρος. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εὗρον κανένα πόρον ἵνα διατηρηθῶ, καὶ ἐπειδὴ νομίζω ὅτι καὶ σεῖς δὲν ἐγκρίνετε τὸ νὰ μείνω ἐνταῦθα, μετέγνων καὶ θέλω νὰ ἔλθω εἰς Σκίαθον. Ἤθελον μάλιστα ἔλθει διὰ τοῦ μεθαυριανοῦ ἀτμοπλοίου, ἂν εἶχον χρήματα, τοσούτῳ μᾶλλον καθόσον καὶ ἡ ὑγίειά μου δὲν εἶναι ἀκμαία. Πρὸ ἑνὸς μηνός, ἀπὸ τῆς 10 Ἀπριλίου, πάσχω ἐκ τοῦ λαιμοῦ, τὸ δὲ προχθὲς Σάββατον, ὀκτὼ Μαΐου, προσεβλήθην ὑπὸ πυρετοῦ. Δὲν εἶναι ὅμως τίποτε, καὶ μὴ ἀνησυχήσητε. Ἅμα φθάσω εἰς τὴν πατρίδα, θέλω ἀναλάβει θείᾳ χάριτι.
Χρήματα μοὶ χρειάζονται τοὐλάχιστον τεσσαράκοντα δραχμαί.
Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν καὶ τὴν τῆς μητρός μου
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
74
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 13 Μαΐου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν Δευτέραν 10 τρ. σᾶς ἔγραψα διὰ τοῦ ταχυδρομείου, ἤδη δὲ σᾶς πληροφορῶ ὅτι ἔρχομαι σὺν Θεῷ εἰς Σκίαθον μὲ τὴν βρατσέραν τοῦ Γ. Ι. Παπαγεωργίου. Ἐκ Πειραιῶς ἀποπλέομεν μετὰ τὴν Κυριακήν. Μὴ στείλετε χρήματα δι᾿ ἐμέ, διότι δὲν θὰ εἶμαι ἴσως ἐνταῦθα τὴν προσεχῆ Τετάρτην. Ἐὰν ὅμως ἔλθῃ εἰς Ἀθήνας ὁ θεῖός μου Κωνσταντῖνος, καλὸν νὰ πέμψητε δι᾿ αὐτοῦ ὀλίγα χρήματα πρὸς τὸν γνωστὸν αὐτῷ ξενοδόχον Ἰωάννην Στεφανόπουλον, εἰς ὃν χρεωστῶ τινα.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν ὑμῶν τε καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
75
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 20 Μαΐου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Θὰ θαυμάζητε βεβαίως καὶ ὑμεῖς διὰ τὰς πολλὰς καὶ ἀντιφατικὰς ἐπιστολάς μου. Χιλίας συγγνώμας σᾶς ζητῶ. Ἀλλ᾿ ἰδοὺ πῶς ἦτον ἡ ἱστορία. Κατ᾿ ἀρχὰς ἐσκέφθην σπουδαίως νὰ μείνω ἐνταῦθα καὶ σᾶς τὸ ἔγραψα. Κατόπιν ἐπειδὴ ἔπαθον ἅπαξ ὑπὸ πυρετοῦ (τὸ ὁποῖον ἔκαμα ἄσχημα νὰ σᾶς τὸ γράψω· ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἐντελῶς καλά), σᾶς ἔγραψα ὅτι προτίθεμαι νὰ ἔλθω εἰς Σκίαθον, ἐπειδὴ συνέπεσε νὰ καταπλεύσῃ εἰς Πειραιᾶ καὶ ἡ βρατσέρα τοῦ γείτονός μας Γ. Ζωραΐτου, καὶ ἔμελλον νὰ ἔλθω ἀνεξόδως. Ἀλλ᾿ ἡ μὲν βρατσέρα ἀπέπλευσε χθὲς ἐκ Πειραιῶς διὰ Σκίαθον, ἐγὼ δὲ δὲν ἔρχομαι μετ᾿ αὐτῆς καὶ νὰ μὲ συγχωρήσετε.
Ἐν ὀλίγαις λέξεσι καὶ χωρὶς νὰ πιστεύω ὅτι θὰ ἀναγκασθῶ νὰ σᾶς γράψω τὰ ἐναντία μετὰ ταῦτα, σᾶς ἐξηγοῦμαι. Σπουδαίως καὶ ἀμετακλήτως τὴν φορὰν αὐτήν, ἐκτὸς ἐὰν τῷ Θεῷ ἄλλως δόξῃ. Μέγιστον καὶ σοβαρότατον συμφέρον μὲ ἀναγκάζει νὰ μείνω ἐνταῦθα, χάριν αὐτοῦ τοῦ μέλλοντός μου καὶ τῆς φιλοτιμίας μου. Ἐὰν ἔλθω πρὸς ὑμᾶς, θὰ ἀπολαύσω μὲν τῆς ἀγαλλιάσεως τοῦ νὰ ᾖμαι μεθ᾿ ὑμῶν ἐπί τινας μῆνας. Ἀλλ᾿ ἐγὼ μὲ ἀπείρους στερήσεις σπουδάζω καὶ δὲν ἔχω τοὐλάχιστον οὔτε τὰ βιβλία ὅσα μοὶ χρειάζονται διὰ νὰ μελετήσω καλῶς τὴν ἐπιστήμην μου. Λοιπὸν ἐν Σκιάθῳ τέσσαρες μῆνες δι᾿ ἐμέ, εἶναι τέσσαρες μῆνες στασιμότητος καὶ ὀπισθοδρομήσεως. Πρέπει νὰ μελετήσω ἐφέτος. Ἐὰν εἶμαι μελετημένος μέχρι τοῦ Ὀκτωβρίου ἐμπορῶ νὰ ἀποφασίσω νὰ ὑποστῶ ἐξετάσεις διὰ τὸ δίπλωμα τοῦ Ἑλληνοδιδασκάλου. Ἐμπορῶ νὰ εὕρω, κατὰ τὸν Αὔγουστον, ὅτε εἶναι ἡ ἐποχή, προγυμνάσεις ἢ καὶ παραδόσεις τινάς, διὰ νὰ εὐκολυνθῶ εἰς τὸ μέλλον. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἔλθω εἰς Σκίαθον, θὰ ἐπιστρέψω πάλιν ἐδῶ τὸν Σεπτέμβριον διὰ νὰ κάμω νέαν ἀρχήν, «δεῦτε προσκυνήσωμεν», διότι θὰ εὑρεθῶ πάλιν εἰς τὰ ἀνοικτά, ὅπως εὑρέθην καὶ κατὰ τὸ λῆγον ἀκαδημαϊκὸν ἔτος.
Λοιπὸν αὐτὰ εἶχον νὰ σᾶς γράψω καὶ ὑμεῖς κρίνατε. Εἰπέτε δὲ τῆς καλῆς μητρός μου, ἧς κατασπάζομαι τὴν δεξιάν, ὅτι τὸ κλίμα τῶν Ἀθηνῶν εἶναι τὸ ὡραιότατον κλίμα τῆς Μεσημβρίας, καὶ ἂς ἐλπίζῃ εἰς τὸν Κύριον ὅτι δὲν θὰ μ᾿ ἀφήσῃ νὰ ἀρρωστήσω. Πέμπετέ μοι δὲ καὶ ὀλίγα χρήματα, ἑωσοῦ ἄλλως οἰκονομηθῶ.
Ἀσπάζομαι ὑμῶν τὴν χεῖρα.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
Ἐπιστολήν σας μεταγενεστέραν δὲν ἔλαβα τῆς ἀπὸ 2 Μαΐου, καὶ ὁ παπᾶ Νικηφόρος, ὅστις ἦλθε χθές, δὲν μοὶ ἔφερε τοιαύτην.
76
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 9 Ἰουνίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον ἀμφοτέρας τὰς ἐπιστολάς σας, τὴν τε διὰ τοῦ ταχυδρομείου καὶ τὴν διὰ τῆς ἡμιολίδος τοῦ Στ. Ραγιᾶ, μετὰ τῶν 30 20/00 δραχμῶν, τῶν ὑποκαμίσων καὶ περικνημίδων.
Καλῶς ἔχει νὰ διευθύνετε τὰς πρὸς ἐμὲ ἐπιστολὰς διὰ τοῦ φίλου μου Σ. Κουσουλίνου. -
Εἶμαι πολὺ ὑγιής, τὸ δὲ θέρος εἶναι ἐνταῦθα δροσερὸν ἐφέτος.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν ὑμῶν καὶ τὴν τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
77
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 24 Ἰουνίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 17 τοῦ ἤδη φθίνοντος ἐπιστολήν σας μετὰ τοῦ ἐν αὐτῇ δεκαδράχμου. Εἶμαι πολὺ καλά.
Ὁ Σωτήριος σᾶς ἀσπάζεται. Γράμμα παρὰ τοῦ ἀδ(ελφοῦ) Γ(εωργίου) δὲν ἔχει λάβει πρὸ πολλοῦ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
78
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 5 Ἰουλίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Κατὰ τὴν παρελθοῦσαν ἑβδομάδα ἔγραψα ὑμῖν διὰ τοῦ ἐξαδέλφου μου Ἀλεξάνδρου. Ἀπάντησίν σας δὲν ἔλαβον ἔκτοτε.
Εἴπετε πρὸς τὸν κ. Γ. Α. Ἀποστολίδην ὅτι εἰς τὸ δωμάτιόν μου οὐδὲν ἄλλο ἐκ τῶν πραγμάτων του ἔμεινεν, εἰμὴ ἡ ξυλίνη βιβλιοθήκη, κενή, ἐννοεῖται, βιβλίων. Χαρτὶ μὲ φέσι, ὁποῖον ἔγραφε πρὸς τὸν ξενοδόχον τῆς «Ἀφθονίας», δὲν εἶδα.
Εἶμαι ἐντελῶς ὑγιὴς θείᾳ χάριτι.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
79
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 8 Ἰουλίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Καὶ σήμερον δὲν ἔλαβον ἐπιστολήν σας. Δὲν ἠξεύρω ἂν σεῖς μοὶ ἐστείλατε καὶ δὲν ἔφθασεν εἰς ἐμέ. Ἡ τελευταία ἣν ἔλαβον ἔφερε χρονολογίαν 17 Ἰουνίου.
Προχθὲς ἠντάμωσα τὸν Ἀντ. Μαραγκάκην, ὅστις μοὶ ἔδωκεν ἓν εἰκοσιοκτάδραχμον διὰ νὰ τὸ στείλω πρὸς τὴν οἰκογένειάν του. Ἐπειδὴ σήμερον δὲν εὗρον ἐπιβάτην τινά, λυποῦμαι μὴ δυνάμενος νὰ τὸ ἀποστείλω. Ὥστε καλὸν εἶναι νὰ δώσητε ὑμεῖς αὐτόθι πρὸς τὴν Μαριὼ ὅσα λεπτὰ εὐκολύνεσθε, γράφοντές μοι διὰ ν᾿ ἀποστείλω τὰ λοιπά, διότι φοβοῦμαι νὰ τὸ ἀποστείλω διὰ τοῦ ταχυδρομείου. -
Ἐγὼ ἐπρόκοψα ἐσχάτως καὶ ἐπέτυχα νὰ εὕρω δύω παραδόσεις (δηλ. ἄλλοι φίλοι μοῦ τὰς ηὗραν). Περὶ τὰ τέλη τοῦ μηνὸς τούτου θὰ πληρωθῶ. Ὥστε, ἂν δώσητε εἰς τὴν Μαριὼ τὰς εἰκοσιοκτὼ δραχμάς, μὴ μοῦ στέλνετε ἄλλα χρήματα ἐπὶ τοῦ παρόντος, καὶ ὁ Θεὸς βοηθὸς.
Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν καὶ τὴν τῆς μητρός
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
80
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 15 Ἰουλίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον σήμερον τὴν ἀπὸ 11 τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν ἐν αὐτῇ δύω δεκαδράχμων, ἅτινα, ἐὰν εἴχετε λάβει τὴν ἀπὸ 8 τοῦ αὐτοῦ ἐπιστολήν μου, δὲν ἠθέλετε μοὶ τὰ πέμψει. Τώρα εὑρίσκομαι εἰς ἀμηχανίαν τί νὰ πράξω. Ὁπωσδήποτε ἂν μὲ τὸ προσεχὲς ἀτμόπλοιον εὕρω
ἄνθρωπον, θέλω σᾶς πέμψει τὸ εἰκοσιοκτάδραχμον τῆς Μαριὼς Μαραγκάκη, περὶ οὗ σᾶς ἔγραφον ἐν τῇ ῥηθείσῃ ἐπιστολῇ μου.
Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
81
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 29 Ἰουλίου 1876. Ἀδελφὲ Γεώργιε, σὲ ἀσπάζομαι.
Πρὸ ἡμερῶν ἔλαβον τὴν ἀπὸ 13 τοῦ φθίνοντος ἐπιστολήν σου. Ἔλαβον χθὲς καὶ τὴν ἀπὸ 24 - 25 τοῦ αὐτοῦ, τοῦ πατρὸς ἡμῶν. Ὁ πατήρ μου μοὶ γράφει ὅτι εὑρίσκονται εἰς διάστασιν πρὸς τὸν θεῖόν μου Κ. Μωραΐτην. Λυποῦμαι διὰ τοῦτο.
Τὸ καπέλλον τὸ ὁποῖον μοὶ παρήγγειλες, καθὼς καὶ τὸ καλυμμαύχιον τοῦ πατρὸς ἡμῶν, θέλω τὰ πέμψει βραδύτερον, ὅταν μοὶ ἀρκέσουν τὰ χρήματα, ἅτινα θέλω λάβει. Διότι κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον ἐξώδευσα παραπολλά. Ἀπὸ τῆς 23 τοῦ παρελθόντος Ἰουνίου ἕως σήμερον ἔχω δαπανήσει ὑπὲρ τὰς ἑβδομήκοντα δραχμάς. Διότι ἀρρώστησα καὶ ἠναγκάσθην νὰ κάμω ἀπρόοπτα ἔξοδα. Πλὴν τούτου μὲ ἐζήτει καὶ ὁ ξενοδόχος χρήματα, ἀνθ᾿ ὅσων τοῦ χρεωστῶ ἀπὸ πιστώσεις τοῦ Ὀκτωβρίου 1875 μέχρι τοῦ Μαΐου 1876. Ἔδωκα λοιπὸν καὶ πρὸς τοῦτον εἰκοσιπέντε δραχμάς, καὶ μένουν ἀκόμη ἄλλαι ἑβδομήκοντα πέντε. Τὸν Σεπτέμβριον θέλω σοὶ στείλῃ καπέλλον. Τώρα βεβαίως ἔχεις σκιάδιον. Τὸ καλυμμαύχιον τοῦ πατρός μου θὰ τὸ στείλω πρωτῄτερα.
Τοὺς ἀσπασμούς μου πρὸς πάντας
ὁ ἀδελφός σου
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
82
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 16 Αὐγούστου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 3 τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολὴν τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργίου, καθὼς καὶ τὴν ἀπὸ 8 τοῦ αὐτοῦ ὑμετέραν. Διὰ τοῦ Γ. Ι. Παπαγεωργίου χθὲς ἀναχωρήσαντος ἐκ Πειραιῶς σᾶς ἀποστέλλω ἓν καλυμμαύχιον δι᾿ ὑμᾶς καὶ ἓν καπέλλον διὰ τὸν Γεώργιον. Δὲν ἠξεύρω ἂν τὸ καλυμμαύχιον θὰ σᾶς ἔρχεται ἀκριβῶς, ὡσαύτως δὲν ἠξεύρω ἂν τὸ καπέλλον θὰ τοῦ ἀρέσκῃ τοῦ Γεωργάκη. Ἀλλὰ ἂς μὴν εἴπῃ τίποτε, διότι ὅλα τὰ νῦν συνήθη καπέλλα ἔχουσιν ἀλλόκοτα σχήματα. Τὴν ἄλλην φορὰν τοῦ εἶχα στείλει ἕνα μαλακὸν καὶ δὲν ἦτον τῆς γνώμης του, ἤδη τοῦ ἐπῆρα ἕνα ξηρόν, καὶ θὰ τοῦ ἀρέσῃ.
Εἰς τὸν Γ. Παπαγεωργίου νὰ δώσητε ἓν λουδοβίκιον (22,60). Μὴ παραξενευθῆτε, διότι ἐκεῖναι αἱ παραδόσεις, περὶ ὧν σᾶς εἶχα γράψῃ, ἠξεύρετε τί ἦσαν; Ἡ μία ἐξ αὐτῶν ἦτον εἰκοσιπέντε δραχμῶν μετρητῶν καὶ ἡ ἄλλη ὅσον διὰ νὰ κλείσω τὸ ἐκ δεκαπέντε δραχμῶν ἐνοίκιον. Ἐγὼ δὲ κατὰ τὸν παρελθόντα μῆνα ἐξώδευσα χρήματα ἰσοδυναμοῦντα μὲ δέκα τοιαύτας παραδόσεις καὶ ἐνοίκια.
Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν, ὁμοίως καὶ τὴν τῆς μητρός μου.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
Εἰπέτε τῆς Μαριὼς τοῦ Μαραγκάκη ὅτι ὁ Ἀντώνης της ἀπῆλθεν ἐντεῦθεν εἰς Χαλκίδα, καὶ πιθανὸν νὰ ἔλθῃ εἰς Σκίαθον.
83
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 2 Σεπτεμβρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὰς ἀπὸ 22 καὶ 23 τοῦ παρελθόντος Αὐγούστου ἐπιστολὰς ὑμῶν. Δὲν σᾶς ἀπήντησα διὰ τοῦ ταχυδρομείου, παρατηρήσας ὅτι βραδύνει παραπολὺ ἡ παραλαβὴ τῶν ἐπιστολῶν δι᾿ αὐτοῦ.
Εἰπέτε εἰς τὸν Ἀλέκον ὅτι κατοικῶ εἰς τὸ αὐτὸ δωμάτιον, καὶ ἂν ἔλθῃ διὰ τοῦ αὐτοῦ ἀτμοπλοίου, νὰ διευθυνθῇ ἐκεῖ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
84
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 9 Σεπτεμβρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Χθὲς τὴν ἑσπέραν ἦλθεν ὁ Ἀλέκος καὶ μοὶ ἔφερε τὴν ἐπιστολήν σας μετὰ τοῦ σακκίου τῶν σύκων καὶ τῶν δύω γερμ. ταλλήρων.
Γράψατέ μοι σᾶς παρακαλῶ περὶ τῆς ὑγιείας τῆς φιλτάτης μου ἀδελφῆς Σοφίας.
Ἀσπάζομαι ὑμῶν τὴν δεξιὰν καὶ τὴν τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
85
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 27 Σεπτεμβρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον καὶ τὴν ἀπὸ 14 τοῦ φθίνοντος ἤδη ἐπιστολήν σας. Συγχωρήσατέ μοι ὅτι δὲν σᾶς ἀπήντησα μέχρι τοῦδε. Τὰς κάλτσας τὰς εἶχα λάβει ὅταν ἦλθεν ὁ Ἀλέκος.
Ἀπὸ τῆς προσεχοῦς Πέμπτης θὰ ἀρχίσω νὰ σᾶς πέμπω φύλλα ἐφημερίδων τακτικῶς. Ἂν δὲν τὸ ἔκαμα ἕως τώρα, ἀπόδοτέ το εἰς αἴτια ἀνεξάρτητα τῆς θελήσεώς μου, παρακαλῶ.
Εἶμαι ὑγιὴς καὶ ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
86
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 11 Ὀκτωβρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 3 ἱσταμένου ἐπιστολήν σας μὲ δραχ. 16,30 παρὰ τοῦ κ. Δουλίδου. Νεωτέραν διὰ τοῦ ταχυδρομείου δὲν ἔλαβον μέχρι τῆς σήμερον.
Ἐγχειρίσατε τὴν ἐσώκλειστον πρὸς τὸν θεῖόν μου Κωνσταντῖνον.
Ἀσπάζομαι πάντας
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
87
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 28 Ὀκτωβρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 17 τοῦ φθίνοντος ἐπιστολήν σας καὶ τὰς 21,30/00 δραχμὰς καὶ ἓν ζεῦγος κάλτσες διὰ τοῦ Ἰω. Δ. Μωραϊτίδου. Ὁμοίως ἔλαβον ταχυδρομικῶς δύω ἑτέρας ἐπιστολάς σας ἀπὸ 19 καὶ 22 τοῦ αὐτοῦ χρονολογουμένας.
Διὰ τῆς τελευταίας τούτων μοὶ γράφετε νὰ σᾶς δώσω πληροφορίας περὶ τοῦ τί συνέβη μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ Ἀλέκου. Εἰς ταῦτα ἀπαντῶ ἐν ὀλίγοις ὅτι, κατὰ πρῶτον, δὲν εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ Ἀλέκος εἵλκυσε μάχαιραν ἐναντίον μου. Τόσον ἀνδρειωμένος δὲν εἶναι δὰ ὁ πτωχὸς Ἀλέκος. Αὐτὸν τὸν λόγον τὸν εἶπε τὸ ἀνόητον στόμα τοῦ Σταμάτη, πρὸς ἓν ἄλλο ξεσχισμένον στόμα, τὸ ὁποῖον ἴσως τὸν διέσπειρεν αὐτόθι.
Ὅλη ἡ ἱστορία ἔχει ὡς ἑξῆς. Ὁ Ἀλέκος δὲν μὲ ἤκουσε καθόλου. Δύω ἢ τρεῖς φορὰς (μάλιστα ὅταν ὁ θεῖός του ἦτον ἐδῶ καὶ ἐπρόκειτο ν᾿ ἀπέλθῃ τὴν ἐπαύριον εἰς Γερμανίαν) ἐγύριζεν ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἦτον μὲ τὸν Διάκον αὐτόν, μεθ᾿ οὗ συνοικεῖ τώρα. Ὁ θεῖός του ἀνεχώρησε μὲ τὸν καϋμόν, διότι τὴν παραμονὴν τῆς ἡμέρας τῆς ἀναχωρήσεώς του, δὲν τὸν εἶδε καθόλου. Ὅταν ἐγὼ τὸν ἐπέπληττα, μοὶ ἔλεγεν ὅτι θὰ ὑπάγῃ νὰ κατοικήσῃ μὲ τὸν Διάκον. Τέλος τὴν ἑσπέραν τῆς 25 Σεπτεμβρίου μὲ ἠρέθισε τόσον πολὺ μὲ τὰ καμώματά του, ὥστε τοῦ ἔδωκα δύω ῥαπίσματα. Ἐκ τούτου λοιπὸν ἐμάζωξε τὰ ῥοῦχά του τὴν ἐπιοῦσαν καὶ ἀπῆλθεν ἐκ τοῦ δωματίου. Καὶ ναὶ μὲν ἐκ τοῦ συμβάντος τούτου κατέστη ἡ ἐμὴ θέσις δυσχερεστέρα οἰκονομικῶς, ἀλλ᾿ εὗρον τοὐλάχιστον τὴν ἡσυχίαν μου. Αὐτὴ εἶναι ὅλη ἡ ἀλήθεια.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός. Τοὺς χαιρετισμούς μου πρὸς πάντας.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδαμαντίου
88
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 4 Νοεμβρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὰς δύω ἀπὸ 31 λήξαντος ἐπιστολάς σας καὶ τὸ δεκάδραχμον παρὰ τοῦ κ. Β. Χατζάκου.
Ἐνδυμασίας πλήρους δὲν ἔχω ἀνάγκην, πλὴν μιᾶς περισκελίδος (πανταλονίου). Ἐπίσης μοὶ χρειάζεται καὶ ἓν καπέλλον.
Ἀσπάζομαι πάντας καὶ φιλῶ τὴν δεξιὰν ὑμῶν καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
89
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 24 9μβρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν διὰ τοῦ κυρίου Σταγειρίτου ἀπὸ 14 τοῦ μηνὸς τούτου ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν δραχμῶν 18,45/00 ὁμοίως καὶ τὸ καπέλλον καὶ τὸ σινδόνιον καὶ τὰ τσοράπια. Ἐπίσης καὶ τὴν ἀπὸ 16. ἑτέραν ἐπιστολήν σας.
Παράδοσιν ἀπὸ τῆς 12 τοῦ παρελθόντος Ὀκτωβρίου δὲν ἔχω καμμίαν. Διὰ τοῦτο σᾶς ἐβάρυνα τόσον ἐσχάτως. Ἤδη ἀπὸ χθὲς εὗρον μίαν 25 δραχμῶν, ἀλλὰ πότε θὰ λάβω χρήματα; Καλὰ Χριστούγεννα. Θὰ ἐπροτιμοῦσα νὰ ἐλάμβανα ἅπαξ 40 ἢ 50 δραχμὰς παρ᾿ ὑμῶν παρὰ νὰ μοὶ στέλλετε πολλάκις 10 καὶ 15 καὶ 20. Διατί ὁ Γεώργιος νὰ μὴ ἀποφασίσῃ νὰ μοὶ πέμψῃ ἕνα μισθόν του ὁλόκληρον; Ἠξεύρετε ὅτι μὲ 10 καὶ 20 δραχμὰς δὲν δύναταί τις οὔτε πανταλόνι ν᾿ ἀγοράσῃ, οὔτε ἓν μέρος τοῦ χρέους του νὰ πληρώσῃ. Καὶ ἤδη τελειώνει ὁ μὴν καὶ δὲν ἔχω νὰ πληρώσω τὸ ἐνοίκιον. Εἶναι λοιπὸν ἀνάγκη νὰ μοὶ στείλητε πάλιν χρήματα μὲ αὐτὸ τὸ ἀτμόπλοιον. Ἂν δὲ ἡ μήτηρ μου παραπονεῖται πάλιν ὅτι ἐξοδεύω πολλὰ καὶ δὲν ἐξεύρω τί, ἔπρεπε νὰ ἦτον αὐτὴ εἰς τὴν θέσιν μου. Ὁ ἀπ᾿ ἐμοῦ χωρισμὸς τοῦ Ἀλέκου μὲ ἔβαλε μέσα 60 - 65 δραχμάς. Διότι ἐκτὸς τοῦ ὑπερόγκου ἐνοικίου, ἐχρειάσθην νὰ προμηθευθῶ πάραυτα τράπεζαν, λάμπαν, καθέκλαν, σταμνίον, βοῦρτσαν, τσατσάραν καὶ τὰ λοιπά, καὶ τὰ λοιπά. Λοιπὸν τοιαύτας ἐλεεινότητας πρέπει νὰ σᾶς γράφω διὰ νὰ πιστεύσητε ὅτι δὲν εἶμαι ἄσωτος;
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ μένω
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
90
Ἀθῆναι, 6 Δεκεμβρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὰς δύω προηγουμένας ἐπιστολάς σας ἀπὸ 28 καὶ 30 λ. μηνός.
Σήμερον ἔλαβον παρὰ τοῦ Νικολάου Πόθου Ἁγιώτου <τὴν ἀπὸ> 30 λ. ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν 48 δραχμῶν. Ἐπίσης ἔλαβον καὶ τὸ δεκάφραγκον τὸ ἔγκλειστον ἐν τῇ ἀπὸ 28 διὰ τοῦ Ἰ. Κωνσταντινίδου.
Σᾶς γράφω ταῦτα ἀπὸ σήμερον, διότι ἠντάμωσα πατριώτην μέλλοντα νὰ ταξειδεύσῃ τὴν Πέμπτην διὰ Σκίαθον, ὅστις ἀπόψε καταβαίνει εἰς Πειραιᾶ, καὶ διότι ἂν σᾶς γράψω ταχυδρομικῶς πιθανὸν ἔτι βραδύτερον θέλετε λάβει τὴν ἐπιστολήν μου.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Πα<παδιαμάντης>
91
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 22 Δεκεμβρίου 1876.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Κατ᾿ αὐτὰς δὲν ἔλαβον ἐπιστολήν σας καὶ λυποῦμαι. Ἐγὼ σᾶς ἔγραψα ἀπὸ 6 τοῦ ἤδη φθίνοντος μηνὸς διὰ τοῦ Ἰωάννου Διολέτα, ὅστις ἦλθεν εἰς Σκίαθον μὲ τὸ ἀτμόπλοιον, ὅτι ἔλαβον τὰς τρεῖς προηγουμένας ἐπιστολάς σας καὶ τὰς 48 δρ. καὶ ὅτι πρότερον τὰς 11,20/00. Ὑποθέτω ὅτι μοὶ ἀπαντήσατε καί, ἄδηλον πῶς, δὲν περιῆλθεν εἰς χεῖράς μου ἡ ἐπιστολή σας.
Εὔχομαι ὑμῖν πάντα τὰ ἐφετὰ καὶ καταθύμια μὲ τὰς ἑορτὰς καὶ τὸ νέον ἔτος.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
92
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 20 Ἰανουαρίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔγραψα ὑμῖν ταχυδρομικῶς ἀπὸ 13 τρ. μ. πληροφορῶν ὅτι ἔλαβον τὴν ἀπὸ 4 Ἰαν. ἐπιστολήν σας μετὰ τοῦ ἐν αὐτῇ 28δράχμου. Μεταγενεστέραν ἐπιστολήν σας δὲν ἔλαβον.
Ἐντοσούτῳ γράψατέ μοι ἂν ἐλάβετε καὶ τὴν ἀπὸ 5 Ἰανουαρίου ἐμὴν ἐπιστολήν, ἣν σᾶς ἔπεμψα διὰ τοῦ παπᾶ Γερασίμου λαυριώτου, ἐλθόντος διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου μέχρι Σκιάθου ἐπὶ σκοπῷ τοῦ νὰ μεταβῇ εἰς Σκόπελον καὶ ὑποστρέψαντος διὰ τοῦ αὐτοῦ χωρὶς ν᾿ ἀποβιβασθῇ, ἐπειδὴ τὸ ἀτμόπλοιον δὲν προσήγγισεν εἰς Σκόπελον.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν ὑμῶν τε καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
93
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 17 Φεβρουαρίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ.
Παρὰ τοῦ κ. Ν. Ε. Κοκκίνου ἔλαβον τὴν ἀπὸ 6 τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν δύο νέων ἑλλ. ταλλήρων καὶ τοῦ ὀκταποδίου. Ἄλλην ἐπιστολὴν δὲν ἔλαβα, οὔτε εἶδα τὸν μοναχόν, περὶ οὗ μοὶ γράφετε, ἔμαθον δὲ ὅτι οὗτος ἔμεινεν ἐν Χαλκίδι. -
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
94
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 7 Ἀπριλίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σήμερον ἔλαβον παρὰ τοῦ κουμπάρου Σταγειρίτου τὴν ἀπὸ 4 τ. μ. ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν δρ. 30,60/00. Εἶμαι ὅλως ὑγιὴς καὶ ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
95
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 28 Ἀπριλίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Οὐδεμίαν ἀπάντησιν ἔλαβον εἰς τὴν ἀπὸ 7 τοῦ φθίνοντος ἤδη ἀπευθυνθεῖσαν ὑμῖν ἐπιστολήν μου διὰ τοῦ Ἀλ. Θ. Ἀλεξάνδρου.
Ἐγὼ εἶμαι ὑγιὴς καὶ ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
96
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 12 Μαΐου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον παρὰ τοῦ Ἀλ. Θωμᾶ τὴν ἀπὸ 1 ἱσταμένου ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν 10,10/00 δρ. Ὁμοίως καὶ τὴν διὰ τοῦ ταχυδρομείου ἀπὸ 26 τοῦ λήξαντος.
Δὲν δύναμαι νὰ ἔλθω ἐντὸς τοῦ μηνὸς τούτου εἰς Σκίαθον, διότι οὔτε τὰ μαθήματα τοῦ Πανεπιστημίου ἔληξαν ἀκόμη, καὶ πρὸς τούτοις εἶμαι ἐμπλεγμένος εἰς δύω προγυμνάσεις μαθητῶν τοῦ Γυμνασίου, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ διδάσκω μέχρι τοῦ χρόνου τῶν ἐξετάσεών των, καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλως γενέσθαι, διότι ἐντρέπομαι νὰ τοὺς ἀφήσω εἰς τὴν μέσην. Πιθανῶς δὲ θὰ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς περὶ τὸ τέλος τοῦ προσεχοῦς Ἰουνίου, ἂν ἐγκρίνετε.
Προμηθευθεὶς μίαν θερινὴν ἐνδυμασίαν ἔχω ἀνάγκην εἴκοσι δραχμῶν διὰ τὴν ἀποπληρωμὴν αὐτῆς, τὰς ὁποίας παρακαλῶ νὰ μοὶ ἀποστείλετε διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου τῆς 15ης τρ. μ. Τὰ δὲ ἔξοδα τῆς αὐτόσε μεταβάσεώς μου θὰ τὰ οἰκονομήσω ἐγώ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Ὁ Ν. Ἀποστολίδης ἐλθὼν ἐνταῦθα μοὶ ἔδωκεν ἓν ὡρολόγιον ἐκ μέρους τοῦ ἀδελφοῦ μου, εἰπών μοι ὅτι θὰ μοὶ ἐπλήρωνε τὴν δαπάνην τῆς ἐπισκευῆς. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπανεῖδον καὶ ἀγνοῶ, ἂν εἶναι ἔτι ἐν Πειραιεῖ. ῾Η ἐπισκευὴ ἐκόστισεν ἀκριβά, δραχμὰς 8. Προσεχῶς θὰ σᾶς τὸ ἀποστείλω.
97
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 26 Μαΐου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἀπὸ 15 Μαΐου ἐπιστολήν σας ἔλαβον μετὰ τοῦ ἐν αὐτῇ δεκαδράχμου καὶ τῶν ἓξ ἀστακοουρῶν. Μεταγενεστέραν ἐπιστολήν σας δὲν ἔλαβον διὰ τοῦ ταχυδρομείου.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
98
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 6 Ἰουνίου 1877. Φίλτατέ μοι ἀδελφὲ Γεώργιε,
Ἔλαβον τὰς ἀπὸ 22 καὶ 24 τοῦ παρελθόντος μηνὸς ἐπιστολὰς τοῦ πατρὸς ἡμῶν μεθ᾿ ἑνὸς δεκαφράγκου.
Διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου δὲν ἔλαβον ἐπιστολήν· ὡς δὲ ἐπληροφορήθην παρ᾿ ἐπιβατῶν μεταβάντων αὐτόσε ὁ πατήρ μου εἶχεν ἀπέλθει εἰς Χαλκίδα μὲ τὸ ἀτμόπλοιον τῆς 31 χάριν δίκης τινὸς ποινικῆς μὲ ἕνα Λάγιον, καὶ ἔμελλε τὴν ἐπαύριον 1 Ἰουνίου νὰ ἀναχωρήσῃ πάλιν διὰ Σκίαθον ἐπὶ μιᾶς βρατσέρας. Ἤδη μὴ λαβὼν ἐπιστολὴν ἐκ μέρους αὐτοῦ, δὲν γνωρίζω ἂν ἐπανῆλθεν ἢ εἶναι ἀκόμη ἐν Χαλκίδι. Γράψον μοι σὲ παρακαλῶ μίαν λέξιν περὶ τούτου καὶ περὶ τῆς δίκης ταύτης.
Ἐσωκλείστως σοὶ πέμπω τὸ ἐπιδοτήριον τῆς αἰτήσεως θεραπείας τοῦ Δ. Γ. Θεοδώρου.
Ὁ βουλευτὴς Δουλίδης μοὶ εἶπε καὶ περί τινος ὁμοίας αἰτήσεως τοῦ πατρός μου ὅτι ἐνήργησε τὰ δέοντα.
Σᾶς ἀσπάζομαι πάντας
Ὁ ἀδελφός σου
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
99
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 7 Ἰουλίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 26 π. μ. ἐπιστολήν σας. Τὴν δὲ ἀπὸ 12 τοῦ αὐτοῦ ἠξεύρετε πότε τὴν ἔλαβα; τὴν 25. Δὲν ἠξεύρω ἂν ἤργησε νὰ φθάσῃ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ κ. Δουλίδου ἢ αὐτὸς ἐλησμόνησε νὰ μοὶ τὴν ἀποστείλῃ· τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐγὼ πολὺ ἀργὰ τὴν ἔλαβα.
Ἤδη ἄλλην ἐπιστολήν σας, μὲ χρήματα μάλιστα, καθὼς μοὶ προηγγέλλετε διὰ τῆς ἀπὸ 26, δὲν ἔλαβα μέχρι τῆς σήμερον.
Δὲν ἠξεύρω ποῖος σᾶς εἶπεν ὅτι δὲν ἐβγάζω τὰ ἔξοδά μου. Τὰ ἐβγάζω τὰ ἔξοδά μου βεβαίως, ἀλλ᾿ ἀπὸ ἑνὸς μηνός. Ἐὰν δὲ δὲν εἶχον κατασκευάσει ἐνδύματα, θὰ εἶχον περίσσευμα 50 δραχμῶν ἤδη, διὰ τὰ ἔξοδά μου, ἂν ἦτον ἡ ἐπιθυμία σας νὰ ἔλθω. Ἐὰν δὲ μοὶ ἀποστείλητε χρήματα, ἀρκεῖ ἓν δεκάδραχμον μόνον, δι᾿ ἐκεῖνο τὸ ὡρολόγι, τὸ ὁποῖον δὲν εὗρον καὶ ἄνθρωπον, δι᾿ οὗ νὰ σᾶς τὸ ἀποστείλω.
Πρὸς τούτοις θὰ μὲ συγχωρήσητε νὰ φρονῶ ὅτι θὰ ἦτον ἤδη ἄκαιρον καὶ ἀνωφελὲς τὸ νὰ μεταβῶ εἰς Σκίαθον, ἀφοῦ εἶναι Ἰούλιος μεσῶν. Ἐὰν ἔλθω ἐκεῖ καὶ μείνω δύο μῆνας, καὶ ἔπειτα ἐπανέλθω τὸν Σεπτέμβριον, καὶ δὲν ἔχω πόρον ἵνα διατηρῶμαι, τί θὰ κάμω; Καλλίτερον εἶναι νὰ μείνω τώρα, καὶ τὸ προσεχὲς ἔτος, σὺν Θεῷ, ὅτε θὰ εἶμαι τελειόφοιτος, δύναμαι νὰ ἔλθω ἀπὸ τῶν ἑορτῶν τοῦ Πάσχα, καὶ νὰ μείνω 5 ἢ 6 μῆνας διὰ νὰ μελετήσω ἐν Σκιάθῳ, ἐὰν θὰ ἔχω τὰ ἀπαιτούμενα βιβλία. Ὀκτὼ μῆνες εἶναι ἀπὸ τοῦδε ἕως τότε. Ἂς ἔχῃ ἡ μήτηρ μου ὑπομονήν. Ἐγὼ πλειότερον ὑμῶν ἐπεθύμουν νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἠρχόμην τώρα εἰς Σκίαθον.
Ὁ κ. Δουλίδης μοὶ εἶχεν εἰπεῖ περὶ τῆς αἰτήσεως θεραπείας ὅτι ἐνομίσθη ἐπαρκὲς νὰ τὴν δώσῃ εἰς τὸν Ὑπουργὸν ἄνευ Κλητῆρος, ἥτις αἴτησις ἔχει λάβει τώρα τὸν διοικητικὸν δρόμον, καὶ πιθανὸν νὰ ἐμάθετε αὐτοῦ ἐκ τοῦ δημαρχείου.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
100
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 12 Ἰουλίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἂν δὲν ἐλάβετε τὴν ἀπὸ 2 Ἰουλίου ἐπιστολήν μου, πιστεύω ὅμως ὅτι ἐλάβετε ἀφεύκτως τὴν ἀπὸ 9 τοῦ αὐτοῦ, δι᾿ ἧς ἀνήγγελλον ὑμῖν τὴν λῆψιν τῶν 8 τῶν δρ. 5,60 καὶ τῶν κατόπιν δύο ἐπιστολῶν σας. -
Ἔχω ἀνάγκην ὑποκαμίσων καὶ φανελλῶν. Τὰ ὑποκάμισά μου δὲν ἠξεύρω πῶς εὑρίσκονται μεμειωμένα· ἴσως ἐκ τῶν συνεχῶν μετακομίσεων, τῆς ὀλιγωρίας καὶ τοῦ ἀνωμάλου βίου ἔχασα κανὲν ἐν καιρῷ τῆς στρατ(ιωτικῆς) μου ὑπηρεσίας. Μία φανέλλα πάλιν μοῦ ἐχάθη ἐν τῷ λόχῳ περὶ τὰ μέσα τοῦ Μαρτίου. -
Ἂν ἔλθῃ κανεὶς κατάλληλος ἐπιβάτης δι᾿ Ἀθήνας, ἐπιθυμῶ νὰ μοῦ στείλετε τὸ Ἀρχαιολογικὸν Λεξικὸν τοῦ Πανταζῆ, διότι ἔχω ἀνάγκην αὐτοῦ. -
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
101
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 15 7βρίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 3 τοῦ ἤδη μεσοῦντος ἐπιστολήν σας. Ἐπίσης ἔλαβον καὶ τὴν τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργίου, πρὸς ὃν εἴπετε ὅτι διὰ νὰ ἀποστείλω αὐτῷ τὰς τραχηλιὰς ἃς μοὶ παραγγέλλει, ἔπρεπε νὰ ἐγκλείσῃ μέτρον τι ἐντὸς τῆς ἐπιστολῆς.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ εἰμὶ
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Ἀσπάζομαι τὴν χεῖρά σου, μῆτερ. Τὰ σῦ<κα>...
102
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 13 8βρίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τῇ 6ῃ τ. μ. σᾶς ἔγραψα εὐθὺς ὡς ἔλαβον τὴν ἀπὸ 2 ἐπιστολήν σας διὰ τοῦ ἀρχιμ. Γρηγορίου. Τὴν διὰ τοῦ Καμπάνη ἔλαβον ὁμοίως.
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης, τὸν ὁποῖον ἐπεσκέφθην, μὲ ἐδέχθη πολὺ εὐμενῶς.
Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν καὶ τῆς μητρός.
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
103
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 24 9βρίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Δὲν ἔλαβον ἀπάντησιν εἰς τὴν ἀπὸ 10 τοῦ μηνὸς τούτου πρὸς ὑμᾶς ἐπιστολήν μου οὔτε διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου οὔτε ταχυδρομικῶς. Παρακαλῶ νὰ μοὶ ἀπαντήσητε.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
104
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 8 Δβρίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 27 τοῦ λήξαντος ἐπιστολήν σας. Εἶμαι ὑγιὴς καὶ σᾶς ἀσπάζομαι. Ἀσπασμοὺς εἰς πάντας τοὺς ἡμετέρους.
Μένω φιλῶν τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
105
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 22 Δεκεμβρίου 1877.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Δὲν ἔλαβον ἐπιστολήν σας εἰς ἀπάντησιν τῆς ἀπὸ 7, ἣν σᾶς ἔπεμψα. Εἶμαι ὑγιής. Εὔχομαι ὑμῖν ἐν ὑγιείᾳ τὰς καλὰς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Νέου Ἔτους.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς καὶ μένω
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
106
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 19 Ἰανουαρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον χθὲς τὴν ἀπὸ 9 τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολήν σας. Τὴν δὲ ἀπὸ 25 Δεκεμβρίου π. ἔ. εἶχον λάβει πολὺ ἀργά, ἤτοι τὴν 10 ἢ 11 τοῦ παρόντος μηνός.
Τὸ Σάββατον καὶ τὴν Κυριακὴν συνέβησαν ἐν Ἀθήναις ταραχώδεις ὀχλαγωγίαι, ἀπειλοῦσαι στάσιν κατὰ τῶν καθεστώτων ὑπὸ τὸ πρόσχημα ὁρμῆς πρὸς ἐξωτερικὸν πόλεμον. Ὁ στρατὸς διετάχθη νὰ κτυπήσῃ τὸν λαόν, 5 ἢ 6 ἄνθρωποι ἐφονεύθησαν ἢ ἐπληγώθησαν. Μὴ ἀνησυχεῖτε ὅμως, ἤδη ἀποκατέστη ἡ ἡσυχία. Τὴν ἀφορμὴν πρὸς τὰς ὀχλαγωγίας ἔδωκε τὸ ἐκ Κ/πόλεως ἄγγελμα περὶ συνομολογήσεως τῆς εἰρήνης μεταξὺ τῶν δύο ἐμπολέμων. Ἤδη ὅμως ἡ εἴδησις ἐκείνη ἀπεδείχθη πρόωρος, ἂν δὲ τῷ ὄντι ὁ πόλεμος παραταθῇ, ἡ Ἑλλάς, κατὰ τὴν ἐνταῦθα ἐπικρατοῦσαν γνώμην, θέλει καταλάβει διὰ τοῦ στρατοῦ της τὴν Ἤπειρον καὶ Θεσσαλίαν. Ἐντὸς δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν λύεται τὸ ζήτημα, καὶ ἂν πράγματι διακοπῶσιν αἱ σχέσεις, θέλω ἔλθει εἰς Σκίαθον, καὶ θὰ ἀποφασίσωμεν τότε ἂν θὰ μείνωμεν ἐνταῦθα ἢ θὰ ἀπέλθωμεν εἰς Χαλκίδα. Φρονοῦσιν ὅμως ἐνταῦθα ὅτι δὲν δύναται καὶ ἐν πολέμῳ νὰ προσβάλῃ ὁ ἐχθρὸς παράλια μὴ ὠχυρωμένα, καὶ ἔπειτα ὁ στόλος τῆς Τουρκίας εἶναι ἤδη ἄοπλος καὶ κατεστραμμένος παντελῶς, ὡς λέγεται. Ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει, ἡ ἑλλ. κυβέρνησις δὲν δύναται νὰ κηρύξῃ ἢ νὰ δεχθῇ πόλεμον πρὶν ἐξασφαλίσῃ ὁπωσδήποτε τὰ παράλια τῆς χώρας. Ὁπωσδήποτε, ἂν γείνῃ τίποτε, μετὰ τοσούτων χιλιάδων κόσμου θὰ εἴμεθα καὶ ἡμεῖς, καὶ γενηθήτω τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
Ὅσον τὸ κατ᾿ ἐμέ, καὶ εἰς Θεσσαλίαν ἂν ἀποφασίσω ν᾿ ἀπέλθω, δὲν θὰ πράξω τοῦτο προτοῦ νὰ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς καὶ λάβω τὴν συναίνεσίν σας.
Ἀσπάζομαι τὴν χεῖρά σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Δὲν μοὶ γράφετε ἂν ἐλάβετε καὶ τὴν ἀπὸ 5 τρ. μ. ἐπιστολήν μου παρὰ τοῦ Φιλοκλέους Γ. Ἰωάννου.
107
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 2 Φεβρουαρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Διὰ τοῦ Μ. Δαμάσκου σᾶς ἔγραψα ἀπὸ 23 λήξαντος, ὁμοίως καὶ διὰ τοῦ ταχυδρομείου ἀπὸ 27 τοῦ αὐτοῦ. Καὶ πάλιν σᾶς γράφω, διότι φαντάζομαι πόση εἶναι ἡ λύπη καὶ ἡ στενοχωρία σας διὰ τὴν εἰς Θεσσαλίαν μετάβασιν τοῦ ἀδελφοῦ μου ἐκ τῆς ἰδικῆς μου λύπης καὶ στενοχωρίας. Ὁ Κουμπῆς ἔφθασεν εἰς Πειραιᾶ προχθὲς καὶ γράμμα σας δὲν μοὶ ἔφερε. Μοὶ διηγήθη μόνον τὰς λεπτομερείας τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Γεωργάκη μας, ὅτι δηλ. ἔφυγε κρυφίως, ὅτι ὑπῆγε καθὼς εὑρίσκετο μὲ τὰ συνήθη ἐνδύματά του, κτλ. Αὐτὸ μὲ ἠνησύχησε καὶ ἐμέ, διότι πλειότερον πρέπει νὰ φοβῆταί τις τὸ κρύον παρὰ τοὺς Τούρκους, οἵτινες δὲν εὑρίσκονται εἰς Θετταλομαγνησίαν, ἐκεῖ ὅπου εἶναι. Δὲν ἀμφιβάλλω ὅμως ὅτι ἐπρομηθεύθη κἄπου χονδρότερόν τι ροῦχον καὶ εἶναι ἤδη καλλίτερα.
Ἐν γένει εἰπεῖν, δύο πράγματα εἶναι τώρα, ἢ θὰ γείνῃ εἰρήνη, καὶ τότε οἱ ἐπαναστάται θὰ ἀμνηστηθῶσι καὶ θὰ ἐπανέλθωσιν εἰς τὰ ἴδια, σὺν Θεῷ, ἢ θὰ γείνῃ πόλεμος γενικός, τῆς Ἀγγλίας μὲ τὴν Ρωσσίαν καὶ τὴν Τουρκίαν, ὡς λέγεται, καὶ τότε καὶ ἡ Ἑλλὰς δὲν θὰ μείνῃ ἥσυχος ἀλλὰ θὰ βαδίσῃ μὲ τὴν ἀγγλικὴν συμμαχίαν. Λοιπὸν τότε ὅλη ἡ νεολαία θὰ κληθῇ εἰς τὰ ὅπλα, καὶ δὲν θὰ εἶναι ὁ Γεωργάκης μας μόνος, ὅστις ὑποφέρει. Λοιπὸν πρέπει νὰ παρηγορώμεθα, διότι εἰς τοιούτους δυστυχεῖς καιρούς, ὁποῦ εὑρέθημεν, στενὰ εἶναι πανταχόθεν, καὶ δὲν ὑποφέρομεν ἡμεῖς μόνοι, ἀλλ᾿ ὁ κόσμος ὅλος.
Μὴ κλαίῃς νυχθημερόν, ἀγαπητή μου μῆτερ, ἀλλὰ συλλογίσου ὅτι εἰς τὴν Θεσσαλίαν εὑρίσκονται ἤδη πέντε χιλ. ἐθελονταί, τέκνα πέντε χιλιάδων μητέρων, αἵτινες ὅλαι ἔχουν σπλάγχνα, ὅλαι ἐν πόνοις ἐγέννησαν, ὅλαι πονοῦν διὰ τὰ τέκνα των, καθὼς καὶ σύ. Ὑπερβάλλουσα λύπη ἀτομικὴ ἐν τοιούτῳ καιρῷ γενικῶν καταστροφῶν καὶ ἐξανδραποδίσεων καὶ αἱματοχυσιῶν, εἶναι ἰδιοτελής, εἶναι ἐγωιστικὴ καὶ ἐξυβρίζει τὴν θείαν πρόνοιαν τὴν οἰκονομοῦσαν καὶ διέπουσαν τὰ πάντα. Ὅθεν μὴ λυπεῖσαι, ἀλλὰ παρακάλει μᾶλλον ἀδιαλείπτως νὰ ἀπολαύσῃς ταχέως τὸ τέκνον σου.
Ἐγὼ εἰς τὰς Ἀθήνας περνῶ πολὺ καλὰ καὶ ὑγιαίνω. Ἀσπάζομαι τὰς δεξιάς σας ἀμφοτέρων
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Ἐμπιστευτικόν. Δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας προτοῦ νὰ φύγῃ ὁ Γεώργιος, ἔλαβεν ὁ Γ. Δημητριάδης ἐπιστολήν του ἐνταῦθα, δι᾿ ἧς τῷ ἔγραφεν ὅτι νὰ ἐνθυμηθῇ τὴν ὑπόσχεσίν του τοῦ νὰ ἀπέλθωσιν ὁμοῦ εἰς Θεσσαλίαν. Ἐγὼ τῷ εἶπα νὰ τῷ γράψῃ, ὅτι τὰ τῆς Θεσσαλίας θεωροῦνται ἐν Ἀθήναις γελοῖα, ἀλλὰ ἂς ἔλθῃ εἰς Ἀθήνας νὰ τὸν ἴδωμεν καί, ἂν γείνῃ πόλεμος, νὰ ὑπάγωμεν ὅλοι ὁμοῦ. Ταῦτα εἶπα θέλων νὰ φέρω ἀντιπερισπασμὸν εἰς τὴν ἀπασχόλησιν τοῦ πνεύματός του καὶ διότι ἤξευρα ἢ ἐπίστευα ὅτι πόλεμος δὲν θὰ ἐγίνετο μεμονωμένως. Δὲν ἐξεύρω ἂν ὁ Γ. Δημ. ἔγραψε ταῦτα καὶ ἂν ἔλαβεν ὁ Γεώργιός μας τὴν ἐπιστολήν του.
108
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 9 Φεβρουαρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 31 π. μ. ἐπιστολήν σας. Ἐντὸς αὐτῆς, ὡς μοὶ γράφετε, μοὶ ἐγκλείετε τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Γεωργάκη. Δὲν εὑρέθη ἔγκλειστος τοιαύτη ἐπιστολή. Ἴσως ἐλησμονήσατε νὰ ἐγκλείσητε αὐτήν.
Ἐγὼ πλὴν τῆς ἀπὸ 27 καὶ 23 καὶ 19, σᾶς ἔγραψα καὶ τὴν 2 ἱσταμένου ταχυδρομικῶς. Ἐλπίζω νὰ τὴν ἐλάβετε. Τὴν δὲ ἀπὸ 19 Ἰανουαρίου ἀπέστειλα διὰ τοῦ Αἰγ. Αἰγιαλείδου, ὅστις ὅμως ἀφοῦ δὲν ἦλθεν εἰς Σκίαθον ὁ ἴδιος, καθὼς ἐσκόπευεν, ἔπρεπε νὰ ἐγχειρίσῃ τὴν ἐπιστολήν μου εἰς τὸν Γ. Δημητριάδην διὰ νὰ τὴν λάβητε.
Ἐπίσης καὶ τὴν ἀπὸ 8 Ἰανουαρ. ταχυδρομ. διὰ Κουσουλίνη ἔλαβον, καὶ ἀνέφερα, νομίζω, τὴν λῆψιν αὐτῆς ἐν τῇ ἀπὸ 19 πρὸς ὑμᾶς.
Προχθὲς ἐμάθομεν ἐνταῦθα ὅτι μάχη συνεκροτήθη τὴν 6 ἐν Μακρυνίτσᾳ, καθ᾿ ἣν ἐφονεύθησαν, ὡς λέγεται, 30 - 40 ἐπαναστάται καὶ 300 Τοῦρκοι. Τὸ ἀποτέλεσμα ὁριστικῶς ἀγνοεῖται. Τί νὰ σᾶς εἴπω; Ἡ καρδία μου ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης τρέμει ἀδιαλείπτως. Ἂς ὑποταγῶμεν, πάτερ μου, εἰς τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ὅ,τι εἶναι γραπτὸν διὰ τὸν φίλτατόν μας Γεώργιον, θὰ γείνῃ, καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ τὸ ἀποφύγωμεν. Εἴθε ὁ εὔσπλαγχνος καὶ ἐλεήμων Θεὸς νὰ νεύσῃ πρὸς τὰς ἱκεσίας ἡμῶν καὶ νὰ μᾶς τὸν ἀποδώσῃ. Ἂν ὅμως Ἐκεῖνος εὐδοκήσῃ νὰ καλέσῃ παρ᾿ ἑαυτῷ ἕνα μάρτυρα, ὀφείλομεν νὰ εὐχαριστήσωμεν Αὐτῷ, καὶ Αὐτὸς μόνος δύναται νὰ μᾶς παραμυθήσῃ.
Ἐννοεῖς τώρα, φιλτάτη μου μῆτερ, ἐννοεῖς ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἔχῃς ὑπερβολικὴν ἀδυναμίαν πρὸς τὰ τέκνα σου, διότι αὐτὰ διὰ βασάνων καὶ πικριῶν ἀνταμείβουσιν ὅλην τὴν στοργήν σου; Πάλαισον, νίκησον, ἐγκαρτέρησον, δυστυχὴς μῆτερ, διότι πρέπει, εἶναι ἀνάγκη νὰ ζήσῃς, νὰ ζήσῃς, μῆτερ, διὰ τὰς θυγατέρας σου, καὶ νὰ μὴ ἀποθάνῃς διὰ τοὺς υἱούς σου. Ὅλοι ἡμεῖς εἴμεθα βλαστοί, καὶ ἂν κοπῇ εἷς βλαστός, τὸ δένδρον μένει. Σὺ ὅμως εἶσαι ἡ ῥίζα, καὶ πρέπει νὰ μείνῃς διὰ νὰ μὴ μαρανθῇ τὸ δένδρον.
Τί ἄλλο νὰ σᾶς γράψω; Μὲ προσκαλεῖτε νὰ ἔλθω εἰς Σκίαθον. Ἀκόμη δὲν ἀπεφάσισα, θὰ ὁδηγηθῶ ἂν θὰ ἐμπορέσω νὰ ἔλθω. Περὶ ἐμοῦ μὴ ἀνησυχεῖτε, δὲν ἔχω τίποτε, εἶμαι καλά, οὐδένα κίνδυνον τρέχω, δόξα τῷ Θεῷ. Δύναμαι νὰ ὑποφέρω πᾶσαν λύπην. Σᾶς ὁ Θεὸς νὰ βοηθήσῃ. Ὑπὲρ ὑμῶν ἀδιακόπως παρα<καλῶ... Ἀσπάζομαι> τὰς δεξιὰς ὑμῶν
<ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης>
109
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἐν Ἀθήναις, 16 Φεβρ. 1878.
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 5 τ. μ. ἐπιστολήν σας δι᾿ ἧς μοὶ ἀναγγέλλετε τὴν ἐπάνοδον τοῦ Γεωργίου μας καὶ ἐχάρην. Ἐντούτοις ἐπεθύμουν νὰ γνωρίζω τὰ περιστατικὰ τοῦ ταξειδίου τούτου, διότι δὲν ἐξεύρω εἰμὴ ὅ,τι ἤκουσα ἀπὸ τὸν κόσμον. Ἂν θέλῃ ἂς μοὶ γράψῃ ὁ ἴδιος. Τὸν συμβουλεύω δὲ νὰ μὴ πειράζεται διόλου ἡ φιλοτιμία του ἐκ τοῦ ὅτι ἀνεχώρησεν ἐκ τοῦ τόπου τῆς ἐπαναστάσεως, καθόσον πλεῖστοι νέοι δυσαρεστηθέντες ἀνεχώρησαν. Γίνονται δὲ τόσαι καταχρήσεις περὶ τὴν διεξαγωγὴν τῶν κινημάτων τούτων, ὥστε ἡ ἐπανάστασις θεωρεῖται κοινῶς ἐνταῦθα ὡς ναυαγήσασα. Χύνουσι δὲ τὸ αἷμά των ἀθῶοί τινες νέοι ἀδίκως καὶ ἀνωφελῶς, ἐνῷ ἄλλοι πλουτίζονται ἐκ τῆς διαχειρίσεως τῶν ἱερῶν τούτων χρημάτων καὶ φαίνονται παχυνόμενοι ἐκ τοῦ αἵματος τῆς ἀπειροκάκου νεολαίας.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός. Τὸν Γεώργιον ἐναγκαλίζομαι.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Ἔμαθα ὅτι δύο σκιαθῖται ἐφονεύθησαν ἐν Μακρυνίτσᾳ. Γράψατέ μοι τίνες εἶναι οὗτοι.
110
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 2 Μαρτίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον καὶ τὴν ἀπὸ 19 Φεβρ. ἐπιστολήν σας. Εἰς τὸν Γεωργάκην ἔγραψα δὶς διὰ μακρῶν. Ὁ λοχίας Πάγκαλος, τὸν ὁποῖον ἠντάμωσα ἐνταῦθα, μοὶ εἶπεν ὅτι εἶναι συμπεφωνημένον νὰ τὸν συμπαραλάβῃ ἐπιστρέφων εἰς τὴν Θετταλομαγνησίαν διὰ Σκιάθου. Προσέχετε μὴ φύγῃ πάλιν κρυφίως.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
111
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 1 Μαΐου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σύγγνωτέ μοι ὅτι δὲν ἀπήντησα ὑμῖν προχθὲς διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου εἰς τὴν ἀπὸ 16 π. μ. ἐπιστολήν σας τὴν ὁποίαν ἔλαβον ἐγκαίρως μετὰ τῶν ἐγκλείστων 11,20. Ἀλλὰ δὲν μοὶ ἀναφέρετε δι᾿ αὐτῆς ἂν ἐλάβετε τὰ διὰ τοῦ Χριστοδ. Στάμενας ἀποσταλέντα ἐπιστολὴν καὶ ὡρολόγιον.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
112
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 18 Μαΐου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔφθασεν χθὲς ἐνταῦθα ἡ μήτηρ μου ὑγιῶς καὶ αἰσίως καθ᾿ ὅλα. Εἰς ἓν δὲ μόνον μοὶ εἶπεν ὅτι ἀνησυχεῖ, ὅτι δηλ. τὴν ἑσπέραν τοῦ ἐκ Σκιάθου ἀπόπλου της ἔπνεε σφοδρὸς γαρμπής, καὶ ἐκ τούτου ἐνδέχεται νὰ ἐβλάβησαν αἱ ἐλαῖαι. Περὶ τούτου νὰ μᾶς πληροφορήσητε, παρακαλῶ.
Ἂν θέλει διὰ τοῦ προσεχοῦς ἀτμοπλοίου ἐπανέλθει εἰς Σκίαθον ἢ βραδύτερον, ἀγνοοῦμεν ἀκόμη.
Σᾶς ἀσπάζεται πάντας αὐτὴ καὶ ἐγὼ
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
113
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 5 Ἰουνίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἐλάβομεν ὅλας τὰς ἐπιστολάς σας, ἤτοι τὴν ἀπὸ 20 π. μ., τὴν ἀπὸ 22, τὴν ἀπὸ 29 μετὰ τῶν 28 δραχμῶν καὶ τὴν ἀπὸ αʹ. Ἰουνίου μετὰ τῶν 11,20.
Ἡ μήτηρ μου εἶναι πολὺ καλλίτερα. Τὴν μεθαύριον Πέμπτην ἀναχωρεῖ διὰ Σκίαθον.
Τσίρους δὲν ἔφεραν ἐφέτος εἰς Ἀθήνας.
Ἀσπαζόμεθα πάντας τοὺς ἡμετέρους
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
114
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 22 Ἰουνίου 1878.
Ἀδελφὲ Γεώργιε,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 11 ἐπιστολήν σου καθὼς καὶ τὴν ἀπὸ 13 τοῦ πατρὸς μετὰ τῶν 11,20. -
Περὶ τοῦ Ῥαφτάκη ἐφρόντισεν ὁ Γεωργάκης, εἰς ὃν ἀπετάθην. Ἀδίκως δὲ σοὶ παρέσχε τὸν κόπον νὰ μοὶ γράψῃς ὅσα μοὶ ἔγραψες, ἀφοῦ εἰς ἄλλον ἔμελλε ν᾿ ἀναθέσῃ τὴν διεξαγωγὴν τῆς σπουδαίας ταύτης ὑποθέσεως. Ἀλλὰ τοὺς ἀλλοπροσάλλους ἀνθρώπους, ποῖος τοὺς συνερίζεται;
Τοὺς χαιρετισμούς μου εἰς πάντας.
Σὲ ἐναγκαλίζομαι
ὁ ἀδελφός σου
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
115
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 6 Ἰουλίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 25 π. μ. ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν ὑποκαμίσων καὶ καλτσῶν.
Γράψατέ μοι πῶς ἔχει ἡ ὑγεία τῆς μητρός μου. Ὁ ἰατρὸς ἐκεῖνος ὅστις τὴν ἐπεσκέφθη ἐν τῇ Ἀστυκλινικῇ, μοὶ εἶπεν ὅτι τὸ πάθημά της εἶναι ἡμικρανία ἐξ ἀναιμίας. Ἐπιμένει δὲ λέγων ὅτι πρέπει νὰ παίρνῃ σίδηρον, νὰ κάμνῃ δὲ καὶ θαλάσσια λουτρά. Ταῦτα μοὶ ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
116
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 3 Αὐγούστου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Δὲν ἔλαβον μέχρι σήμερον, ὥρας 10 π. μ., ἀπάντησιν εἰς τὴν ἀπὸ 20 Ἰουλίου ἐπιστολήν μου διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου, δι᾿ ἧς σᾶς ἐπληροφόρουν τὴν λῆψιν τῆς ἀπὸ 14 μετὰ τοῦ 28δράχμου. Τὴν δὲ ἀπὸ 11 ὑμετέραν ἔλαβον βραδύτερον.
Ἐντούτοις σήμερον ἐλπίζω νὰ λάβω ἐπιστολήν σας διὰ τοῦ ταχυδρομείου.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
117
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 17 Αὐγούστου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 6 - 8 Αὐγούστου ἐπιστολήν σας, μετὰ τῶν 5,60, καὶ τὴν ἀπὸ 11 τοῦ αὐτοῦ, μετὰ τῶν 11,20.
Τὸ καλυμμαύχιον, ὅπερ μοὶ παραγγέλλετε, σήμερον ἤθελον σᾶς τὸ ἀποστείλῃ διὰ τοῦ κ. Λητοΐδου, ὅστις ὅμως μοὶ φέρει δυσκολίας. Ἐὰν δὲν τὸ δεχθῇ, θὰ σᾶς τὸ πέμψω δι᾿ ἄλλης εὐκαιρίας.
Ὁ Μποροδῆμος μοὶ ἔχει στείλη ἓν γράμμα διὰ τὸν υἱόν του, τὸν χωροφύλακα, ἐπὶ συστάσει. Ἀλλὰ ποῦ νὰ τὸν εὕρω νὰ τὸ δώσω;
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας,
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
118
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 31 Αὐγούστου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον διὰ τοῦ Γ. Δημητριάδου τὴν ἐπιστολήν σας καὶ τὸ 28δραχμον, ὡς καὶ τὰς κάλτσας.
Σήμερον πιστεύω νὰ σᾶς στείλω τὸ καλυμμαύχιον διὰ τοῦ Γ. Ζωραΐτου, ὅστις ὑπεσχέθη νὰ τὸ λάβῃ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
119
Ἐν Ἀθήναις τῇ 28 7βρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 17 τοῦ ἤδη φθίνοντος ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν τσοραπίων, καθὼς καὶ τοῦ αὐγοταράχου, διὰ τοῦ Ἀλέκου Μωραΐτου.
Τὸ αὐγοτάραχον τὸ ἐφίλευσα εἰς τὸν κ. Ἰω. Χαραλάμπην, εἰς ὃν εἴμεθα ὑποχρεωμένοι ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς ἐλεύσεως τῆς μητρός μου εἰς Ἀθήνας.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
120
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 5 8βρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σήμερον ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν ἐγκλείστων, ὡς καὶ τὴν τοῦ Γεωργίου.
Ἓν μόνον θαυμάζω, διατί ὅτε συνετάσσετο ὁ κατάλογος δὲν ἐνέστητε κατὰ τῆς ἐν τῇ Αʹ. κατηγορίᾳ ἐγγραφῆς μου, ἐνῷ ἐγὼ προφανῶς ἦγον τότε τὸ 27ον ἔτος μου καὶ ὑπηγόμην εἰς τὴν Βʹ.
Ἄλλως δέ, ἐλπίζω καὶ ἐγὼ ὅτι θὰ ἀπαλλαγῶ, καὶ μὴ ἀνησυχεῖτε παντελῶς. Μάλιστα καθ᾿ ἣν στιγμὴν σᾶς γράφω δὲν εἶναι ἀκόμη βέβαιον ὅτι συγκαλεῖται πραγματικῶς ἡ γʹ. ἢ δʹ. σειρὰ κτλ., διότι τὸ πρᾶγμα πρέπει νὰ συζητηθῇ πρῶτον ἐν τῇ βουλῇ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Τὸ πιστοποιητικὸν μοὶ τὸ ἐπέμψατε ἀνεπικύρωτον.
121
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 12 8βρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τῇ 5 Ὀκτωβρίου ἀπήντησα ὑμῖν ταχυδρομικῶς ἐπὶ τῆς ἀπὸ 1 τοῦ αὐτοῦ ἐπιστολῆς σας.
Σήμερον πρόκειται νὰ συζητηθῇ ἐν τῇ βουλῇ τὸ περὶ κλήσεως τῶν ἐφέδρων. Ἡ ἀντιπολίτευσις εἶναι σφόδρα ἐναντία εἰς τὸ μέτρον τοῦτο, καὶ αὐτὴ ἡ κυβέρνησις φαίνεται ἑτοίμη εἰς ὑποχώρησιν.
Σᾶς ἐγκλείω ἐνταῦθα τὸ πιστοποιητικὸν τοῦ ἐφημερίου, ἵνα ἐπικυρωθῇ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
122
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 9 Νοεμβρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Μὲ τὸ ἀτμόπλοιον δὲν ἔλαβον γράμμα σας, οὔτε μὲ τὸ ταχυδρομεῖον. Ἐγὼ ὅμως σᾶς ἔγραψα ἀπὸ 26 π. μ. διὰ τοῦ Ἰω. Ἀλ. Μωραΐτου καὶ ἀπορῶ διατί δὲν μοὶ ἀπηντήσατε. Σήμερον δὲν μετέβην ἀκόμη εἰς τὸ ταχυδρομεῖον, ἵνα ζητήσω ἐπιστολήν σας.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
123
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 22 Νοεμβρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἐσκόπουν νὰ σᾶς γράψω αὔριον διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου, ἀλλ᾿ ἔμαθον σήμερον παρὰ τοῦ Γ. Δημητριάδου ὅτι ἐφθάσατε ἤδη εἰς Χαλκίδα.
Εἰς τὴν ἀπὸ 12 ἐκ Σκιάθου ἐπιστολήν σας, ἀπήντησα τῇ 16 τοῦ αὐτοῦ πρὸς τὸν Γεώργιον, πρὸς ὃν γράφω ὅτι ἔχω ἀνάγκην νὰ μὲ συνδράμῃ μόνον δι᾿ ἓν παλτόν, ὅπερ χρειάζομαι διὰ τὸν χειμῶνα. Τὰ δὲ καθημερινὰ ἔξοδά μου τὰ οἰκονομῶ ἐκ μιᾶς παραδόσεως ἣν ἔχω.
Ἠνησύχησα πολὺ χθὲς ἕνεκα τῆς τρικυμίας, φοβούμενος μὴ ἦσθε εἰς τὸ πέλαγος. Ἤδη εἶμαι εὐχαριστημένος διότι θὰ ὑπάγετε μὲ τὸ ἀτμόπλοιον εἰς τὴν ἐπάνοδον, ἣν εὔχομαι ὑμῖν αἰσίαν.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Ὁ Σωτήριος καὶ ὁ Ἀλέκος σᾶς ἀσπάζονται τὴν χεῖρα.
124
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 7 Δεκεμβρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἀπὸ 29 π. μ. ἐπιστολήν σας διὰ τοῦ ταχυδρομείου ἔλαβον τὴν 3ην ἱσταμένου. Χθὲς δὲ ἔλαβον τὴν ἐκ Χαλκίδος ἀπὸ 24, διὰ τοῦ Χριστοδούλου Στάμαινας.
Εἶμαι πολὺ ὑγιής. Τὸ αὐτὸ καὶ εἰς ὑμᾶς εὔχομαι.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Διευθύνετε πρὸς τὸν κ. Κουσουλίνην τὰς ἐπιστολάς σας, ἵνα τὰς λαμβάνω εὐκολώτερον. Διότι πολλάκις, ἐπὶ τῇ προσδοκίᾳ ἐπιστολῆς σας, μεταβαίνω
εἰς τὸ ταχυδρομεῖον καθ᾿ ἑκάστην καὶ ἐρωτῶ, ὅταν δὲν ἔχω τοιαύτην. Πολλάκις δὲ καὶ ὅταν ἔχω, ἡ ἐπιπολαιότης καὶ φυγοπονία τῶν ὑπαλλήλων μὲ στερεῖ τῆς ἐγκαίρου λήψεως.
Ὁ αὐτός.
125
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 21 10βρίου 1878.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τῇ 14 σᾶς ἔγραψα ἐντὸς φακέλλου ἐφημερίδων, εἰδοποιῶν ὑμᾶς περὶ τῆς λήψεως τῆς ἀπὸ 10 τοῦ αὐτοῦ μετὰ τοῦ 28δράχμου.
Σᾶς εὔχομαι τὰς ἁγίας ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων ἐν ὑγιείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
126
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 18 Ἰανουαρίου 1879.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 2 - 7 τ. μ. ἐπιστολήν σας κατὰ τὴν 12 τοῦ τρέχοντος μετὰ τῶν ἐγκλείστων δρ. 11,20. Μή με λησμονεῖτε πάλιν, διότι δὲν ἔχω παράδοσιν. Ἀλλὰ τὴν Μ. Τεσσαρακοστὴν πάλιν θὰ ἔχω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός,
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
127
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 15 Φεβρουαρίου 1879.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἀπὸ 4 τοῦ ἤδη μεσοῦντος ἐπιστολήν σας ἔλαβον μετὰ τῶν ἐγκλείστων ἐν αὐτῇ δραχ. 16,80.
Ἂν σήμερον κατορθώσω νὰ εὕρω τὸν Φιλοκλῆν, ὅστις ἀναχωρεῖ διὰ Σκίαθον, θὰ ἀποστείλω τὸ ἰατρικὸν τῆς μητρός μου.
Ἀναφορικῶς πρὸς ὅσα μοὶ γράφετε περὶ δανείου ἐκ τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης, δὲν ἔχω δυστυχῶς μέσον ἵνα πλησιάσω πρὸς τοὺς ἰθύνοντας αὐτήν, καὶ οὔτε ἐξεύρω ἀκριβῶς τοὺς ἀπαιτουμένους ὅρους καὶ ἐγγυήσεις πρὸς πραγματοποίησιν δανείου.
Τὸν Σωτήριον δὲν τὸν βλέπω, καλλίτερον δὲ θὰ ἦτο νὰ τῷ γράψητε ὑμεῖς ὀλίγας λέξεις περὶ τούτου.
Μόνον ἓν πρᾶγμα δὲν ἐννοῶ· πῶς δηλ. ἐνῷ ἐφέτος ἦτο ἡ ἐλαιοφορία, καὶ ὁ Γιάννης εἰργάσθη πλειότερον τῶν ἄλλων ἐλαιοτριβείων, ὡς ἔμαθον, εὑρίσκεται οὐχ ἧττον εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ συνομολογήσῃ νέον δάνειον, ἀντὶ νὰ ἔχῃ ἐξοφλήσει ἓν μέρος τοῦ παλαιοῦ.
Ἐπίσης δὲν μοὶ γράφετε καὶ περὶ ἡμῶν αὐτῶν, ἂν ἐκάμαμεν ὀλίγον ἢ πολὺ ἔλαιον ἐφέτος.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς μητρός,
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
128
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 23 Μαρτίου 1879.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σήμερον ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν δρχ. 11,20. Ὁ Γεώργιος μοὶ ἔγραψεν ἐκ Στυλίδος. Ὡμίλησα εἰς φίλους ἵνα κατορθώσωσι τὴν εἰς Χαλκίδα μετάθεσίν του, καθ᾿ ἣν ἐπιθυμίαν μοὶ ἐκφράζει ἐν τῇ ἐπιστολῇ αὐτοῦ.
Μοὶ γράφει δὲ καὶ ὅτι θὰ ἀναχωρήσῃ εἰς Σκίαθον τὸ Πάσχα καὶ ἄνευ ἀδείας. Τοῦτο εἶναι παράξενον. Γράφετέ τῳ νὰ ἔχῃ ὑπομονήν. Ἔχετε καὶ σεῖς ὑπομονὴν καὶ μὴ στενοχωρεῖσθε τόσον. Καὶ τοῦτο θὰ περάσῃ. Ὀλίγοι μῆνες δὲν εἶναι τίποτε, ἀρκεῖ νὰ εἶναι ὑγεία. Τὸ Πάσχα θὰ δώσουν, πιστεύω, ἄδειαν εἰς τοὺς ἐθνοφύλακας, ἀλλ᾿ ἂν δὲν δώσουν δὲν συμφέρει νὰ φύγῃ ἄνευ ἀδείας, διότι τιμωρεῖται δὲν ἐξεύρω καὶ ἐγὼ πόσον βαρέως.
Ἀλλὰ τί νὰ σᾶς εἴπω, πάτερ μου; Δὲν κάμνει καλὰ καὶ ἡ καλή μου μήτηρ νὰ δεικνύῃ τόσον πόνον, διότι νά ὁποῦ ἐρεθίζεται ὁ Γεωργάκης καὶ ζητεῖ νὰ φύγῃ ἄνευ ἀδείας! Αἱ ὑπερβολαὶ αὐτὰ κάμνουν. Ἔχετε ὑπομονήν, καὶ πάντοτε ὑπομονήν. Δὲν εἶναι τίποτε πῶς θὰ εἶναι ὁ Γεωργάκης εἰς Λαμίαν τὸ Πάσχα. Ἐγὼ ἔχω ἓξ ἔτη ὁποῦ κάμνω Πάσχα ἐν Ἀθήναις καὶ ἅπαξ, τῷ 1868, ἐν Χαλκίδι. Παντοῦ ὁ αὐτὸς Χριστὸς εἶναι. -
Ἐντὸς τῆς ἐπιστολῆς σας μοὶ ἐγκλείετε, πάτερ μου, τὴν εὐχήν σας. Εὐχαριστῶ διὰ τοῦτο ἀλλὰ διατί νὰ μὲ λυπῆτε; Μήπως τυχὸν εἶσθε ἀσθενής; Πῶς λοιπὸν ἐξεύρετε ὅτι δὲν θὰ μὲ ἴδητε πλέον; Ἂς εἶναι ὑγίεια, καὶ θὰ ἔλθω μετὰ τὸ Πάσχα.
Εὔχομαι ὑμῖν ἐν ὑγιείᾳ τὰς ἡμέρας τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἀσπάζομαι πάντας.
Φιλῶ τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Στείλατέ μοι τὰ ἔξοδά μου, καὶ ἔρχομαι χωρὶς ἄλλο.
Ὁ αὐτός.
129
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 29 Μαρτίου 1879.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σᾶς ἔγραψα τὴν 23 φθίνοντος, ἅμα λαβὼν τὴν ἀπὸ 20 ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν δρ. 11,20.
Θὰ ἔλθω ἀφεύκτως εἰς Σκίαθον μὲ τὸ ἀτμόπλοιον τῆς 12 Ἀπριλίου,
ἂν ἔχω τὰ ἔξοδά μου, ὡς σᾶς προέγραψα. Πιθανὸν νὰ οἰκονομήσω χρήματα καὶ ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀλλὰ στείλατέ μοι καὶ σεῖς ἕως 20 δραχμάς.
Εὔχομαι ὑμῖν καλὸν Πάσχα, ἀσπαζόμενος τὴν δεξιάν σας καὶ τὴν τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
130
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 9 Ἀπριλίου 1879.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Προχθὲς Σάββατον ἔλαβον τὴν ἀπὸ ἱσταμένου ἐπιστολήν σας. Χαίρω διότι ὁ Γεώργιος εὑρίσκεται παρ᾿ ὑμῖν, ἂν καὶ δὲν μοὶ γράφετε πόσων ἡμερῶν ἄδειαν ἔχει λάβει. Εἰς Λαμίαν τῷ ἔγραψα τῇ 23 Μαρτίου· φαίνεται ὅτι τὴν ἐπιστολήν μου δεν τὴν ἔλαβε.
Μετὰ τῆς ἐπιστολῆς σας ἔλαβον καὶ τὰς δραχμὰς 22,40.
Εἰς Σκίαθον θὰ ἔλθω ἀργότερα, ἤτοι περὶ τὰ τέλη Μαΐου· ἀφεύκτως ὅμως θὰ ἔλθω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
131
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 26 Ἀπριλίου 1879.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 15 τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολήν σας, ὡς καὶ τὴν προγενεστέραν ταύτης ἀπὸ 6. -
Περὶ μεταθέσεως τοῦ Γεωργάκη εἰς Χαλκίδα ἐνήργησα ἀπ᾿ ἔξω ὅ,τι ἠμπόρουν· ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ἔχω φίλον τινὰ ἐν τῷ ὑπουργείῳ τῶν Στρατιωτικῶν. Ἄλλως δέ, ἡ ὑγεία εἰς τὴν Λαμίαν εἶναι καλλίτερα τώρα, καθὼς μανθάνω. Τρεῖς μῆνας καὶ ἥμισυν εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ὑπηρετήσῃ ἀκόμη, καὶ ὑπομονή. Ἅμα ὡς παρέλθωσιν οἱ ἓξ μῆνες, δὲν δύνανται, κατὰ τὸν νόμον, νὰ τοὺς κρατήσουν οὔτε μίαν ἡμέραν περιπλέον.
Δεν ἔμαθον ἂν ὁ Γεωργάκης ἐτιμωρήθη πειθαρχικῶς διὰ τὴν εἰς Σκίαθον μετάβασίν του ἢ ὄχι. Τὴν 2 Μαΐου θὰ τῷ γράψω εἰς Χαλκίδα, καθὼς μοὶ γράφετε.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός. Ἀσπάζομαι τὰς ἀδελφάς μου.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Εἰς Σκίαθον θὰ ἔλθω ἐφέτος, καθὼς σᾶς προέγραψα. Πιστεύω, κατὰ τὰ τέλη Μαΐου ἢ τὰς ἀρχὰς Ἰουνίου.
Ὁ αὐτός.
132
Ἐν Ἀθήναις τῇ 30 Ἀπριλίου 1879.
Ἀδελφὲ Γεώργιε,
Δὲν ἔμαθον ἂν ἐτιμωρήθης ἢ ὄχι διὰ τὴν εἰς Σκίαθον μετάβασίν σου, καὶ ἐν γένει στεροῦμαι εἰδήσεων περὶ σοῦ. Γράψον μοι, σὲ παρακαλῶ, νὰ μάθω.
Εἰς τὴν διὰ τοῦ ἐπιλοχίου Ρεΐζη ἐπιστολήν σου εἶχον ἀπαντήσει ταχυδρομικῶς. Ἀγνοῶ ἂν ἔλαβες τὴν ἐπιστολήν μου ἢ ὄχι, διότι συνέπεσε κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας νὰ ἀναχωρήσῃς εἰς Σκίαθον.
Περὶ μεταθέσεώς σου εἰς Χαλκίδα ὡμίλησα πολλάκις, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ἔχω καὶ ἐγὼ πολλὰ μέσα, ὡς γνωρίζεις. Καὶ ἂν δὲ μείνῃς ἐν Λαμίᾳ, νὰ ἔχῃς ὑπομονήν, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ὑπηρεσίας σου, ὅστις ὑπολείπεται, εἶναι ὀλίγος.
Γράψον μοι τί ἔμαθες ἐκ Σκιάθου ἀναφορικῶς πρὸς τὴν νόσον εὐλογίαν. Εὔχομαι νὰ ἀποκατεστάθη ἡ ὑγίεια ἐν τῇ προσφιλεῖ ἡμῶν πατρίδι.
Ἄσπασαι ἐκ μέρους μου τὸν κ. Νικόλαον Δημητριάδην.
Σὲ φιλῶ τρυφερῶς
ὁ ἀδελφός σου
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
133
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 10 Μαΐου 1879.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἀπὸ 29 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σας ἔλαβον. Σᾶς εἶχον γράψει τῇ 26 διὰ τοῦ ταχυδρομείου, πιστεύω δὲ νὰ ἐλάβετε τὴν ἐπιστολήν μου τὴν Τρίτην ἢ Τετάρτην τῆς παρελθούσης ἑβδομάδος.
Πρὸς τὸν Γεώργιον ἔγραψα εἰς Χαλκίδα, καὶ μοὶ ἀπήντησεν ὅτι ἦτον ἕτοιμος νὰ ἔλθῃ πάλιν εἰς Σκίαθον, διότι εἶχε καιρόν, ὡς ἔχων δύο κλήσεις εἰς τὸ Πλημμελειοδικεῖον διὰ τὴν 9 καὶ 16 Μαΐου. Δὲν ἐννόησα καλῶς τοῦτο. Πῶς ἦτο δυνατὸν ἀφοῦ θὰ ἀνεχώρει ἐκ Χαλκίδος τὴν 2 ἢ 3, νὰ προλάβῃ τὴν 9 νὰ ἐπανέλθῃ εἰς Χαλκίδα; Ἤδη ἀγνοῶ ἂν ἐπανῆλθεν αὐτόσε. Γράψατέ μοι, παρακαλῶ, περὶ τούτου.
Πέμψατέ μοι ὀλίγα χρήματα.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
134
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 24 Μαΐου 1879.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τῇ 10 τοῦ ἤδη φθίνοντος σᾶς ἔγραψα διὰ τοῦ Γεωργίου Παντελῆ, στρατιώτου, ὅστις ἦλθε μὲ τὸ ἀτμόπλοιον. Ἀπάντησίν σας δὲν ἔλαβον, οὔτε μὲ τὸ ἀτμόπλοιον οὔτε μὲ τὸ ταχυδρομεῖον, ὅπου ἠρώτησα δὶς ἢ τρὶς μεταβὰς ἀπὸ τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀτμοπλοίου. Καὶ εἶναι βάσανον νὰ πηγαίνῃ τις μὲ τόσον καύσωνα καὶ μὲ τόσον ἱδρῶτα ἀπὸ τῆς 10ης π.μ. μέχρι τῆς 2 μ.μ., διότι τότε μόνον γίνεται ἡ διανομὴ τῶν ἐπιστολῶν. Λοιπὸν σᾶς παρακαλῶ νὰ διευθύνητε τὰ πρὸς ἐμὲ γράμματά σας ἀποκλειστικῶς διὰ τοῦ βιβλιοπωλείου Κουσουλίνη.
Δὲν ἀρκεῖ ὅτι δὲν ἔλαβον ἐπιστολήν σας, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην νὰ πληροφορηθῶ περὶ τοῦ ἀδελφοῦ μου Γεωργίου, ποῦ εὑρίσκεται. Ὁ Δούλης, υἱὸς τοῦ Ἰω. Δουλίδου, ὅστις ἦλθεν ἐνταῦθα μὲ τὸ ἀτμόπλοιον, διετείνετο ὅτι ὁ ἀδελφός μου ἀπεβιβάσθη εἰς Λίμνην καὶ ὄχι εἰς Χαλκίδα. Νὰ τὸ πιστεύσω ἢ ὄχι, δὲν ἤξευρα. Μοὶ ἔλεγεν ἐκ προθέσεως ψεύδη, ἢ ἠπατήθη ὁ ἄνθρωπος; Παρήγγειλα εἰς Χαλκίδα πρὸς τὸν κ. Δημητριάδην, διὰ τοῦ ἐνταῦθα ἀδελφοῦ του, ἀλλὰ καὶ οὗτος δὲν ἀπήντησεν. Φαντάσθητε τὴν ἀμηχανίαν μου. Νὰ μὴν ἐξεύρω ποῦ εὑρίσκεται ὁ Γεωργάκης! καὶ ἂν ἔχῃ ἄδειαν ἀπὸ τὸ Τάγμα, διὰ νὰ εἶμαι τοὐλάχιστον ἥσυχος. Διατί νὰ μὴ μοὶ γράψῃ ἓν γράμμα;
Γράψατέ μοι, παρακαλῶ, περὶ τούτων, διότι ἀπὸ τῆς 29 Ἀπριλίου νεώτερον γράμμα σας δὲν ἔλαβον.
Εἰς Σκίαθον θὰ ἔλθω, ὡς σᾶς ὑπεσχέθην, ἐξ ἅπαντος, ἂν ζήσωμεν. Πιστεύω κατὰ τὸν Ἰούλιον. Διότι τώρα δὲν δύναμαι ἀκόμη ν᾿ ἀπέλθω ἐξ Ἀθηνῶν.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
135
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 31 Μαΐου 1879.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 22 τοῦ λήγοντος ἐπιστολήν σας μετὰ τῶν ἐγκλείστων δραχμῶν 11,20. Μὲ τὸ χθεσινὸν ἀτμόπλοιον δὲν εἶχον γράμμα σας.
Εἰς Σκίαθον θὰ ἔλθω, ὡς σᾶς ἔγραψα, ἴσως καὶ ταχύτερον.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
136
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 22 Μαρτίου 1881.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἀπὸ 14 ἐπιστολήν σας ἔλαβον. Ἐγὼ ἔγραψα ὑμῖν τῇ 9 ταχυδρομικῶς μὲ ἔγκλειστον πιστοποιητικὸν τοῦ Γεωργίου, καὶ τῇ 12 διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου (ἐπιβάτου Δημ. Φ. Ἀγάλου). Πιστεύω νὰ ἐλάβετε τὰς ἐπιστολάς μου. -
Ἀπὸ τῆς 18 Μαρτίου ἐργάζομαι εἰς τὴν Διεκπεραίωσιν τοῦ Ὑπουργείου τῶν Στρατιωτικῶν. Περνῶ καλά. Ἐλπίζω ὅτι, καὶ ἂν φύγη τὸ τάγμα μου, θὰ μὲ ἀφήσουν ἐδῶ. -
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός. -
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εἶχον γράψει ὑμῖν ὅτι ἀπηλλάχθην πάσης ποινῆς, ὅτε ἦλθον εἰς Ἀθήνας, διότι οὕτως ἐπίστευσα κατ᾿ ἀρχάς. Τῇ ἐπαύριον ἐτιμωρήθην καὶ μ᾿ ἐφυλάκισαν, ἀλλ᾿ ἡ φυλάκισίς μου ἦτο μόνον κατ᾿ ὄνομα. Ἐπέρνων καλὰ καὶ ἤμην σχεδὸν ἐλεύθερος ὅλην τὴν ἡμέραν.
Ὁ αὐτός.
137
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 2 Ἀπριλίου 1881.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 27 π. μ. ἐπιστολήν σας μὲ δρ. 5.60. Ἐγὼ σᾶς ἔγραψα καὶ ἀπὸ 22 τοῦ αὐτοῦ, μὲ τὸ ἀτμόπλοιον. Ἀγνοῶ ἂν τὴν ἐλάβετε. Ἐπίσης δὲν ἐξεύρω ἂν ἐλάβετε τὸ πιστοποιητικὸν τοῦ Γεωργάκη, τὸ ὁποῖον ἔστειλα τῇ 9 Μαρτίου. -
Ἐργάζομαι εἰς τὸ γραφεῖον τῆς διεκπεραιώσεως τοῦ Ὑπουργείου τῶν Στρατιωτικῶν. Ἀλλ᾿ ἐργάζομαι δέκα ὥρας (9 - 12 1/2 π.μ. 3 - 9 1/2 μ.μ.) καὶ δὲν μοὶ μένει καιρὸς καὶ τρόπος νὰ διαθέσω εἰς καμμίαν παράδοσιν. Παίρνω μισθὸν στρατιώτου, δηλ. 20,10/00 τὸν μῆνα, καὶ αὐτὰς δυσκόλως θὰ τὰς παίρνω. Κοπιάζω πολύ. Κάμετε τρόπον νὰ μοῦ στέλνετε ὀλίγα χρήματα.
Τὰ πολιτικὰ ἐντὸς ὀλίγου, σὺν Θεῶ, θὰ καθαρισθοῦν καὶ θὰ ἴδωμεν τί θὰ γείνῃ.
Εὔχομαι ὑμῖν ἐν ὑγιείᾳ τὰς ἐρχομένας ἁγίας ἡμέρας.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀ. Παπαδιαμάντης
138
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 21 Μαΐου 1881.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 9 τοῦ παρόντος μηνὸς ἐπιστολήν σας ταχυδρομικῶς ἀποσταλεῖσάν μοι ἐκ Χαλκίδος μετὰ τοῦ χαρτονομ. τῶν 28 δραχμῶν. Ὑγιαίνω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
139
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 9 Ἰουλίου 1881.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὰς ἀπὸ 3 καὶ 4 ἐπιστολάς σας.
Τῇ 2 Ἰουλίου σᾶς ἔγραψα περὶ τῆς παραλαβῆς τῆς ἀπὸ 27 π. μ. καὶ τῶν 8 τῶν 5,60, ἅτινα ἔλαβον τῇ 1 Ἰουλίου. Ἔστειλα τὴν ἐπιστολήν μου διὰ τοῦ ἐκ Σκοπέλου Ἀγγελῆ Μαχαιρᾶ, διὰ νὰ φθάσῃ ταχύτερα, ἐπειδὴ διὰ τοῦ ταχυδρομείου ἀργοῦν.
Εἶχον καὶ ἐσώκλειστον πρὸς τὸν ἀδελφὸν Νήφωνα. Ὁ Ἀγγ. Μαχαιρᾶς μοὶ ὑπεσχέθη νὰ σᾶς τὴν στείλῃ διά τινος γλωσσαίου, ὅστις ἔμελλε νὰ ἀποβιβασθῇ ἐκ τοῦ ἀτμοπλοίου εἰς Σκίαθον.
Ἔχω μόνον μίαν παράδοσιν πρὸς 30 δραχ. τὸν μῆνα.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλ. Παπαδιαμάντης
140
Ἐν Ἀθήναις τῇ 15 8βρίου 1881.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 6 τοῦ μεσοῦντος ἐπιστολήν σας. Ἤμην ἀσθενὴς ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν, εἶχον πυρετόν, ἡ ἐπιστολή σας μὲ ἐλύπησε πολὺ καὶ διὰ τῆς λύπης μ᾿ ἐθεράπευσε παραδόξως ἐκ τοῦ πυρετοῦ. -
Σεβαστέ μοι πάτερ, οἱ Μιλτιάδαι, τοὺς ὁποίους λέγετε ἐξώδευσαν ἄλλος 15 καὶ ἄλλος 20 χιλ. δραχμὰς διὰ νὰ φθάσωσιν ὅπου ἔφθασαν. Ἡμεῖς δὲν εἴχομεν μέσα καὶ δὲν μᾶς ἐβοήθησε καὶ ἡ τύχη. Μὲ 6 χιλ. δραχμὰς διετηρήθην ἐγὼ εἰς τὰς Ἀθήνας ἐπὶ 10 ἔτη, πότε νηστικὸς καὶ πότε χορτᾶτος. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τὸν ἕνα μῆνα εἶχον μίαν προγύμνασιν, τὸν ἄλλον δὲν εἶχα. Συνεχής τις καὶ μόνιμος ἐργασία δὲν εὑρέθη δι᾿ ἐμέ. Ὁσάκις τυχὸν μοὶ ἐμειδία ἐπ᾿ ὀλίγον μία ἐλπίς, ἡ σκληρὰ τύχη μοὶ τὴν ἀφήρπαζε. Ὅ,τι ἐπεχείρησα νὰ κάμω, ἐμπροστὰ εὑρέθη. Ἀτυχία, παντοῦ ἀτυχία.
Ἐκεῖνο ὁποῦ σᾶς εἶπεν ὁ Σαχίνης, δὲν ἔχει νὰ κάμῃ τίποτε μὲ τοὺς ὑλιστάς. Ἀλλ᾿ εἶναι τρόπος διὰ νὰ μὲ βοηθήσῃ εἰς τὰς ἐξετάσεις μου. Καὶ πάλιν δὲν θὰ τὸ κάμω, διότι θέλει χρήματα.
Τῇ 13 Ἰουνίου ἀπελύθην τοῦ στρατοῦ. Ἤρχισα μίαν παράδοσιν. Εἷς γνώριμός μου μοὶ ὑπεσχέθη ἄλλην μίαν. Μὲ ἐγέλασε. Παρεκάλεσα τὸν Μωρ(αϊτίδην) νὰ μ᾿ εὕρῃ ἄλλην μίαν, δὲν μοὶ εὗρε. Ἡ μόνη παράδοσις, ἣν πραγματικῶς εἶχα, ἔπαυσε μετὰ 20 ἡμέρας τὴν 4 Ἰουλίου. Ἔκαμα κακὰ νὰ μὴν ἔλθω τότε εἰς Σκίαθον. Ἀλλ᾿ ἐβασίσθην εἰς ῥητὰς ὑποσχέσεις. Ὡς τόσον μὴ δυνάμενος πλέον νὰ ξεκολλήσω ἀπ᾿ ἐδῶ, διότι ἔχω χρέη εἰς ἐνοίκια, εἰς μαγείρους κτλ., ἔμεινα ἕως τώρα. Ἀλλ᾿ εἰπέτε μοι, πῶς ἦτον δυνατὸν νὰ ζήσω μὲ τὰς 84 δραχμάς, τὰς ὁποίας μοὶ ἐστείλατε ἀπὸ Ἰουνίου μέχρι τῆς σήμερον; ἐνῷ ἐχρειαζόμην τοὐλάχιστον 200. Διὰ τοῦτο λοιπόν, ἀπελπισθείς, ἐσκέφθην τὸ ἑξῆς. Θὰ ἐδεχόμην τὴν παράδοσιν τῶν Γαλλ(ικῶν) τοῦ Δ. Ἀθ., θὰ διωριζόμην βοηθὸς τοῦ ἑλλ. σχολείου εἰς Σκίαθον καὶ θὰ ἠρχόμην. Θὰ εἶχα ἕως 140 δραχμὰς τὸν μῆνα. Θὰ ἐπλήρωνα τὰ ἐν Ἀθήναις χρέη μου παλαιὰ καὶ νέα. Περὶ τούτων, ἂν μοὶ ἀπήντα ὁ Δ. Ἀθ., θὰ σᾶς ἐξηγούμην δι᾿ ἐπιστολῆς. Ἀλλ᾿ αὐτὸς μᾶς ἐγέννησε φορτοῦναν. Ἐφοβήθη μὴ τὸν γελάσω! ὦ Θεέ μου! Τώρα ὅπως φέρεται, δὲν θέλω οὔτε τὰ Γαλλικά του οὔτε αὐτόν. Διότι ἐπιστολὴν ἰδικήν του τὴν ἀνέγνωσε πρὸς ὑμᾶς διὰ νὰ καταπατήσῃ. Ἐγὼ ἔμελλον νὰ σᾶς γράψω, ἂν μοὶ ἀπήντα ἀνθρωπίνως.-
Ἀλλ᾿ ἡ αὐτὴ ἀνάποδη τύχη, ἥτις μὲ ἄφησε τρεῖς μῆνας ἄνευ παραδόσεων, ἡ αὐτή, ἅμα ἔγραψα τὴν πρὸς Δ. Ἀθ. ἐπιστολήν, μοὶ εὗρε δύο παραδόσεις. Τώρα λοιπὸν μετὰ τὴν ἀπὸ 6 8βρ. ἐπιστολήν σας τὰς ἐδέχθην καὶ μένω εἰς Ἀθήνας. Τί νὰ κάμω; εἶναι ὅμως ζωὴ αὐτή; ἐπὶ τέσσαρας μῆνας πόσας στερήσεις ὑπομένω! Καὶ σεῖς μοὶ λέγετε ὅτι μὲ δυσφημοῦσι.
Ἐγὼ δὲν παραλείπω οὐδὲν διὰ καλόν μου. Ἀλλὰ νὰ ζητῇ τις ἐργασίαν καὶ νὰ μὴ εὑρίσκῃ, δὲν θὰ δυστυχήσῃ; δὲν θὰ χρεωθῇ;
Ἂν εἴχατε ὀλίγα χρήματα νὰ μοὶ στείλετε διὰ ν᾿ ἀναπνεύσω, ἑωσότου τελειώσῃ ὁ μὴν τῶν παραδόσεών μου, θὰ ἦτο καλόν. Ἔχω ἀνάγκην ἀπὸ τὸ στρῶμά μου, ἂν ἔλθῃ πλοῖόν τι εἰς Πειραιᾶ στείλατέ μοί το. -
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
141
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 29 8βρίου 1881.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 φθίνοντος ἐπιστολήν σας μετὰ τῆς ἐγκλείστου ἀπὸ 18 καὶ δραχ. 11,20. Περὶ τῆς λήψεως τῶν 20 δρχ. παρὰ τοῦ Μωραϊτίδου σᾶς ἔγραψα τῇ 19 διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου.
Γράψατέ μοι ἂν ἦλθεν ὁ Γεώργιος, διότι ἡ ἀπόλυσις διετάχθη.
Ὑγιαίνω. Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
142
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 9 9βρίου 1881.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σας καὶ τὰς δραχμὰς 140 διὰ τοῦ πρακτορείου. Ὑγιαίνω. Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλ. Παπαδιαμάντης
143
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 11 Νοεμβρίου 1881.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σᾶς ἔγραψα τὴν Δευτέραν, 9 ἱσταμένου. Ἐπειδὴ εἶναι πιθανὸν νὰ καθυστερήσῃ ἡ ἐπιστολή μου, σᾶς γράφω καὶ διὰ τῆς παρούσης, ἐλπίζων ὅτι θὰ τὴν λάβητε μὲ τὸ ἀτμόπλοιον, ὅτι ἔλαβον τὰς ἐπιστολάς σας καὶ τὰς δραχ. 140, ἃς μοὶ ἐπέμψατε διὰ φορτωτικῆς.
Γράψατέ μοι ἂν ἀπελύθη ὁ Γεωργάκης. -
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός. -
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
144
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 25 Νοεμβρίου 1881.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σας. Ὑγιαίνω.
Εἶχον μάθει παρὰ τοῦ Ν. Πόθου ὅτι ἐκινδύνευεν ἕνα παιδὶ τῆς Οὐρανίας, δὲν ἐξεύρω ποῖον. Ἔγεινε καλὰ τώρα;
Ἐξετάσεις θὰ δώσω τὸν Φεβρουάριον, σὺν Θεῷ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
145
Ἐν Ἀθήναις τῇ 10 Ἰανουαρίου 1882.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ἀπὸ τῆς 1ης ἱσταμένου ἐπιστολήν σας ἔλαβον τῇ 7ῃ τοῦ αὐτοῦ μετὰ τῶν δρ. 11,20.
Εὔχομαι ὑμῖν ἐν ὑγιείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ νέον ἔτος.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
146
Ἀθήναις 17 Φεβρ. 1882.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ὑγιαίνω. Συγγνώμην ὅτι δὲν σᾶς ἔγραψα.
Λήγ. Ἰανουαρίου ἔλαβον μίαν ἐπιστολήν σας. Νεωτέραν οὐχί. Τὰς δρ. 11,20 τῆς ἐπιστ. τῆς 5. Δεκεμβρίου εἶχον λάβει.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλ. Παπαδιαμάντης
Ἐντὸς τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς θὰ δώσω ἐξετάσεις διὰ δίπλωμα Καθ. Γαλλ. καὶ ἂν ἀποτύχω, ἀμέσως θὰ δώσω Ἑλληνοδιδασκάλου. Ἔχω ἀνάγκην χρημάτων.
147
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 3 Μαρτίου 1882.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Παρὰ τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδου ἔλαβον δραχ. 20. Διὰ τῆς ἐπιστολῆς σας τῆς 22 Φεβρ. ἔλαβον δραχμὰς 11,20. Σήμερον δὲ λαβὼν ἐν Ἀθήναις τὴν ἀπὸ 27 λ. μ. ἐπιστολήν σας μετὰ τῆς φορτωτικῆς κατέβην εἰς Πειραιᾶ καὶ ἔλαβον τὰς δραχ. 100,80. -
Θέλω δώσει τὰς ἐξετάσεις ταύτας περὶ ὧν σᾶς ἔγραφα, καὶ ὁ Θεὸς βοηθός. -
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Τὸ πιστοποιητικὸν τοῦ Θεοδώρου Ζαμπούρα, περὶ οὗ σᾶς ἔγραψα τῇ 22 Φεβρ., παρακαλῶ νὰ μοὶ τὸ πέμψητε, ἰθαγενείας κ.τ.λ.
148
Ἐν Ἀθήναις τῇ 10 9βρίου 1882.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν τελευταίαν ἐπιστολήν σας, ἐν ᾗ μοὶ ἐγράφετε περὶ τῆς ἀφίξεως τοῦ Νικολάκη εἰς Σκίαθον καὶ περὶ τῆς ἀσθενείας τοῦ πατρὸς τοῦ Νήφωνος κτλ. Συγχρόνως σᾶς ἔγραψα ἐπιστολήν τινα, ἣν ἀγνοῶ ἂν ἐλάβετε. Μεταγενεστέραν σας δὲν ἔλαβον.
Ἔμαθον ὅτι ὁ ἀδελφός μου μετέβη εἰς Λάρισσαν. Γράψατέ μοι περὶ τούτου.
Ἡ ἰδική μου τύχη ἐν γένει ὑπάγει καλλίτερα τώρα, δόξα τῷ Θεῷ. Ἔχω 100 φράγκα τὸν μῆνα μὲ ὄχι πολλὴν ἐργασίαν. Προσπαθῶ δὲ ἀδιακόπως καὶ περὶ τῆς ἐπιτυχίας τῶν ἐξετάσεών μου. Σᾶς παρακαλῶ, πάτερ καὶ σὺ μῆτέρ μου, νὰ μὴ ἔχετε βαρὺν παράπονον κατ᾿ ἐμοῦ. Ὅ,τι σᾶς λέγουν, νὰ μὴν τὸ πιστεύετε εὔκολα. Νὰ μὴ δεινοπαθεῖτε καὶ νὰ ἔχητε ὑπομονήν. Ὁ Θεὸς εἶναι μέγας. Ἀμφιβάλλετε ὅτι ἀπὸ ἑπτὰ μηνῶν ἐργάζομαι ἀδιακόπως νὰ συστηθῇ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ μ᾿ ἐξετάσῃ, καὶ ὅτι δὲν ἔγεινε μέχρι τοῦδε; Πιστεύσατέ το, εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια. Ἔκτοτε εἰμπορεῖ νὰ εὑρέθην καὶ ἐγὼ εἰς σφλομονὴν καὶ νὰ εἶπα καὶ κανένα λόγον ἐπιπόλαιον ὅτι τέτοιαις ἐξετάσεις, ὁποῦ εἶναι ρουσφέτι, ἂς λείπουν, καὶ τὸ ῥωμαίϊκο εἶναι βρώμα, κτλ. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν θὰ εἴπῃ ὅτι δὲν θέλω τὰς ἐξετάσεις καὶ δὲν προσπαθῶ. Καὶ ἔπειτα μὲ φουρκίζουν πολλοί, ὁποῦ κάμνουν τὸν φίλον, καὶ δὲν εἰξεύρει κανεὶς τί νὰ τοὺς εἴπῃ διὰ νὰ τοὺς ξεφορτωθῇ, καὶ ὕστερον αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἴσως ἔρχονται καὶ σᾶς πωλοῦν ἐσᾶς δούλευσιν κτλ. Εἶναι κόσμος αὐτός;
Ὁ Νήφων εἶναι ἐδῶ ἀκόμη, καὶ ὅπως λέγει, θὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Ἅγ. Ὄρος. Προσεπάθησε νὰ κατορθώσῃ κἄτι καὶ δὲν ἠμπόρεσε. Δὲν ἔκαμε δὲ καμμίαν παρεκτροπὴν ἐνταῦθα καὶ μὴν ἀκούετε. Ἂν πίνῃ ὀλίγον τι, ἀλλὰ φέρεται σεμνῶς.
Νὰ μοὶ γράψητε ἂν εἶναι καλὰ ὁ Νικολάκης τῆς Οὐρανίας, διὰ νὰ εἰξεύρω.
Ὁ φίλος μου Κουσουλῖνος (ὅστις σᾶς ἀσπάζεται μετὰ πάσης τῆς οἰκογενείας του) ἔχει τὸ καλλίτερον μέσον καὶ ἐνεργεῖ ἀδιακόπως διὰ τὰς ἐξετάσεις μου. Ὁ γαμβρὸς τοῦ Πανταζῆ κ. Κυριακόπουλος τῷ ὑπεσχέθη θετικῶς ὅτι θὰ γείνῃ. Τὰ ἄλλα εἶναι ψεύματα. Μὴν ἀκούετε τίποτα. Ὁ Ὑπουργὸς Λομβάρδος μᾶς ἐγέλασεν ἐξ ἀρχῆς καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ συστήσῃ ἐπιτροπήν. Δὲν θέλω ἐγὼ νὰ δίδω λόγον εἰς κανένα, καὶ τοὺς λέγω ὅλους ψεύματα. Ἀλλὰ τί δικαίωμα ἔχει ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα νὰ μ᾿ ἐρωτῶσιν;
Ὁ διδάσκαλός μου κ. Ἐπιφάνιος ἦλθε προχθὲς ἐκ Μεγάρων. Ἔμεινε δύο ἡμέρας ἐδῶ καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν θέσιν του. Ἡ οἰκογένειά του ὑγιαίνει.
Σᾶς πέμπω σήμερον τρία φύλλα τῆς ἐφημερίδος «Μὴ χάνεσαι». Ἡ ἐπιφυλλὶς ὑπὸ τὸν τίτλον «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἶναι ἰδικόν μου ἔργον.
(Ἡ ὑπὸ τὸν τίτλον Ἀθῆναι εἶναι αὐτὸ τὸ Μὴ χάνεσαι μὲ ἄλλον τίτλον διὰ τὴν Τουρκίαν.) Εἶναι σατυρικὴ ἐφημερίς, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν σατυρίζω, γράφω ἐπιφυλλίδα ἱστορικὴν καὶ φιλολογικήν, καὶ τοῦτο τὸ κάμνω ἐξ ἀνάγκης διὰ νὰ λάβω χρήματα, ὥστε μή με κατακρίνετε, σᾶς παρακαλῶ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης
Τὰ φύλλα τοῦ «Μὴ χάνεσαι» νὰ φυλάξητε ὅλα ἐπιμελῶς, νὰ μὴ τὰ δώσητε δὲ εἰς μηδένα πρὸς ἀνάγνωσιν, πλὴν τοῦ θείου μου κ. Κωνστ. Μωραΐτου.
Ἀλέξ.
149
13. Μαρτίου. 85. Ἀθῆναι.
Εἰς τὰς βουλευτικὰς ἐκλογάς, ἐπιθυμῶ ὁ Γιάννης <ὁ> γαμβρός μας, καὶ ὅστις ἄλλος, καὶ ὁ ἐξάδελφος Γιαννιός, κλπ. νὰ ψηφίσωσι ὑπὲρ τοῦ Ἀστεριάδου ἀποκλειστικῶς.
Ὁ υἱός σας
Ἀ. Παπαδιαμάντης.
150
Ἀθῆναι, 30 Δβρ. 88.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σας μὲ τὴν Σεραϊνώ.
Τὴν ἀπάντησίν σας εἰς τὴν ἀπὸ 18 Νβρ. δὲν τὴν ἔλαβα.
Ἐργάζομαι τώρα εἰς τὴν Ἐφημερίδα καὶ ὄχι εἰς τὴν Ἀκρόπολιν. Εὔχομαι τὸ νέον ἔτος ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
151
Ἀθῆναι 8 Φεβρ. 89.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τῇ 30 Δβρίου σᾶς ἔγραψα ἀπαντῶν εἰς τὴν ἀπὸ 25 ἐπιστολήν σας. Δὲν ἔλαβα ἀπάντησιν, καὶ ὑποθέτω ὅτι δὲν ἐλάβατε την ἐπιστολήν μου. Σᾶς ἔγραφα ὅτι δὲν εἶχα λάβει τὴν ἐπιστολήν σας δι᾿ ἧς ἀπηντᾶτε εἰς τὴν ἀπὸ 18 Νβρίου ἰδικήν μου.
Ὑγιαίνω. Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
Ἂν μοὶ γράψητε, ἐπιγράφετε ἁπλῶς «Γραφεῖον Ἐφημερίδος».
ὁ ἴδιος
152
Ἐν Ἀθήναις, 28 Ἀπριλίου 1889.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Διὰ τοῦ πατρὸς Σωφρονίου σᾶς ἀπεστάλησαν τὰ παπούτσια.
Ἔλαβον ἐκ Βώλου ἐπιστολὴν τοῦ Γεωργίου, δι᾿ ἧς μοὶ ἀναγγέλλει ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὴν φυλακήν, καταδικασθεὶς εἰς ἓξ μηνῶν φυλάκισιν, δι᾿ ἓν ῥάπισμα, λέγει, τὸ ὁποῖον ἔδωκεν εἰς κἄποιον. Καὶ τῷ φαίνεται αὐστηρὰ ἡ τιμωρία, δὲν εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸν ὁποῦ ἐρράπισε Θεσσαλόν, ὑποθέτω, καὶ δὲν ἐρράπισε κανένα Μανιάτην ἢ Ἀρβανίτην. Τώρα τί νὰ τοῦ κάμω ἐγώ; Καὶ ἔχομεν ἡμεῖς τὰ μέσα διὰ νὰ ἐπιτύχωμεν βασιλικὴν χάριν; Ἀνάγκη νὰ ὑπομείνῃ πρὸς καιρόν, ἀργότερα ἴσως τῷ χαρισθῇ μέρος τῆς ποινῆς. Παρομοίαν ὑπομονὴν συνιστῶ καὶ εἰς ὑμᾶς, εἰδότας ὅτι τὰ ἀτυχήματα ταῦτα ἔρχονται κατὰ θείαν παραχώρησιν, ἐξ ἀμαρτιῶν μας, καὶ ὅτι «οἱ ἀδικοῦντες πολλοί, ἀδικούμενος οὐδὲ εἷς».
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
153
Ἐν Ἀθήναις, 12 Μαΐου 1889.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 29 ἐπιστολήν σου. Ἐὰν εὕρω αὐτὰς τὰς ἡμέρας ταξειδιώτην διὰ Σκίαθον, θὰ σᾶς στείλω ὅσα λεπτὰ τύχῃ νὰ ἔχω. Ἐὰν εὕρω ἀργότερα θὰ σᾶς στείλω καὶ πάλιν. Ἐπῆρα κατὰ τοὺς 4 μῆνας Ἰανουάριον - Ἀπρίλιον ὅλας δραχ. 675. Ἐπλήρωσα 350 εἰς χρέη, χρεωστῶ ἀκόμη διακοσίας, τὰς ὁποίας πληρώνω καὶ ἀργότερα. ῾Ροῦχα ὅμως ἤθελον νὰ κάμω, διότι ἀπὸ δύο ἐτῶν φορῶ τὰ παλαιά.
Φαίνεται ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὸν Πειραιᾶ ὁ ἀρχαῖος φίλος κ. Σταυράκης. Μοῦ παρήγγειλε νὰ ὑπάγω νὰ τὸν ἐνταμώσω, ἀλλὰ δὲν ηὐκαίρησα. Ἐὰν θέλῃς νὰ τὸν ἐνταμώσω, μοῦ στέλλεις γράμμα πρὸς αὐτόν.
Ὁ Γεώργιος μοῦ ἔγραψε δὶς ἕως τώρα καὶ τοῦ ἀπήντησα. Πρέπει νὰ ἔχῃ ὑπομονήν, καὶ ἴσως φωτίσῃ ὁ Θεὸς κανένα ἰσχυρὸν νὰ ἐνεργήσῃ ὅπως τοῦ χαρίσουν μέρος τῆς ποινῆς.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
Υ. Γ. Ἐὰν ἐν τῷ μεταξὺ ἔλθῃ ὁ Σ(εβασμιώτατος) Χαλκίδος, τῷ λέγετε νὰ μοῦ ὑποδείξῃ εἰς Ἀθήνας φίλον του εἰς ὃν νὰ ἐγχειρίσω τὰ ὀφειλόμενα.
Ὁ ἴδιος.
154
Ἀθῆναι, 16 Ἰουνίου 89.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Δὲν σᾶς ἔγραψα πρὸ πολλοῦ, μὲ συγχωρεῖτε. Δὲν ἐπῆγα ἀκόμη νὰ ἐνταμώσω τὸν κ. Σταυράκην, μὲ ὅλον τὸ συστατικὸν ποῦ μ᾿ ἐστείλατε. Τοῦτο δὲ ἕνεκα ἐλλείψεων, κλπ. ἀλλὰ θὰ ὑπάγω καμμίαν ἡμέραν.
Διὰ νὰ δοθῇ χάρις εἰς τὸν Γεώργιον ἐλήφθη φροντίς· ὁ κ. Μωραϊτίδης ἔβαλε τὸν κ. Γαβριηλίδην νὰ ἐνεργήσῃ. Ὁ Ὑπουργὸς ἐζήτησε νὰ ὑποβάλῃ ὁ ἴδιος ἔκθεσιν περὶ τοῦ περιστατικοῦ τῆς δίκης, τὴν ὁποίαν ὑπέβαλεν ὁ Γεώργιος. Περιμένεται τὸ ἀποτέλεσμα.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
155
Ἐν Ἀθήναις 14 Ἰουλίου 1889.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 9 τοῦ μηνὸς ἐπιστολήν σας. Ὑγιαίνω.
Ἔχω πληρώσει ὅλα τὰ χρέη μου, δὲν ἔχω σήμερον λεπτόν. Μοὶ χρειάζεται μόνον ἐνδυμασία. Τὰ ἔξοδά μου τὰ περιώρισα εἰς ἄκρον, ἀπόδειξις ὅτι εἰς 6 μῆνας, ἐνῷ ἔλαβον μόνον δρ. 900 ἐπλήρωσα 550 διὰ χρέη. Ὥστε ἀπὸ τοῦδε, ἂν εὐδοκήσῃ ὁ Θεός, θὰ μοῦ περισσεύουν νὰ σᾶς στέλλω τακτικά.
Ὁ κ. Σταυράκης, ἔχων ὡς οἰκονομ. ἐπιθεωρητὴς δικαιοδοσίαν εἰς ὅλον τὸν Σαρωνικόν, κάμνει συχνὰ ταξείδια, καὶ δὲν ἠδυνήθην νὰ τὸν εὕρω εἰς Πειραιᾶ, ὅταν ἐζήτησα πληροφορίας. Ἐννοεῖται ὅτι εἰς πρώτην εὐκαιρίαν θὰ ὑπάγω νὰ τὸν εὕρω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός, ἂν καὶ ἀπούσης.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
156
Ἀθῆναι, 18 Αὐγ. 89.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σᾶς ἔγραψα πρὸ τριῶν ἑβδομάδων, ἐπιστολήν σας δὲν ἔλαβα. Ὑγιαίνω.
Τὴν Δευτέραν 7 Αὐγούστου κατέβην εἰς Πειραιᾶ, καὶ ἔλειπε πάλιν ὁ κ. Σταυράκης, διότι ἐκτελεῖ συχνὰ περιοδείαν μέχρι Ἀργολίδος, ὅπου ἐκτείνεται ἡ δικαιοδοσία του.
Ἔμαθον διὰ τὴν ἀσθένειαν, ἥτις ἐνέσκηψεν εἰς Σκίαθον. Σᾶς εὔχομαι ὑγείαν, θάρρος καὶ ἀφοβίαν.
Εὑρίσκομαι χωρὶς λεπτόν, διότι ἐπλήρωσα τὰ χρέη μου καὶ ἔκαμα καὶ ῥοῦχα. Ἀλλ᾿ ἂν τυχὸν ἔχετε ἀνάγκην ἀπὸ λεπτά, παρακαλῶ τὸν κ. Ἀλέξ. Μωραϊτίδην, ὃν ἀσπάζομαι, νὰ σᾶς δώσῃ πενῆντα δραχμάς, καὶ ἅμα ἔλθῃ εἰς Ἀθήνας τάχιστα, σὺν Θεῶ, θὰ τῷ τὰς ἀποδώσω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
157
Ἐν Ἀθήναις, 22 7βρίου 89.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον πρὸ μηνὸς τὰς ἐπιστολάς σας, μίαν τῆς Χαρώς. Ἐπίσης ταὶς κάλτσαις, κ᾿ ἐκείνας ποῦ μ᾿ ἐστείλατε μὲ τὴν Σεραϊνὼ τὰς εἶχα λάβει, ἐννοεῖται.
Κατέβην πάλιν εἰς Πειραιᾶ διὰ νὰ ἐνταμώσω τὸν κ. Σταυράκην, ἀλλ᾿ ἐκεῖ ἔμαθα ὅτι εὑρίσκετο εἰς Ἀθήνας, ὅπου συνεδριάζει συχνὰ μὲ μίαν ἐπιτροπὴν εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Οἰκονομικῶν. Τὸν ἐζήτησα ἄλλην ἡμέραν καὶ εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Οἰκονομικῶν, ἀλλὰ συνεδρίαζε τότε καὶ ἦτον ἀδύνατον νὰ τὸν ἴδω. Εἶνε πολυάσχολος, κ᾿ ἐγὼ ἐπίσης πολὺ δὲν εὐκαιρῶ.
Καὶ εἶνε δύσκολον ὁπωσοῦν νὰ ἐνταμώσῃ τις ἄνθρωπον εἰς Ἀθήνας. Ἐντούτοις καὶ πάλιν θὰ τὸν ζητήσω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρός.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
158
Ἐν Ἀθήναις 19 8βρίου 89.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σᾶς ἔγραψα πρὸ πολλοῦ, δὲν ἔλαβα ἀπάντησίν σας. Ὑγιαίνω.
Ὁ κομίζων τὴν παροῦσαν κ. Γεώργιος Χριστοφίλης εἶνε φίλος μου, εὐλαβὴς καὶ εὐπαίδευτος ἀνήρ, ὅστις ἔρχεται αὐτόθι ἀποφασίσας νὰ φορέσῃ τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα. Ἐὰν βλέπετε λοιπὸν εὐνοϊκὰ τὰ πράγματα εἰς τὸ Κοινόβιον, ὑποστηρίξατέ τον ὅσον δύνασθε νὰ μείνῃ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
159
Ἐν Ἀθήναις, 24 9βρίου 89.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Πρὸ καιροῦ δὲν σᾶς ἔγραψα. Εἶχα αὐτοὺς τοὺς δύο μῆνας πολλὴν ἐργασίαν, καὶ δὲν εὐκαιροῦσα οὔτε νὰ σταθῶ. Ἀφοῦ τὴν Σεραϊνὼ ἔχω νὰ τὴν ἰδῶ τέσσαρας ἑβδομάδας. Τῆς ἔδωκα μ᾿ ὅλα ταῦτα ἕως τώρα δρ. 37. Εἰς τὸ τέλος τοῦ μηνὸς θὰ τῆς δώσω καὶ ἄλλα, βέβαιος ἂν θὰ λαμβάνετε αὐτόθι τὸ ποσὸν τῆς συντάξεώς της.
Τὴν παρελθοῦσαν ἑβδομάδα ὁ Νικολὸς ἔστειλε διὰ τῆς δεσποινίδος Βαλάρα εἰς παραλαβήν σας τὰ παραγγελθέντα πέδιλα.
Εὔχομαι ὑμῖν καλὰ Χριστούγεννα. Ὅσον ταχύτερα δυνηθῶ, ὅταν φωτισθοῦν τὰ νερά, θὰ ἔλθω ἐξ ἅπαντος νὰ σᾶς ἴδω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
160
Ἀθῆναι, 29 10βρίου 89.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Μὲ συγχωρεῖτε ὅτι δὲν σᾶς ἀπήντησα, δὲν εὐκαίρησα, ἤμην καὶ ἀδιάθετος ὡς ἐκ τοῦ βαρέος χειμῶνος. -
Θὰ ἔλθω εἰς Σκίαθον, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, ἴσως τὴν Ἀπόκρεω ἴσως καὶ τὸ Πάσχα. Τῆς Σεραϊνὼς ἔχω δώσει δρ. 75.
Εὔχομαι ὑμῖν τὸ νέον ἔτος ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
161
Ἐν Ἀθήναις 9 Φεβρ. 90.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σας. Ὑγιαίνω. Ὁ Νικολάκης δὲν ἠμπόρεσε νὰ εὕρῃ μέσον νὰ στείλῃ τὸ χαβιάρι μὲ αὐτὸ τὸ ἀτμόπλοιον καὶ δὲν εὐκαίρει νὰ καταβῇ εἰς Πειραιᾶ. Τὴν ἄλλην ἑβδομάδα ὅμως, ἐὰν δὲν εὕρῃ ἐνταῦθα μέσον, θὰ τὸν ὑποχρεώσω νὰ καταβῇ εἰς Πειραιᾶ νὰ τὸ στείλῃ ἐξ ἅπαντος.
Ἐὰν σᾶς δώσῃ ὁ κ. Μ. Ρήγας 50 δραχμὰς διὰ νὰ τὰς δώσω ἐγὼ ἐδῶ τοῦ Νικολάου Ἐ. Καλοειδῆ κατὰ παραγγελίαν τοῦ κ. Σωτ. Ἀ. Οἰκονόμου, τοῦ δίδετε ἁπλῆν σημείωσιν ὅτι τὰ ἐλάβετε, νὰ τὴν ἐσωκλείσῃ πρὸς τὸν Νικ. Καλοειδῆν ἐνταῦθα, κ᾿ ἐγὼ δίδω τὰς 50 δρ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
Δὲν μοὶ ἦτον εὔκολον νὰ ἔλθω τώρα εἰς Σκίαθον. Τὸ Πάσχα, ἂν θέλῃ ὁ Θεός.
Ὁ ἴδιος
162
Ἐν Ἀθήναις, 3 Μαρτίου 1890.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν σας πρὸ ἡμερῶν. Τῆς Σεραϊνὼς ἔχω δώσει 28 δραχμὰς διὰ τὸν Φεβρουάριον (κατόπιν τῶν 30 τοῦ Ἰανουαρίου) καὶ ἄλλας δέκα διὰ τὸν Μάρτιον.
Ὁ Εὐαγγέλης ἔφυγεν ἔξαφνα, χωρὶς νὰ ἐρωτήσῃ κανένα. Εἰς ἐμὲ εἶπεν ὅτι «μελετῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ ἐξωτερικὸν» καὶ μοῦ ἐζήτει τάχα γνώμην. Ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα ὅτι θὰ κάμῃ καλὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς Σκίαθον δι᾿ ἕνα ἢ δύο μῆνας, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν, ὡς ἔλεγε, δουλειαὶς ἐδῶ, καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς Ἀθήνας. Τῷ περιέγραψα δὲ μὲ μελανὰ χρώματα τὴν τύχην καὶ τὴν καταντιὰ τῶν ξενιτευομένων. Ἐνόμισα ὅτι ἐπείσθη, δὲν ἀπήντησε τίποτε· μοὶ εἶπε καληνύκτα! ἀλλὰ μὲ τὴν «καληνύκτα» μοῦ ἔδωκε παραδόξως τὸ χέρι του. Δὲν τὸ ἐψήφησα τότε, ἀλλ᾿ ὕστερον ἔμαθα ὅτι ἔλεγεν εἰς ἄλλους «τοῦ ἄφησα γειὰ τοῦ μπάρμπα μου ἐγώ!» Ἰησουϊτικῷ λοιπὸν τῷ τρόπῳ μοῦ ἄφησε γειὰ κατὰ διάνοιαν! - Ἂς μὴν τὴν μέλῃ πολὺ τὴν Οὐρανία, διότι καθὼς εἶνε σήμερον ἡ ἐποχὴ καὶ ἡ νεολαία, δὲν εἰξεύρει κανεὶς τί βγαίνει εἰς καλὸν ἢ μὴ καλόν.
Συγχαίρω ὑμῖν ἐπὶ τῇ συμπληρώσει πεντηκονταετίας ἀπὸ τοῦ γάμου σας. Εὔχομαι σὺν Θεῷ νὰ ἑορτάσητε ὑγιὴς καὶ τὴν πεντηκονταετηρίδα τῆς ἱερωσύνης.
Ἂν θέλῃ ὁ Θεός, ἴσως ἔλθω τὸ Πάσχα, ἢ ὀλίγας ἡμέρας ὕστερα. Προσπαθῶ νὰ συνεννοηθῶ μὲ τὴν διεύθυνσιν τῆς Ἐφημερίδος τοιουτοτρόπως, ὥστε νὰ μὴ ξεπιασθῶ ἀπὸ τὴν Ἐφημερίδα, ἀλλὰ νὰ ἐργάζωμαι καὶ δι᾿ ὅσον καιρὸν θὰ μείνω εἰς Σκίαθον. Ὅταν συνεννοηθῶ τότε καὶ ἐπὶ μῆνας δύναμαι νὰ ἐργάζωμαι μένων ἐν Σκιάθῳ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
163
Ἐν Ἀθήναις, 25 Μαρτίου 90.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τῇ 3 Μαρτίου σᾶς ἔγραψα διὰ μακρῶν. Ἐπιστολήν σας δὲν ἔλαβα.
Ὑγιαίνω.
Τῆς Σεραϊνὼς ἔχω δώσει διὰ μὲν τὸν Ἰανουάριον δρ. 30, διὰ δὲ τὸν Φεβρουάριον καὶ Μάρτιον ἀνὰ 25.
Θεοῦ εὐδοκοῦντος, θὰ ἔλθω χωρὶς ἄλλο ἐντὸς τοῦ Ἀπριλίου ἢ Μαΐου τὸ βραδύτερον. Ἔχω ἀνάγκην νὰ κάμω τὸ ταξίδι αὐτὸ καὶ θὰ ἔλθω ἐξ ἅπαντος. Ὁ λόγος δι᾿ ὃν ἠργοπόρησα εἶνε ὅτι ζητῶ νὰ τὰ καταφέρω, ὡς σᾶς ἔγραφα, νὰ ἔχω καὶ εἰς Σκίαθον ἐργασίαν, διότι ἄλλως θὰ χρειασθοῦν νὰ μὲ ἀντικαταστήσουν καὶ δὲν εἰξεύρομεν τί γίνεται.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς εὐχόμενος ἐν ὑγείᾳ τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος (ὅρα ὄπισθεν)
164
Ἐν Ἀθήναις, 8 Ἀπριλίου 1890.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Τὴν ὄπισθεν ἐπιστολὴν εἶχα γράψει τῇ Κυριακῇ τῶν Βαΐων, καὶ ἐκ παραδόξου λήθης δὲν τὴν ἔστειλα. Τὴν ἐλησμόνησα εἰς τὴν τσέπην μου νομίσας ὅτι τὴν εἶχα ῥίψει εἰς τὸ ταχυδρομεῖον.
Ὑγιαίνω. Ὅπως σᾶς γράφω ὄπισθεν, θὰ ἔλθω, σὺν Θεῷ, τὸ ταχύτερον.
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 3 Ἀπρ. ἐπιστολήν σας.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
165
Ἀθῆναι, 6 Μαΐου 1890.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 1ης ἐπιστολήν σας. Ὑγιαίνω.
Ὁ Γρηγόρης ἔφυγε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ κατοικεῖ χωριστά. Ἔτσι θέλει.
Ὡς σᾶς ἔγραφα, θὰ ἔλθω, σὺν Θεῷ, ἐντὸς τοῦ θέρους, ὅσον πρωϊμώτερα δυνηθῶ.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
166
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἀθῆναι, 28 8βρ. 90.
Ἐφθάσαμεν αἰσίως τὴν Πέμπτην ἑσπέρας. Εἶμαι ὑγιής. Τὸν Γεώργιον δὲν εὗρον ἐν Βώλῳ, ἦτο εἰς Λάρισσαν. Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
174
Ἀθῆναι, 28 7βρ. 92.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ὑπομονή. Εὐδόκησε Κύριος ὁ Θεὸς νὰ σᾶς δοκιμάσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Φέρετε πρᾴως τὴν συμφορὰν καὶ ὑποτάσσεσθε εἰς τὸ θεῖον θέλημα, ἵνα Αὐτὸς εὐδοκήσῃ, ἐν τῷ ἀπείρῳ Αὑτοῦ ἐλέει, νὰ δεχθῇ τὴν ὑπομονήν σας ὡς ἱλασμὸν καὶ θυσίαν, καὶ νὰ σᾶς ἀξιώσῃ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἀμήν.
Μὴ παύετε νὰ δοξάζητε τὸν Ὕψιστον καὶ νὰ εὔχησθε ὑπὲρ ἐχθρῶν καὶ φίλων. - Ἐγὼ θὰ προσπαθήσω, ἐντὸς ὀλίγου, νὰ ἔλθω νὰ σᾶς ἴδω.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
Τὴν ἐπιστολήν σας διὰ τοῦ κ. Μωραϊτίδου ἔλαβον.
175
Ἀθ(ῆναι) 2 Δβρίου 92.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Σᾶς ἔγραψα πρὸ μηνός. Δὲν ἔλαβον ἀπάντησίν σας. Δὲν εἰξεύρω τί γίνεσθε.
Ἐργάζομαι τώρα εἰς τὴν Ἀκρόπολιν τακτικά. Ἂν καὶ χρεωστῶ, οὐχ ἧττον ὅταν εὕρω εὐκαιρίαν θὰ σᾶς στείλω. Ἂς εὐαρεστηθῇ, ἂν θέλῃ, ὁ Σωτήριος νὰ σᾶς δώσῃ πενῆντα δραχμὰς ἢ περισσοτέρας, καὶ ἂς μοῦ παραγγείλῃ ποῦ νὰ τὰς δώσω εἰς Ἀθήνας δι᾿ εὐκολίαν, καὶ διὰ νὰ λείπωμεν ἀπὸ τὰς ἐπὶ συστάσει ἐπιστολὰς καὶ ἄλλους μπελάδες. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀλέκος, ἂν εὐαρεστῆται, ἂς μοῦ γράψῃ νὰ δώσω ἐδῶ παράδες τοῦ Δημητράκη διὰ νὰ σᾶς τὰς ἐμβάσῃ συγχρόνως εἰς Σκίαθον.
Ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σας καὶ τῆς μητρὸς
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
185
Ἀθ(ῆναι) 7 Ἰουνίου 95.
Σεβαστή μου μῆτερ,
Τὴν χεῖρά σου φιλῶ.
Ἂς δοξάσωμεν τὸν Ὕψιστον καὶ ἂς παρακαλέσωμεν ν᾿ ἀναπαύσῃ τὴν ἁγνὴν ψυχήν του. Τὴν εὐχήν του καὶ τὴν εὐχήν σου νἄχουμε ὅλοι, καὶ νὰ μᾶς ζήσῃς χρόνια πολλὰ νὰ σ᾿ ἔχωμεν παρηγορίαν.
Ἤθελα νὰ ἔλθω εἰς Σκίαθον νὰ σᾶς ἰδῶ νὰ παρηγορηθοῦμεν μαζύ. Θέλω νὰ κάμω μετανοίας εἰς τὸν τάφον του, διὰ νὰ μὲ συγχωρήσῃ ἡ εὐμενὴς ψυχή του ὁποῦ δὲν ἠξιώθην νὰ παρευρεθῶ κ᾿ ἐγὼ εἰς τὰς τελευταίας στιγμάς του. Ὁ κ. Γαβριηλίδης, ὅστις μοῦ ἔστειλεν ἔνθερμα συλλυπητήρια ἀπὸ τὴν Κηφισσιὰν ὅπου διαμένει, μοῦ παρεχώρησε πᾶσαν εὐκολίαν νὰ ἐργάζωμαι ἐπί τινας ἑβδομάδας εἰς Σκίαθον, λαμβάνων καὶ τὰ δύο τρίτα τοῦ μισθοῦ.
Πάλιν ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν σου, καὶ εὔχομαι νὰ ζήσῃς πολλὰ χρόνια. Τὰς ἀδελφάς μου ἀσπάζομαι
ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
186
Ἀθῆναι, 14 Ἰαν. 1897
Ἀδελφὴ Χαρίκλεια,
Ἔλαβα τὴν ἀπὸ 2 Ἰαν. ἐπιστολήν σας. Κάλτσαις καὶ τὰ λοιπὰ εἶχα λάβῃ. Ὑγιαίνω. Μὲ εὐκαιρίαν, σὺν Θεῷ, θὰ στείλω χρήματα.
Τὴν ἐσώκλειστον ἀπόδειξιν νὰ στείλετε εἰς τὸν Σταμάτην Ἀλεξ. διὰ τοῦ ἐξαδέλφου Γιαννιοῦ, ὃν ἀσπάζομαι, καὶ ἅμα εὐκολυνθῇ ὁ Στ(αμάτης) νὰ σᾶς δώσῃ δρ. 12,50.
Σᾶς ἀσπάζομαι ὅλας
ὁ ἀδελφὸς
Ἀλέξανδρος
Τὰ πράγματα εἶνε τώρα πολὺ καλλίτερα, καὶ μ(ηνιαίως) 300.
187
Ἀθῆναι, 11 Φεβρ. 97.
Ἀδελφὴ Χαρίκλεια,
Ἔλαβα τὴν ἀπὸ 5 ἐπιστολήν σας. Ἐλπίζω νὰ γείνῃ ἡσυχία. Ὑγιαίνω.
Σὺν Θεῶ, θὰ φροντίσω καὶ χρήματα νὰ στείλω καί, ἴσως, ἂν κινηθῇ πρὸς τὰ βόρεια ἡ ὑπόθεσις, θὰ ἔλθω ὡς ἀνταποκριτὴς τῆς Ἀκρ(οπόλεως), μένων ἐντὸς τῆς Σκιάθου.
Ἔχω πλέον τῶν 200 περίσσευμα, καὶ νὰ ἰδῶ πῶς θὰ κατορθώσω μὲ τὸν καταλληλότερον τρόπον νὰ σᾶς τὰ στείλω.
Σᾶς ἀσπάζομαι ὅλας
ὁ ἀδελφός σας
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
191
Κύριον Κίμωνα Μιχαηλίδην
Λάβετε τὰ χειρόγραφα τῆς «Φαρμακολυτρίας».
Σύγγνωτε ὅτι εἶμαι λίαν κεκμηκὼς ἀπόψε, ὥστε ἀδυνατῶ νὰ παρευρεθῶ εἰς τὴν ἀκρόασιν τῶν ἔργων τῶν φίλων συναδέλφων.
16 Δβρίου 1900
ὑμ(έτερος) ταπ(εινὸς) θεράπων
Α. Παπαδιαμάντης
192
Κύριον Ζαχ. Παπαντωνίου, Συντάκτην τοῦ «Σκρίπ», ἰδ. χ. Α. Πδμ.
Φίλτατε Ζαχαρία,
Παρακαλῶ, δότε εἰς τὸν ἐπιφέροντα τὰ 10 - 11 ἀποκομμένα ἀποσπάσματα τῶν διηγημάτων μου, τὰ ὁποῖα σᾶς ἐδάνεισα, πρὸς ἀνάγνωσιν πρὸ 8 μηνῶν, καὶ θὰ εἶμαι ἐκτάκτως εὐγνώμων.
Ὁ Σὸς
Α. Παπαδιαμάντης. Ἀθῆναι, 26 Μαΐου 1903.
193
Κύριον Ζαχ. Παπαντωνίου, συντάκτην τοῦ «Σκρίπ».
Φίλτατε Ζαχαρία,
Τὸ βράδυ μὴν κάμετε τὸν κόπον νὰ περάσετε ἀπὸ τὸ καφενεῖον, θὰ εἶμαι ἀπησχολημένος ἀλλοῦ. Ἂν τυχὸν συνεπληρώθησαν οἱ κατάλογοι τοὺς ἐμβάζετε ἐπ᾿ ὀνόματί μου διὰ τοῦ ἐπιφέροντος ἢ τοῦ κ. Κουσουλίνου, ἀλλὰ
μὴν ξεχάσετε νὰ ἐσωκλείσητε καὶ τὰ ἄλλα ἀποκόμματα· ἴσως, σὺν Θεῷ, προχωρήσωμεν. Δὲν εἶναι τὰ μόνα, θὰ προστεθοῦν καὶ νεώτερα, ποὺ δὲν εἶδαν ἀκόμη τὸ φῶς, ἴσως καὶ ἓν μικρότερον, πολὺ τολμηρὸν καὶ ψυχογραφικόν.
Ἀθῆναι, 26 Ἰουνίου 1903.
Ὁ Σὸς
Α. Παπαδιαμάντης.
195
Ἀδελφὲ Ἰωάννη,
Ἔλαβα τὰ γράμματά σου, τὰς ἀγγελίας, καὶ τὰς 40 δρ. Εὐχαριστῶ. Αἱ ἀγγελίαι, ὅπως καὶ τὰ χρήματα, θὰ μοῦ χρησιμεύσουν ὡς μαστίγιον, διότι, ἕνεκα τῶν περιστάσεων, τὸ θέρος, ὀλίγον ἐπροχώρησα εἰς τὸν Γόρδωνα· τώρα ὅμως τὸ ἔβαλα ἐμπρός, καί, ἂν πρόκειται ν᾿ ἀρχίσῃ νὰ τυπώνεται, ἐντὸς δύο ἑβδομάδων θὰ ἔχω ἑκατοντάδας χειρογράφων νὰ σοῦ στείλω. Τὸ ὅλον, ὑποθέτω, θὰ γείνῃ 3 χιλ. χειρόγραφα εἰς 4ον, μὲ ἑπτακοσίας δὲ ἢ καὶ ἑξακοσίας δραχμὰς ὁ κόπος μου πληρώνεται.
Ἀσπασμοὺς εἰς τοὺς φίλους καὶ συναδέλφους.
Σὲ ἀσπάζομαι 6 7βρίου
ὁ σὸς 1903. Σκιάθῳ.
Ἀλ. Παπαδιαμάντης
196
Φίλτατε Γιάννη,
Ἔλαβα τὸ γράμμα σου. Ἐννοεῖται, ὅπως εὐκολύνεσαι σύ, οὕτω θὰ γείνῃ ἡ πληρωμὴ τῆς ἐργασίας. Ἐγὼ κουτουροὺ εἶχα γράψει ἕνα ποσόν, δὲν ἤξευρα ἂν ἦσαν πολλὰ ἢ ὀλίγα.
Σὲ ἀσπάζομαι 7βρ. 20 1903
ὁ σὸς Σκιάθῳ.
Ἀλ. Παπαδιαμάντης
197
Φίλτατε Ἰωάννη,
Τὸ βαπόρι, ποῦ ἦτον νὰ ἔλθῃ τὸ Σάββατον, δὲν ἦλθε. Ὥστε, καὶ ἂν ἤθελα νὰ ἔλθω, ἦτον ἀδύνατον. Βλέπεις, ἡ προθεσμία μιᾶς ἑβδομάδος ἦτον πολὺ μικρὰ διὰ μακρινὸν μέρος, χειμῶνα καιρόν. Ὅθεν, εὐχαριστῶ.
Τὸ ἔργον εἶνε σπουδαῖον, καὶ τὸ ἐπόνεσα. Ἔχω μεταφράσει τὰ 2/5. Σὺν Θεῷ, τὸν Ἰανουάριον τελειώνει. Κατόπιν, ὅταν μυρίσῃ καλοκαῖρι,
μπορεῖ κ᾿ ἐγὼ ν᾿ ἀξιωθῶ νὰ πατήσω εἰς τὰ ἐδάφη τῆς «Παναρμονικώτατης Ἀθήνας». Κατόρθωσε νὰ στείλῃς ὀλίγα λεπτὰ ἐν τῷ μεταξύ. - Τώρα, νὰ μοῦ στείλῃς ταχυδρομικῶς μισὴν ὀκὰ τσιγαρέττα ψιλὰ Ἀγρινίου, τοῦ Βάρκα, καὶ νὰ πληρώσῃς εἰς τὴν Ἑστίαν μίαν ἐτησίαν (τὴν ἔχουν ἑξάμηνον, ἀλλὰ νὰ γείνῃ ἐτησία) συνδρομὴν τοῦ Εὐστ. Γιαννίτση, καφετζῆ, εἰς Σκίαθον, καὶ νὰ μοῦ στείλῃς τὴν ἀπόδειξιν. Αὐτὰ τὰ δύο σὲ παρακαλῶ, πρὸς τὸ παρόν.
ὁ σὸς
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης Νβρ. 24 1903 Σκιάθῳ.
199
Φίλτατε Ἰωάννη,
Εἶχα γράψει τὴν ἐπιστολήν μου τῆς 24 Νβρ. καὶ τὴν 25 ἔλαβα τὰς δραχ. εἰκοσιπέντε. Ἔλαβα καὶ τὴν τελευταίαν ἐπιστολήν σου, ἀχρονολόγητον. Περιμένω τὰ τσιγαρέττα. Ἐνθυμήσου καὶ τὴν συνδρομὴν τῆς Ἑστίας, διὰ τὸν Εὐστ. Γιαννίτσην, εἰς Σκιάθον. Τὸ φύλλον ἔρχεται ἀπὸ τὸν Αὔγουστον, καὶ ἦτο δι᾿ ἓξ μῆνας, καὶ ἡ συνδρομὴ δὲν ἐπληρώθη. Τώρα ἂς γείνῃ δι᾿ ἓν ἔτος, δῶσε τὰ λεπτά, καὶ στεῖλέ μου τὴν ἀπόδειξιν.
Ὡς λάβῃς τὴν παροῦσαν, μετὰ δύο ἡμέρας, ὕπαγε ὁδὸν Ἀριστοτέλους, 64, καὶ ζήτησον νὰ ἐνταμώσῃς τὸν κ. Νῖκον Φραγκίσταν, ἢ τὴν σύζυγόν του, συγγενεῖς μου, ἐρχομένους αὐτόσε. Ἐπίδειξον τὴν παροῦσαν, καὶ θὰ λάβῃς δέσμην χειρογράφων, φέρουσαν ἐπιγραφὴν τὸ ὄνομά σου. Εἶνε χειρόγραφα 747 τῆς Ἱστορίας τοῦ Γόρδωνος. Σοῦ τὰ στέλλω ἐπωφελούμενος την ἀσφαλῆ εὐκαιρίαν. Μέχρι τοῦ νέου ἔτους, θὰ σοῦ στείλω ταχυδρομικῶς ἄλλα 200 περίπου, τὸ τέλος τοῦ Αʹ τόμου. Τὰ παραρτήματα θὰ τὰ βάλω ὅλα εἰς τὸ τέλος, μὲ παραπομπὰς εἰς τὰ κεφάλαια, καὶ ὅταν δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ τυπωθῇ, βάλε τα ἢ κατόπιν τῶν οἰκείων κεφαλαίων ἕκαστον, ἢ εἰς τὸ τέλος ὅλα, ὅπως θὰ ἐγκρίνῃς. Ἔχων ὅλον τὸν Αʹ τόμον μεταφρασμένον, φρονῶ ὅτι δύνασαι ν᾿ ἀρχίσῃς τὰς ἐνεργείας πρὸς εὐόδωσιν τῆς ἐπιχειρήσεως. Ἀσπάζομαί σε.
ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης 14 Δβρ. 1903, Σκιάθῳ.
200
Φίλτατε Ἰωάννη,
Εὔχομαι τὸ Νέον Ἔτος μὲ ὑγείαν καὶ χαράν. - Εἶχα λάβῃ τὰ τσιγαρέττα εἰς τὰς 14 Δβρ. Ἀκολούθως ἔλαβα τὴν ἀπόδειξιν τῆς Ἑστίας. Δι᾿ ὅλα εὐχαριστῶ.
Πέντε ἡμέρας ἐδοκίμασα τὸ σύστημα τῆς ὀκταώρου ἐργασίας, μὲ σκοπὸν νὰ τελειώσω γρήγορα, ὅπως ζητεῖς. (Εἰσῆλθα τώρα εἰς τὸν Βʹ τόμον.)
Ὁ λιχανὸς τῆς δεξιᾶς μου ἔχει δαρμοὺς καὶ πόνους, καὶ τὰ δύο ἄλλα δάκτυλα πάσχουσι σκλήρυνσιν τοῦ δέρματος. Ἡ μέση μοῦ πονεῖ. Ὥστε ξανακύλισα πίσω εἰς τὴν πεντάωρον. Ἐδῶ, καὶ νὰ θέλω, σχεδὸν ἀδύνατον μοῦ εἶνε νὰ ἐργάζωμαι τὰς Κυριακὰς καὶ ἑορτάς. Εἰργάσθην διὰ τὸν Αʹ τόμον 65 ἡμέρας εἰς τρεῖς μήνας. Τὸν Βʹ δυνατόν, σὺν Θεῷ, νὰ συντελέσω εἰς 50 ἡμέρας. Τέλη Ἰανουαρίου εἶνε ἀμήχανον. Ἔπρεπε νὰ ἐργάζωμαι 10 - 11 ὥρας τὴν ἡμέραν.
Ἀσπασμοὺς εἰς τοὺς φίλους καὶ συναδέλφους.
Σὲ ἀσπάζομαι
ὁ σὸς 1904, 2 Ἰανουαρίου
Ἀλ. Παπαδιαμάντης Σκιάθῳ
Εἰς τὰ περιθώρια τῶν σταλέντων χγρφ. σημειῶ τινας ἀπορίας μάλιστα εἰς κύρια ὀνόματα. Εἰς τὸ Αʹ κεφ., ἱστορίαν τοῦ κινήματος Μολδοβλαχίας, ὅπου γίνεται λόγος περὶ Τρανσυλβανίας, ἀντὶ Ἑρμενστάτη καὶ Κρονστάτη, μὲ ταῦ, νὰ γράψῃς Ἑρμενστάδη καὶ Κρονστάδη, μὲ δέλτα (χωρὶς νῦ πρὸ τοῦ δέλτα).
ὁ ἴδιος
201
Φίλτατε Γιάννη,
13 Φεβρ. 1904. - Γράφω ἐκ Βώλου, ὅπου εὑρίσκομαι (ἐπιστρέφων ἀπόψε εἰς Σκίαθον) συνεπείᾳ οἰκογενειακοῦ ἀτυχήματος. Ὁ ἀδελφός μου, ὁ ἐν Πορταριᾷ Δημογραμματεύς, ἔπαθε τὰς φρένας, καὶ ἀνάρπαστος ἔγεινα, διὰ τηλεγραφήματος τοῦ προϊσταμένου του Δημάρχου, τὴν ἡμέραν Κυριακὴν τῆς Τυρινῆς, ὅπως ἔλθω νὰ φροντίσω δι᾿ αὐτόν. Ἔχει πέντε παιδιά.
Ἐκ Σκιάθου σοὶ ἔγραψα ἀπὸ 2 Ἰανουαρίου, ἀλλὰ τὸ γράμμα ἔμεινεν ὑπὲρ τὰς δύο ἑβδομάδας εἰς Σκίαθον, ἕνεκα διακοπῆς τῆς συγκοινωνίας, ἐπειδὴ εἶχον παύσει νὰ προσεγγίζουν ἀτμόπλοια. Ἴσως παρέπεσε τὸ γράμμα μου. Ἔγραφα, ἀναγγέλλων τὴν λῆψιν τῶν τσιγαρέττων,τῆς ἀποδείξεως τῆς
Ἑστίας, κτλ. Δὲν ἐνθυμοῦμαι τί ἄλλο. Γράμμα σου δὲν ἔλαβα, δι᾿ οὗ νὰ μὲ πληροφορῇς ἂν ἔλαβες τὰ 747 χειρόγραφα τὰ σταλέντα πρὸ δύο μηνῶν διὰ τοῦ κ. Ν. Φραγκίστα. - Ἡ μετάφρασις τοῦ Γόρδωνος ἔχει φθάσει εἰς τὰ 3/4 (σελ. 1500 περίπου), καὶ θὰ τὴν εἶχα τελειώσει ὡς ἔγγιστα, ἂν δὲν ἐνέσκηπτε τὸ δυστύχημα περὶ οὗ ἐν ἀρχῇ εἶπα. Προσπάθησε νὰ μ᾿ ἐνθυμηθῇς.
Σὲ ἀσπάζομαι.
ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης
202
Φίλτατε Ἰωάννη,
Ἔλαβα καὶ τὰ δύο γράμματά σου. Ὁμοίως καὶ τὰς δραχ. 50. Εὐχαριστῶ.
Ὁ ἀδελφός μου ἔμεινεν ἐδῶ δύο ἑβδομάδας. Ἐκαλλιτέρευσε πολύ. Τώρα ἐπῆγεν εἰς Πορταριάν, καὶ τὸν περιμένομεν ἐδῶ νὰ ἔλθῃ φαμιλικῶς. Δυστυχῶς ἔχασε τὴν θέσιν του, ἀπὸ σκληρότητα τοῦ προϊσταμένου του, ὅστις δὲν ἔκαμεν ὑπομονὴν νὰ τὸν οἰκονομήσῃ ἀκόμα δι᾿ ὀλίγας ἑβδομάδας, ἕως νὰ ἰδῇ πῶς θὰ ἐπήγαινεν.
Ἐὰν ἔλθῃς πράγματι μέχρι Σκιάθου, καλῶς. Τότε φέρε καὶ τὸν Φίνλεϋ. Ὁ Γόρδων τελειώνει (παρὰ 50 σελίδας τοῦ πρωτοτύπου, ἢ 4 ἡμ. ἐργασίαν). Ἄλλως, περίμενέ με εἰς Ἀθήνας, ἕως τὰ μέσα τῆς ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα, ἐπειδή, ὅπως ἦλθαν τὰ πράγματα ἐδῶ, ἐγὼ πρέπει νὰ ζητήσω ἐργασίαν ἐκεῖ, νὰ εὕρω σχετικὴν ἡσυχίαν. Παρακαλῶ νὰ κυττάξῃς εἰς τὴν Ἡμερησίαν ἢ ἀλλοῦ, ἴσως μοῦ εὕρῃς θέσιν. Ἐν τῷ μεταξύ, μοῦ χρειάζονται ἀκόμη ὀλίγα λεπτὰ διὰ νὰ ξεκινήσω ἀποδῶ.
Σὲ ἀσπάζομαι. Καλὸν Πάσχα.
ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης Τετάρτη, 10 Μαρτίου 1904. Σκιάθῳ
203
Φίλτατε Γιάννη,
Ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ τὰς δραχ. 25, εὐχαριστῶ. Λίαν προσεχῶς θὰ στείλω ἐπὶ συστάσει τοὺς δύο τόμους καὶ τὰ χειρόγραφα, ὄγκον, σελίδας 1350. - Ἐκτὸς ἐὰν θελήσῃς νὰ ἔλθῃς. Ἐπειδὴ τώρα ἄλλαξα σχέδιον κ᾿ ἐνοικίασα ἕνα πυργάκι, ὑψηλόν, ἀγναντερόν, μαγευτικόν, ὅπου θὰ ἐργάζωμαι, καὶ ἔχω τόπον διὰ νὰ σὲ φιλοξενήσω. Εἰπὲ εἰς τὰς Ἀθήνας, τὸν Χρόνον, τὴν Ἑστίαν, ἐὰν δέχωνται συνεργασίαν ἀπ᾿ ἐδῶ. Νὰ φέρῃς καὶ τὸν Φίνλεϋ ἂν ἔλθῃς.
Σὲ ἀσπάζομαι.
ἀδελφικὰ
Ἀλ. Παπαδιαμάντης
204
Ἀδελφὲ Γιαννάκη,
Ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ τὰς δραχ. 40. Εὐχαριστῶ. Διατί τὰ περνᾷς εἰς λογαριασμὸν τοῦ Γόρδωνος; Τὰ 555 μεγ(άλα) χειρόγραφα τοῦ Σπηλιάδου ἰσοδυναμοῦν μὲ 1000 (ἐξαιρῶ τὸ περιθώριον) = μὲ τριῶν ὡς ἔγγιστα μηνῶν ἐπιφυλλίδα, ὅπου καὶ ὁ Κακλ(αμᾶνος), μιζέρια, θὰ ἐπλήρωνεν ὑπὲρ τὰς 200 δρ. Λοιπὸν μοῦ χρεωστᾶς ἀκόμη 60 διὰ τὸν Σπηλιάδην. Εἰπὲ τοῦ Κακλ(αμάνου) νὰ σοῦ δώσῃ δρ. 50 ὑπόλοιπον νὰ μοῦ τὰς στείλῃς.
Ἐδῶ εἶνε ὡραῖα. Καὶ κλίναι ὑπάρχουν εἰς εἶδος ξενοδοχείου παραθαλάσσιον, μὲ καθαριότητα καὶ δροσιάν. Γράψε μου. Εἰπὲ καὶ τοῦ Ἀνδρέα, καὶ χαιρετίσματα πολλά, ὅπως καὶ εἰς τὸν Μαλακάσην, τὸν Ἀναστασόπουλον, τὸν Βασιλικόν, τὸν Γρυπάρην, καὶ λοιπὴν παρέαν.
ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης 7 Ἰουλίου <1904;> ἐν Σκιάθῳ
205
Φίλτατε Γιάννη,
Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον πρὸ πόσου καιροῦ δὲν σοῦ ἀπήντησα, οὔτε μοῦ ἐξανάγραψες. Τί γίνεσαι; Ἐγὼ ἐκόλλησα ἐδῶ ἐν δυστυχίᾳ, καὶ δὲν εἰξεύρω ἂν θὰ ἔλθω γρήγορα εἰς τὰς Ἀθήνας. Δὲν ἔχω λεπτὰ οὔτε διὰ νὰ σοῦ στείλω ταχυδρομικῶς ἐκεῖνα τὰ 1400 χειρόγραφα καὶ τοὺς 2 τόμους. Στεῖλέ μου λεπτὰ διὰ νὰ μπορέσω νὰ σοῦ τὰ στείλω.
Πολλοὺς ἀσπασμοὺς
ὁ ἀδελφὸς
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης 6 7βρ. 1904 Σκιάθῳ.
Βάλε εἰς φάκελλον τὸ ἐσώκλειστον, καὶ στεῖλέ το εἰς τὸ γραφεῖον τῶν «Παναθηναίων», χωρὶς νὰ γνωσθῇ ὅτι ἐστάλη διὰ σοῦ.
206
Ἀδελφὲ Ἰωάννη,
Τὸ ἀπὸ 2 τοῦ μηνὸς γράμμα σου ἔλαβα εἰς τὰς 11 προχθές. Ἂν ἔλαβες τὸ ἀπὸ 6 γράμμα μου, τὸ ὁποῖον ἔστειλα μὲ εὐκαιρίαν δι᾿ ἔλλειψιν ταχυδρομείου (διεύθ. Βλαστοῦ;), καὶ ἂν ἔστειλες εἰς τὰ Παναθήναια τὸ συνημμένον εἰς αὐτὸ γράμμα - καὶ ἂν ὁ κ. Μιχ(αηλίδης) μοῦ στείλῃ χρήματα, ἢ μοῦ στείλῃς ἐσύ, (τὰς εἴκοσι ποὺ μοῦ στέλνεις τὰς ἔλαβα), τότε θὰ μπορέσω νὰ ἔλθω εἰς τὰς Ἀθήνας μὲ τὸ ἀτμόπλοιον τῆς 20, τὴν ἄλλην Δευτέραν, δηλ. νὰ φθάσω τὴν 22 ἢ 23, Τετ(άρτην) ἢ Πέμπτην. Ἄλλως, θὰ κάμω νόμο - τρόπο διὰ νὰ στείλω ἐπὶ συστάσει τοὺς δύο τόμους τοῦ Γόρδωνος. Παρακαλῶ νὰ ὑπομονεύσῃ ὀλίγας ἡμέρας ὁ κ. Πολίτης. Τώρα εἶνε Ἴνδικτος, ἀρχὴ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἐποχὴ κινήσεως καὶ ἐνάρξεως ἐργασιῶν, καὶ ἀπὸ ἑβδομάδα εἰς ἑβδομάδα, ἑπόμενον εἶνε νὰ ἔλθω κ᾿ ἐγώ. Ἂν δὲν στέλλω τοὺς τόμους μὲ τὸ Ταχυδρ(ομεῖον) ἀπὸ σήμερα ὁ λόγος εἶνε, αʹ, ὅτι δὲν ξεύρω πῶς νὰ τοὺς σκευάσω, καὶ βʹ, ὅτι γνωρίζων τὴν ἰδίαν ἀνήσυχον δυσπιστίαν σου εἰς τὰ τοιαῦτα, ἡ ὁποία ἐκόλλησε κ᾿ εἰς ἐμένα, καὶ διότι μοῦ ἔχεις εἰπεῖ ὅτι εἶνε μοναδικὸν τὸ βιβλίον εἰς τὴν Ἑλλάδα, φοβοῦμαι μὴν παραπέσουν καὶ χαθοῦν.
Ἀσπασμοὺς εἰς τὸν Κῦρον, κ᾿ ἔχω εὐχαρίστησιν νὰ συνεργασθῶ εἰς τὴν Ἑστίαν ἅμα ἔλθω. Ὁ Κακλ(αμᾶνος) ἂς μοῦ δώσῃ ἂν θέλῃ τὸ κατόπιν μυθιστόρημα. Σὲ ἀσπάζομαι
ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης Σκιάθῳ, 1904 7βρίου 13.
Τὸ πρόσωπον διὰ τοῦ ὁποίου ἔστειλα τὰ γράμματα τῆς 6, εἶνε ὁ νέος κ. Νικίας Βιαγκίνης, υἱὸς τοῦ ὁμωνύμου καθηγητοῦ τῆς Λατ(ινικῆς).
207
Ἀδελφὴ Χαρίκλεια,
Ἔλαβα καὶ τὴν ἀπὸ 7 Μαρτίου, ὡς καὶ τὰς πρὸ αὐτῆς. Ἀπὸ ντροπὴν καὶ ἀγωνίαν δὲν σᾶς ἔγραψα. Ὁ μεγάλος καϋμὸς εἶνε ποῦ δὲν παίρνω λεπτά. 350 δραχ. 4 1/2 μῆνες. Εἰ δὲ μή, θὰ σᾶς ἔστελνα νὰ τὰ οἰκονομῆτε. Ἡσυχαστήρια, καὶ ἂν ὑπῆρχαν ἀλλοῦ, δὲν ἀρκοῦν διὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου. Καθένας θέλει νὰ ξεφορτωθῇ τὸ βάρος του, ὁ ἄλλος εὔκολα δὲν τὸ φορτώνεται. Μήπως εἰς Σκίαθον δὲν ὑπάρχει μοναστῆρι; Ἡ αὐτὴ κατάστασις εἶνε κι᾿ ἀλλοῦ. Κουράγιο, ἕως νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ οἰκονομήσω λεπτά.
Σᾶς ἀσπάζομαι
ὁ ἀδελφός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης Μαρτίου 10 1905. Ἀθ. -
208
Κύριον Ἰω. Βλαχογιάννην
Φίλτατε,
Δὲν τρώγω κρέας σήμερα, καὶ Τετράδη, καὶ μοῦ ἦλθεν εἴδησις θανάτου τοῦ ἀτυχοῦς ἀδελφοῦ μου.
Ἀλ. Παπαδιαμάντης 4 Μαΐου <1905>
209
Ἀδελφὴ Χαρίκλεια,
Ἔλαβα τὸ ἀπὸ 12 7βρίου γράμμα σας. Δὲν ἐκατάλαβα καλὰ ἂν ἡ Οὐρανία ἦλθε πίσω (ἀπὸ Νεάπολιν, ἴσως διὰ Βώλου). Ἡ ἐργασία τοῦ Μαΐου διεκόπη ὡς τὰς 2 Αὐγούστου. Τὰ λεπτὰ τὰ ἐπῆρα ἀπ᾿ ὀλίγα - λίγα. Ἀκόμα κάνει νὰ λάβω 100. Καὶ ἀπὸ τὸν Βλ(α)χ(ογιάννη) ἀκόμη 150. Ἐχολόσκασα πολύ, διότι τὰ λεπτὰ ἀπ᾿ ὀλίγα - λίγα ἐφθείροντο εἰς τὰς καθημερινὰς ἀνάγκας, καὶ δὲν μπόρεσα νὰ συγκεντρώσω, ἢ διὰ νὰ σᾶς στείλω, ἢ διὰ νὰ ἔλθω. Τί γίνονται αὐτὰ τὰ ὀρφανά; Εἶνε καλὰ νὰ ὑπάγῃ κατὰ τὸ παρὸν ὁ Διαμάντης εἰς τέχνην, καὶ ὅταν γείνῃ 15 - 16 χρονῶν νὰ ἔλθῃ εἰς Ἀθήνας, καὶ ἂν θελήσῃ γράμματα, θὰ μάθῃ.
Ἀπὸ Δευτέρα, 19 7βρίου, θὰ κάμω τὸν σταυρόν μου ν᾿ ἀρχίσω ἐργασίαν ἐπὶ νέων βάσεων.
Ὁ ἀδ(ελφός σας).
Ἀλέξανδρος Ἀθ. 16 7βρ. <1905>.
210
Ἀδελφή Χαρίκλεια,
Ἔλαβα τὸ γράμμα. Σᾶς ἀσπάζομαι καὶ εὔχομαι ὅλας. Ἔπαθα ἀπὸ ῥευματισμὸν τῶν χεργιῶν, καὶ δὲν μπορῶ σχεδὸν νὰ πιάσω πέννα. Ἐργασίαν θὰ ἔχω ἀπὸ 1ης Μαρτίου, ἐὰν δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ γείνουν καλὰ τὰ χέρια μου.
Ὑγεία καὶ θάρρος.
Ἀθ. 3 Φεβρ. 1906
ὁ ἀδελφός σας
Ἀλέξανδρος
211
Ἀδελφὴ Χαρίκλεια, Σοφία καὶ Κυρατσούλα,
Σᾶς ἔγραψα 3 Φεβρ. εἰς ἀπάντησιν 29 Ἰανουαρ. Τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια εἶχαν χειροτερεύσει ὀλίγον ἔκτοτε. Τώρα εἶμαι καλλίτερα. Προσπαθῶ νὰ ἐξασφαλίσω μικρὰν ἄνεσιν, διὰ νὰ ἔλθω εἰς Σκίαθον. Ἀσπασμοὺς εἰς ὅλας.
14 Μαρτίου <1906>
Ὁ ἀδελφός σας
Ἀλέξανδρος
212
Ἀθ. 4 Ἰουν. 19(06)
Φίλταται ἀδελφαί,
Ἔλαβα καὶ τὰ δύο γράμματά σας, τοῦ Ἀπριλίου καὶ Μαΐου. Ἀπὸ τότε ὅλο προσπαθῶ καὶ ἐλπίζω τὴν βελτίωσιν τῶν πραγμάτων, διὰ νὰ μπορέσω νὰ ἔλθω. Πλὴν καθὼς ξεύρετε, δύσκολα ἔρχομαι, καὶ δύσκολα φεύγω. Νὰ ἰδοῦμεν τί θὰ εὐδοκήσῃ ὁ Θεός. Τὰ χέρια μου εἶνε λίγο καλλίτερα.
Σᾶς ἀσπάζομαι
ὁ ἀδελφός σας
Ἀλ. Παπαδιαμάντης
213
Ἀδελφαί μου, σᾶς ἀσπάζομαι
Ἔλαβα πρὸ μηνὸς τὸ γράμμα σας. Ὑγιαίνω. Ἀκόμη προσπαθῶ, κ᾿ ἐλπίζω γλήγορα νὰ ἔλθω. Ἔχω ἐλπίδας βελτιώσεως. Ὁ Θεὸς βοηθὸς καὶ θάρρος.
Ὁ ἀδελφός σας
Ἀλ. Παπαδιαμάντης 18 8βρ. Ἀθῆναι 1906.
214
Ἀδελφὴ Χαρίκλεια,
Σᾶς ἀσπάζομαι ὅλας, εὐχόμενος τὸ νέον ἔτος ὑγείαν καὶ εὐτυχίαν, ὁμοίως τὸν Διαμάντην καὶ τὴν Σειραϊνώ. Τὸ γράμμα σας ἀπὸ 27 Δβρ. τὸ ἔλαβα 7 Ἰανουαρίου.
Μακάριος εἶνε ὁ Δημήτριος ὅτι ἐξελευθερώθη ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου. Κύριος ἀναπαύσαι τὴν ψυχήν του, καὶ καλὸν τέλος εἰς ὅλους μας. Ὁ γέρο - Μαρασλῆς ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸν ἔγραψε νὰ μοῦ τυπώσουν τὰ διηγήματα, καὶ νὰ μοῦ δώσουν βιβλία.
Τώρα φίλοι μου προσπαθοῦν νὰ τροποποιηθῇ ὁ ὅρος αὐτός, καὶ νὰ μοῦ δώσουν χρήματα ἀντὶ βιβλίων.
Σᾶς ἀσπάζομαι.
Ὁ ἀδελφός σας
Ἀλ. Παπαδιαμάντης 1907, Ἰαν. 11. Ἀθ. -
215
Χριστὸς ἀνέστη. - Ἀδελφαί μου, χαίρετε.
Σᾶς στέλνω σήμερον δι᾿ ἐπιταγῆς δραχ. 50. Περιμένω τὴν ἐπάνοδον τοῦ φίλου μου Βλαχογιάννη ἐκ τῆς Ἀγγλίας, εἰς δύο μῆνας, διὰ νὰ γείνῃ ἡ τύπωσις τῶν ἔργων μου. Ἐλπίζω, ἂν ζήσω, νὰ διαχειμάσω εἰς Σκίαθον. -
Ἀσπρόρρουχα ἔχω πάμπολλα, καὶ μὴ τυχὸν φροντίσητε. (Ὁμοίως καὶ ῥοῦχα ἐξωτερικά, ἔχω τρία παλτά, 3 σακκάκια, 4 γιλέκα, 4 πανταλόνια = φωτίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους μου.)
ἀσπάζομαι.
ὁ ἀδελφός σας
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης Ἀθ. 1907 Παρασκ. 4 Μαΐου.
216
Ἀγαπητὲ Γιάννη,
Ἔλαβα τὰ δελτάρια, καὶ τῂς 50 δραχμές, κτλ. Ὁ Μαλακ(άσης) ἦτον στὸ Μεσολόγγι, γιατὶ πέθανε ὁ πατέρας του. Τώρα γύρισε, καὶ βρίσκεται στὴν Πεντέλη, μοναχός του.
Τὸ βιβλίο θ᾿ ἀργήσῃ ὁπωσοῦν. Ἔχω μεταφράσει 110 σελίδες, τὸ 1/7 τοῦ ὅλου. Δὲν πιστεύω νὰ τὸ γυρέψουν. Ἀλλοιῶς, θὰ μποροῦσα ἴσως νὰ ἔδινα προσώραν τὸν αʹ τόμο, καὶ ν᾿ ἀρχίσω τὸν βʹ, πρᾶμμα ποῦ γένεται, καὶ πάλι ν᾿ ἀνταλλάξω. Ἐχτὸς τούτου μοῦ ἦρθε ν᾿ ἀρχίσω ἕνα μεγάλο διήγημα («Μάνας δυχατέρα») στὴ δημοτικὴ γλῶσσα.
Σὲ φιλῶ
ὁ δικός σου
Ἀλ. Παπαδιαμάντης 26 τοῦ Θεριστῆ 1907. Ἀθήνα.
Χαιρετισμοὺς στὸ Θωμᾶ Ἐπιφ(ανιάδη). Τὰ σεβάσματά μου στὸν κ. Πάλλη.
217
Φίλτατε, κ. Γεώργιε Πετρίδη,
Ἔλαβα 50 χρ(υσᾶ) φρ(άγκα) ἀπὸ τὸν κ. Πάγκαλον (30 Αὐγ.) καὶ 55 ἐκ τῆς ἐπιταγῆς σας (5 7βρ.), τὸ ὅλον 105 χρ. φρ. Λάβετε συνημμένως τὸ διηγημάτιον «Φορτωμένα κόκκαλα».
Τὸ μυθιστόρημα ἐπιγράφεται «Στὰ ῾Ρόδιν᾿ ἀκρογιάλια». Ὑπεσχέθην εἰς τὸν κ. Πάγκαλον νὰ δώσω μέγα μέρος τῶν χειρογρ. τὴν 15 τρ. μ. Σάββατον. Ἐντὸς τοῦ Σεπτεμβρίου, σὺν Θεῷ, θὰ ἔχω καθαρογράψει τὸ ὅλον. (Δὲν ἐνόουν ὅτι δὲν εἶδα τὸν κ. Πάγκ. κατὰ Ἰούνιον, ὅταν μοὶ ἔκαμε τὴν παραγγελίαν, ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδα Ἰούλιον καὶ Αὔγουστον, μετὰ τὸ δυστύχημά του. Τώρα ὅμως μὲ ἠντάμωσε.) Καμμία παρεξήγησις. Εὐχαριστῶ πολύ.
Πρόθυμος φίλος σας
Α. Παπαδιαμάντης 7 7βρ. 1907 Ἀθ.
218
Ἀδελφαί, σᾶς ἀσπάζομαι. Εὔχομαι αἴ<σιον καὶ> παρήγορον τὸ νέον ἔτος. Ἔλαβα τὰ δύο γρ<άμματά> σας, 2 Δβρ. καὶ 23 Ἰανουαρ. καὶ τῂς κάλ<τσαις>. Κἄτι περιμένω τώρα εἰς τὰς ἀρχὰς της <Τεσσα>ρακοστῆς, καὶ ἢ θὰ ἔλθω ἢ θὰ στείλω ποσόν τι χρημάτων. Ἡ Οὐρανία τί γίνεται, ἔμεινεν ὁριστικῶς κάτω; Κ᾿ ἐπρόκειτο νὰ πάῃ καὶ τὸ Σειραϊνώ; Ὤ, ποῖος νὰ τὰ εἴξευρεν αὐτά, καὶ ποῖος ἠδύνατο νὰ τὰ προβλέψῃ! Δόξα σοι ὁ Θεός. Ἐλπίζω ὅτι ταχέως θὰ βελτιωθοῦν τὰ πράγματα.
Ἀσπασμοὺς εἰς ὅλας.
Ὁ ἀδελφός σας
Ἀλέξανδρος Φεβρ. 4. 1908. Ἀθῆναι
221
Ἀγαπητὲ Ἰωάννη,
Ἔλαβα τὸ γράμμα σου κ᾿ ἐχάρην. Ὑγιαίνω. Χαιρετίσματα εἰς ὅλους τοὺς φίλους. Τὸν τόμον ἤρχισα ἀπὸ τὴν Δευτέραν τοῦ Θωμᾶ, 21 Ἀπριλίου, μετέφρασα τὸ ἥμισυ τοῦ ὑπολοίπου, καὶ μένει ἄλλο τόσον. Σὺν Θεῷ, θὰ ἔχῃ τελειώσει πρὸ τοῦ τέλους Ἰουνίου, καὶ θὰ σοῦ στείλω τὸν τόμον καὶ τὰ χειρόγραφα ταχυδρομικῶς (Poste restante;). Ἀσπασμοὺς εἰς τὸν Μαλακάσην καὶ Καρκαβίτσαν, ἂν ὁμιλῆσθε. Ἀσπασμοὺς εἰς τὸν Ἀλέκον Μαυρουδῆν καὶ τοὺς φίλους, εἰς τὸν Γ. Χατζόπουλον καὶ τὴν παρέαν, τὸν Γ. Πετρίδην ἂν εἶν᾿ ἐδῶ. Καὶ τὸν Ν. Ποριώτην καὶ Σπ. Γοργορίνην, ἂν τὰ ἔχετε καλά.
ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης 15 Μαΐου 1908 Σκιάθῳ.
223
Φίλτατε Ἰωάννη,
Ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ τὰς δρ. 20. Εὐχαριστῶ. Πρὸ ἡμερῶν ἐτελείωσα τὸν Αʹ τόμον, κ᾿ ἔχω κάμη 150 χειρόγραφα ἀπὸ τὸν Βʹ. - Δὲν τἀπεφάσισα νὰ τὰ στείλω ταχυδρομικῶς, διότι πρόκειται νὰ ἔλθουν δικοί μου εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅπως ὁ ἐξάδελφός μου Σωτήριος Οἰκονόμου ὁ σχολάρχης
(τὸν ἔχεις γνωρίσει). - Ἐὰν δὲν ἔλθῃ ὡς τὴν ἄλλην ἑβδομάδα, θὰ τὰ στείλω ταχυδρομικῶς.-
Σκιάθῳ, 4 Ἰουλ. 1908
ὁ φίλος
(Ἀ.) Παπαδιαμάντης
Ἀσπασμοὺς εἰς τὸν Ἀλ. Μαυρουδῆ καὶ ὅλους.
224
Φίλτατε Γιάννη,
Ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ τὰς 20 δραχμάς, τὰς δευτέρας. Ὁ 1ος τόμος τοῦ Φίνλεϋ (τόμ. βος) ἐστάλη σήμερον ὑπηρεσιακῶς καὶ ἐπὶ συστάσει κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὴν ἐφορείαν τῆς Β(ιβλιοθήκης τῆς) Β(ουλῆς) ὑπὸ τοῦ ἐνταῦθα Ταχυδρ. διευθύνοντος ὑπαλλήλου, κ. Γ. Κωβαίου. Τὸν ἄλλον τόμον (7ον τοῦ ἔργου) τὸν ἔχω ὑπερμεσάσει, καὶ θὰ τελειώσῃ τὸν Σεπτέμβριον. Θὰ γείνουν τὸ ὅλον 1,200 χειρόγραφα· θὰ κάμω τρόπον νὰ σοῦ τὰ στείλω.
Χαιρετίσματα εἰς τοὺς φίλους. Ὑγίαινε.
ὁ φίλος
(Ἀ.) Παπαδιαμάντης Σκιάθῳ, Αὐγούστου 14 1908.
225
Ἀδελφὲ Γιάννη,
Ἔλαβα τὸ γράμμα σου τῆς 16 φθίν. καὶ τὰ χρήματα. Εὐχαριστῶ. Τὴν ἐργασίαν ἐτελείωσα πρὸ ἡμερῶν ἤδη. Τὸν τόμον θὰ τὸν στείλω εἰς τὴν Βιβλιοθήκην τῆς Βουλῆς, ὅπως καὶ τὸν ἄλλον. Τὰ ὑπολειπόμενα χειρόγραφα (178 τὸν ἀριθμὸν) θὰ σοῦ στείλω μὲ ταινίαν πόστ᾿ ῥεστάντ᾿ ἐὰν ἐγκρίνῃς. Χαιρετίσματα πολλὰ εἰς τοὺς φίλους. Ἐὰν εἶν᾿ ἐδῶ εἰς Ἀθήνας ὁ κ. Γεώρ. Πετρίδης, εἰπέ του ὅτι κἄτι θέλω νὰ γράψω, 4 - 5 διηγημάτια, καὶ ἓν μακρότερον ἔργον Στὰ Τραχαλόμαντρα ἐπιγραφόμενον, ἰδιόρρυθμον καὶ τολμηρόν, ἐὰν θέλουν νὰ τοὺς τὰ στείλω. - Εἰς τὸν κ. Δ. Ι. Καλογερόπουλον εἰπέ, ἂν σοῦ εἶνε γνώριμος, καὶ τὸν συναντήσῃς, εἰπέ του (ἐπειδὴ μοῦ ἔγραψε γράμμα σχετικῶς μὲ ἐν Κ/πόλει ἱδρυθησόμενον περιοδικόν), ὅτι ἐγὼ δὲν ἔγραψα τίποτε εἰς τὴν πατρίδα, ἀλλὰ καὶ ἂν γράψω ἔχω περιοδικὸν διὰ νὰ τὸ στείλω, καὶ τὸν εὐχαριστῶ πολύ. -
Σὲ ἀσπάζομαι
ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης Σκιάθῳ, 24 8βρ. 1908.
228
Ἀδελφὲ Ἰωάννη,
Ἔλαβα τὰς «Ἑλλ(ηνικὰς) Ἀποικίας ἐν Ἀγγλίᾳ», καὶ τὰς μεταφράζω. Τὴν Πέμπτην, 6 Νβρίου, σοῦ ἔστειλα Poste rest. τὰ τελευταῖα 178 χειρόγραφα τῆς Ἱστορίας τοῦ Φίνλεϋ, καὶ ὁ τόμος ἐστάλη ὑπηρεσιακῶς εἰς τὴν Βιβλ. Βουλῆς, πληροφορήσου ἂν ἐλήφθη. -
Παρακαλῶ, ῥίψε βλέμμα εἰς τὴν ὁδὸν Μουσῶν (Καραγεώργη) ἂν εὑρίσκεται ἐκεῖ ὁ φίλος μου ὀπωροπώλης, Νικόλ. Μπούκης (τοῦ Ἁγ. Ἑλισαίου). Μάθε τί γίνεται, καὶ ἂν ἔλαβε τὸ ἀπὸ 6 Ὀκτωβρίου γράμμα μου. - Ἀπὸ τὴν Σμύρνην ὁ Κόσμος μοῦ ἔστειλε παραγγελίαν, καὶ δρ. 20.
Χαιρετίσματα εἰς τοὺς φίλους.
Σὲ φιλῶ
ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης Σκιάθος, 1908 Νβρ. 14.
230
Φίλτατε Γιαννάκη,
Ἔλαβα 30 δρχμ. μέσα Νβρίου, καὶ ἄλλας 30 προχθὲς 22 Δβρίου, χωρὶς ἐπιστολήν σου. Ἕως τῆς σήμερον δὲν μ᾿ ἔχεις πληροφορήσει (ἴσως νὰ παράπεσε κανένα γράμμα σου) ἂν ἔλαβες ἀρχὰς Νοεμβρίου τὰ τελευταῖα 178 χργφ τῆς ἱστορίας Φίνλεϋ, καὶ ἂν ἔφθασε στὴν Β(ιβλιοθήκην) τῆς Β(ουλῆς) ὁ τελευταῖος τόμος. Ἐλπίζω νὰ μὴν ἐχάθησαν.
Σήμερον σοῦ στέλλω ἐπὶ συστάσει, P(oste) (restante), τὰ ἔντυπα καὶ χγφ, Ἑλληνικαὶ ἀποικίαι ἐν Ἀγγλίᾳ.
Εἴχαμεν ταραχὰς αὐτὰς τὰς ἡμέρας μὲ τὸν Δεσπότην διὰ τὴν σεπτὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τὰς ἑορτὰς καὶ τὸ Νέον Ἔτος ἐν ὑγείᾳ εὔχομαι.
Ἀλ. Παπαδιαμάντης Δβρ. 24, <1908>, Σκιάθῳ.
232
Ἀδελφὲ Ἰωάννη,
Εὔχομαι τὸ Πάσχα μὲ ὑγείαν καὶ εὐτυχίαν. Ἔλαβα ἐν καιρῷ τὸ ἀπὸ 17 Φεβρ. τελευταῖον γράμμα σου. Δὲν ἔγραψα εἰς τοὺς φίλους μου ὅτι θὰ ἔλθω σύντομα εἰς τὰς Ἀθήνας, τοὐναντίον, ἔγραψα ὅτι «δὲν εἰξεύρω, ἂν εἶνε ὑγεία, ὁπόταν ὁ Θεὸς θέλῃ». Χάριν παρηγορίας πάλιν, «ὅταν θελήσῃ ὁ Θεός, τὸ ταχύτερον». Καὶ τί νὰ κάμω στὴν Ἀθήνα; Διὰ νὰ πληρώνω νοῖκι;
Παρακαλῶ, ἐξέχασα τόσον καιρὸν τὸν φίλον τὸν Νῖκον Ποριώτην, ἐγκάρδια χαιρετίσματα εἰς αὐτὸν καὶ τὴν κυρίαν. Τέτοιες μέραις ἦτον πέρυσι ποῦ μᾶς ἐφίλευσε στὸ σπίτι του, στὰ Πατήσια. - Ἐὰν γνωρίζῃς ἐδῶ κανένα σχετικὸν τοῦ Κόσμου τῆς Σμύρνης, εἰπέ του, διατί κάμνουν τὸν κουτόν, καὶ μ᾿ ἐρωτοῦν πολλάκις δι᾿ ἐπιστολῶν τοὺς ὅρους μου; Μήπως δὲν τοὺς ὑπέδειξα ἐμπράκτως; Αὐτοὶ μάλιστα πρῶτοι τοὺς ὑπέδειξαν. Μοῦ ἔστειλαν 20 δρχμ δι᾿ ἐπιστολῆς ἐπὶ συστάσει, εἰς τὰς 13 Νοεμβρίου Πέμπτην τὰς ἔλαβα, καὶ τὴν Κυριακὴν 16 Νβρ. ἤτοι μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἀμέσως τοὺς ἔστειλα ἐπὶ συστάσει («τ᾿ Ἀστεράκι») κ᾿ ἐδημοσιεύθη. Ἄλλως, νὰ κάνω ἐγὼ τόσον κόπον, νὰ πληρώνω ἐπὶ συστάσει δι᾿ ἀποστολὴν τῶν χειρογράφων, ἐκ τοῦ ὑστερήματος, κ᾿ ὕστερα νὰ περιμένω νὰ λάβω λεπτά; - Παρακαλῶ, εἰπὲ ἐγκαρδίους ἀσπασμούς μου εἰς τὸν κὺρ Στέφανον, τὸν Πρόεδρον. Ἐνθυμοῦμαι τὴν φιλοξενίαν του καὶ τὴν μεγαλοψυχίαν καὶ καλόκαρδον εὐθυμίαν του, αὐτὰς τὰς ἡμέρας. Δύο Πάσχα ἔκαμα στὸ σπίτι του.
(Ἀ.) Παπαδιαμάντης 25 Μαρτίου 1909.
234
Ἀδελφὲ Γιάννη,
Σὲ ἀσπάζομαι. Ἔλαβα τὸ γράμμα σου τὴν Κυριακὴν 24 Μαΐου, καὶ τὰς δρχ. 25 τὴν Κυρ(ιακὴν) 31 Μαΐου. Εὐχαριστῶ. Εἶμαι καλά. Χαιρετίσματα εἰς τὸν κ. Γ. Πετρίδην, καὶ εἰς ὅλους τοὺς φίλους.
Ὁ Καρκαβίτσας ἦτον ἐδῶ τὴν προπερασμένην ἑβδομάδα, 11 - 17 Μαΐου. Ἦλθε μαζὶ μὲ τὴν Στρατολογικὴν ἐπιτροπήν. Τοῦ ἄρεσε τὸ νησί μας, ἂν καὶ ἐστενοχωρήθην ἐγὼ διότι δὲν εἶχα τὰ μέσα νὰ τὸν περιποιηθῶ ὅπως ὤφειλον. Ἦτον δὲ κουρασμένος ἀπὸ τὴν μακρὰν περιοδείαν ἀνὰ τὸ Πήλιον καὶ τὴν Μαγνησίαν, καὶ δὲν εἶχεν ἐπιθυμίαν διὰ νὰ πηγαίνωμεν εἰς ἐκδρομὰς ἀνὰ τὴν ἐξοχήν.
Χαιρετίσματα καὶ εἰς τὸν κ. Πρόεδρον.
Σὲ ἀσπάζομαι, ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης 3 Ἰουνίου 1909, Σκιάθῳ.
235
Ἀγαπητὲ Ἰωάννη,
Ἔλαβα, χθὲς Δευτέραν, δι᾿ ἐπιταγῆς, δραχ. 25 (ἄνευ ἐπιστολῆς). Πρὸ ἑβδομάδων σοὶ εἶχα γράψει, ἀναγγείλας τὴν παραλαβὴν καὶ τῶν πρὶν σταλεισῶν 25, ὅτε ἔκαμνα λόγον καὶ περὶ τῆς ἐδῶ ἐλεύσεως τοῦ Καρκαβίτσα. - Παρακαλῶ εἰπὲ τοὺς χαιρετισμούς μου εἰς τὸν κὺρ Ἀντώνην, τὸν ἀφεντάνθρωπον· μοὶ φαίνεται, τὸν εἶχα ξεχάσει ἕως τώρα. - Ἔχω λάβῃ δρ. 295, ἂν καλῶς ἐνθυμοῦμαι, μοῦ εἶχες δώσει καὶ ἄλλα εἰς Ἀθήνας, ὥστε εἶμαι πληρωμένος διὰ τὸν Φίνλεϋ, εὐχαριστῶ.
Πολλοὺς ἀσπασμούς, ὁ σὸς
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης 1909, Ἰουν. 23. Σκιάθῳ.
237
Ἀδελφὲ Γιαννάκη,
Ἔλαβα τὸ γράμμα σου, καὶ τὰς δρχμ 25. Εὐχαριστῶ. Ἀσπασμοὺς εἰς τοὺς φίλους. Εἰπὲ χαιρετίσματα πολλὰ εἰς τὸν κὺρ Ἀντώνην, διότι θαρρῶ ὅτι τὸν εἶχα ξεχάσει ὡς τώρα.
Παρακαλῶ, κάμε μου τὴν χάριν νὰ κλείσῃς τὸ ἐσώκλειστον εἰς φάκελλον, νὰ ἐπιγράψῃς «Κον Νικόλ. Μπούκην, Ὀπωροπωλεῖον Νέαν Ἀγοράν, Ἀθήνας», καὶ νὰ περάσῃς ἀπὸ τὸ παζάρι νὰ τὸ δώσῃς· ἐπειδὴ ἄλλα γράμματά μου πρὸς αὐτὸν ἐχάθησαν.
Σὲ φιλῶ.
ὁ σὸς
Ἀλ. Παπαδιαμάντης 2 8βρ. 09. Σκιάθῳ.
Ἢ νὰ πᾷς, ἀδελφὲ Ἰωάννη, τὸ Σάββατον βράδυ, 10 - 11 τοῦ μηνός, εἰς τὰς 10 ἢ 10,30ʹ ὥραν, εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου, νὰ τὸ δώσῃς.
ὁ ἴδιος Ὀκτβρ. 4.